Από τις εκδόσεις Δρόμων
ΝΥΧΤΑ ΔΕΡΜΑΤΙΝΗ
Tρέχαν ξυπόλητοι κάτω απ’ την αστροφεγγιά
Που ’σπερνε δόντια θάλασσας
Στης νύχτας τις συρράξεις
Στον φλοίσβο η γλώσσα έραψε γυαλί
Η σάρκα κόπηκε σανδάλι
Να με φοράς, όταν σ’ αρνιέσαι! ακούστηκε
Νύχτα δερμάτινη, Θε μου, ψέλλισα, είσαι
Και πώς θα με κουβαλάει ολομόναχος
Με τα παιγμένα χνάρια μου στα ζάρια;
✳︎
ΓΗΤΕΥΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ [Απόσπασμα]
Σε δίσκο στιλβωμένο από μνήμη παλαιά, έγειρε σπαργανωμένο σύμφωνο η γυναίκα, και είδε στο καθρέφτισμα μιαν αστραπή στη γλώσσα να καίει τη μιλιά της. Ύστερα άρχισε να βρέχει, πιο ύστερα, πάνω σε μπόρα ανοιξιάτικη, σού χάρισε, Ευρήθιε, μιαν αντανάκλαση αβύσσου: χρυσάφι, το αψεγάδιαστο κενό.
Αλλά εσύ, ράπισμα βράχου, Ευρήθιε –με τροφαντή κοιλίτσα και ύφος γητευτή– διέρρηξες τ’ ολάνθιστο κελί σας από αμαρυλλίδες κι αλστρομέριες, την ώρα που γέρνανε οι τοίχοι το κεφάλι στο Κανάλι των Σατύρων. Έσπασαν οι μεγάλες τζαμαρίες, και πρόβαλες στυγνός από τα Όρη των Κολάκων – με φιοριτούρες έδειχνες τους αδαμάντινους οδόντας και ζήταγες ρετσίνα· μ’ έπη πτερόεντα θαρρούσες πως φόρτωνες βεγγαλικά και πιρουέτες τους ανέμους να δοξαστεί το όνομά σου.
Έκανες μεγάλη φασαρία σέρνοντας στο πάτωμα μια μοβ χλαμύδα γητευτή από βελούδο – που, μεταξύ μας, δεν ήταν τίποτε άλλο από ’να τσίτι γαριασμένο, γεμάτο πριονίδι και ξερόκλαδα. Σου άρεσε πάντοτε το τσίρκο (από αγάπη στην παράδοση, έλεγες, και φούσκωνες), μα η αλήθεια είναι πως έβλεπες μονάχα το χρώμα που είχαν τα μπουλούκια. […]
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.