Λεωνίδας Καζάσης, στα μονοπάτια του άστεως τα αισχρά

Ιδιωματικόν

Απόψε ο ήλιος δεν θα βγει,
καθηλώθηκε στις μαύρες παρυφές σου,
των χαραμάδων σου το αμυδρό επιστατεί,
στην ιδιαιτερότητά σου να εντρυφήσει,
στων ματιών σου τον φόβο τον πλαστό,
στων χειλιών σου την αχάριστη ανεξικακία,
στης κίνησής σου τον ενδοιασμό,
στην σεμνότητά σου υποβόσκει η λαγνεία.
Απόψε η μέρα έχει κρυφτεί,
βράδυ ατέλειωτο, σκοτάδι!
Πάνω σου ο ήλιος ασελγεί,
άγαρμπος δίχως χάδι.

*

Όταν η απόλαυση από απόλαυση κλονίζεται

Κόμες αιωρούνται ξέπλεκες,
χείλη διαστέλλονται,
αιμάτινο χρώμα,
γλώσσες σαλιώνουν
θηλές μαστών που αναριγούν,
καλλίπυγες θωπευτικά τα σκέλη αναμειγνύουν.
Η αίσθηση απαγγέλει θηλυκά την αποθέωσή της,
ο πλάστης πνέει στην Σαπφώ την θεία αποστολή της.

*

Γδάρματος γραφή

Της εγκαρτέρησης κρηπίδωμα διάτρητο,
ξίφη διαπερνούν την σπλήνα,
άπνοια διασκορπάται.
Ο ήλιος την βροχή εστίλβωνε
στα μονοπάτια του άστεως τα αισχρά
όπου ουδένα φίλον έχετε, ουδενός φίλοι είσθε.
Φαντασμάτων αρμονίες φενακίζουν το κελλί μου.
Εκφεύγοντας θυμάμαι,
όταν τα ακρωτηριασμένα θηλυκά με προπηλάκιζαν
με πείνα και δίψα,
αρσενοκοίτες μού φεραν κανάτια ξέχειλα
και ζεστό ψωμί.

*

Θηλυμανείς

Στέμμα του ήλιου βύσσινο πορτοκαλί κορνίζες,
κρατήσαμε στα χέρια μας Βασίλη.

Στης Αλοννήσου ρούγες
του κορμιού τους άγριους παλμούς τους γαληνούς
σημαία στήσαμε.

Η μούχλα του βλοσυρού ουρανού,
φούσκωνε των κερασιών τις σάρκες που εκσπερμάτωναν.

Μας χρωματίσαν όνειδος,
φιλήδονους – θηλυμανείς.
Κι αν δεν μας ερωτεύθηκαν,
τουλάχιστο να μας μισήσουν.
Βασίλη ονειρευτή, κιθαρωδέ,
των κωφαλάλων αοιδέ.

*

10 – 12- 2000

Ανήμερα αγιοκλήματα ευωδιές μοιράζουν,
στόματα ολόσαρκα ρουφούν
θαλάσσια φέγγη ξέστηθα,
προτροπές χαρούμενες
χέρια ορθάνοιχτα αυθαδιάζουν.
Φλύαρα βλέμματα πεινούν,
αγγίγματα απ’ το τραπέζι κάτω,
δαγκώνουν στη γωνία ασελγούν,
μητέρες άπιστες τιμώ! Που ελευθεριάζουν.

*

©Λεωνίδας Καζάσης

φωτο: Στράτος Φουντούλης