παράξενο σκετς
Αφηγητής
Σκηνικό βραδινού δρόμου. Δυο τρεις κομπάρσοι περνούν. Ο ένας εκ των πρωταγωνιστών στέκει κάτω από ένα ντροπαλό φανάρι. Τα ρούχα του είναι φθαρμένα, εμπρός του έχει αραδιασμένα μερικά ζευγάρια παπούτσια, ρούχα, μερικά, βαριά τσόχινα πανωφόρια απ’εκείνα που φορούν οι ναυτικοί, κειμήλια στρατιωτικά, με φαγωμένους γιακάδες. Ο δεύτερος πρωταγωνιστής περνά με τους κομπάρσους και ξάφνου σταματά. Από εδώ και πέρα και όσο κρατήσει ο άσχημος καιρός, είναι καλύτερα να φυλαχτείτε. Είπε ο αφηγητής.
(Ο αφηγητής ανοίγει μια ομπρέλα και το σκηνικό μεταμορφώνεται όπως ακριβώς το ‘πε.)
Οι δυο πρωταγωνιστές είναι ο πωλητής γέρο Λοράν και ο πελάτης, ο νεαρός και αξιοθρήνητος Φρανκ, αγνώστων λοιπών στοιχείων.
Λοράν: Χρειάζεστε παπούτσια; Ένα παλτό ίσως;
Φρανκ: Χρειάζομαι τα πάντα. (τον κοιτάζει με νόημα, δυο πεινασμένα μάτια)
Λοράν: Δεν έχω τα πάντα, κύριε, αλλά παπούτσια και παλτά. Φτάνουν αυτά;
Φρανκ: Θα σας φανεί αστείο, μα ακριβώς αυτήν την στιγμή φρόντισε μια δύναμη ανώτερη να ανταμώσουμε.
Λοράν: Κρίμα να πιστεύεις κύριε πως δεν είναι τα παπούτσια με την λιωμένη σόλα ή το ελαφρύ σας πανωφόρι που φταίνε για την κακοκεφιά σας. Και το κυριότερο, μην επιμείνετε νεαρέ. Κρίμα να μην πιστεύετε ότι δεν είναι όλα αυτά οι αφορμές.
Φρανκ: Λέτε;
Λοράν: Νούμερο;
Φρανκ: Δεν το γνωρίζω, τι λέτε; (του δείχνει τα ταλαιπωρημένα παπούτσια του)
Λοράν: Ας πούμε, ναι, βεβαίως και μπορώ. Σταθείτε νεαρέ σε μια άκρη.
Φρανκ: ίσως ένας ζευγάρι μπότες, με καινούριο δέρμα. Λέτε να έχετε τέτοιες;
Λοράν: Αυτές μάλιστα. Νομίζω πως είναι ότι πρέπει. Δείτε νεαρέ μου, εσείς δεν πετύχατε ένα καλό ζευγάρι μπότες μα βάλατε στο χέρι μια σίγουρη επένδυση. Τρεις ίσως και τέσσερεις χειμώνες μπορείτε να φέρετε εις πέρας με αυτό το ζευγάρι.
(Κοιτάζουν τις μπότες, ξάφνου ο Λοράν σταματά και είναι ολοφάνερο πως κάτι θέλει να πει)
Μόνο να…
Φρανκ: Το’ξερα. Θα τις θελήσετε για δικές σας.
Λοράν: Ποιες;
Φρανκ: Μα τις μπότες!
Λοράν: Σχετικά με αυτές, πρέπει να σας πω νεαρέ. Θα πρέπει να ξέρετε πως μαζί με τις μπότες αγοράζετε και τις μνήμες, καταλαβαίνετε νεαρέ; Φοράτε ξένα παπούτσια, έχουν πάει σε μέρη που δεν ξέρετε, απομακρύνθηκαν βίαια.
Φρανκ: Θέλετε να πείτε πως με αυτές τις μπότες θα πρέπει να φορτωθώ και όλες αυτές τις ιστορίες; Τότε, γνωρίζετε κάτι για τον παλαιό ιδιοκτήτη; (Λέει γελώντας μα με ολοφάνερη αγωνία) Νομίζω ότι είστε πολύ καλός έμπορος για να έχετε σκαρφιστεί μια τέτοια ιστορία.
Λοράν: Δυστυχώς όχι νεαρέ. Μπορεί να είμαι έμπορος μα δεν μου φάνηκε σωστό να σας γελάσω.
Φρανκ: Ας είναι! Εγώ θα τις κάνω δικές μου, ορίστε, αυτά θα φτάνουν! (πετάει τα χρήματα, φορά τις μπότες και φεύγει. Τώρα μιλά ο αφηγητής)
Λοράν: (μετρά τα χρήματα) Όχι και άσχημα! Καθόλου άσχημα!
(το σκηνικό όπως στην αρχή. Ανάμεσα στους διερχόμενους από την σκηνή, ο αφηγητής στέκει και μιλά.)
Αφηγητής: Μαζί με το τσούρμο του κόσμου χάθηκε και ο Φρανκ. Κοινοί φίλοι που γνωρίζουν την ευαίσθητη καρδιά του μου τα πρόλαβαν. Ο Φρανκ, λέει, τα ‘χασε. Είπε, «οι μπότες ξέρουν» και έφυγε μια νύχτα. Επιμείναμε, ρωτήσαμε μα είχε κιόλας απομακρυνθεί πετώντας προς το μέρος μας τα κλειδιά του κόσμου. Πολύ αργότερα μας είπε για τον γέρο Λοράν και τις μπότες του. Τον οδήγησαν σε κάποιο σπίτι στο Βερολίνο με μια ξεχασμένη διακόσμηση στην πρόσοψή του. Ένα κορίτσι ντυμένο στα μαύρα, ένα μοναχικό κορίτσι. Ώστε αυτό ήταν, είπε ο Φρανκ και συστήθηκε. Υπάρχει ελπίδα, Φρανκ, υπάρχει.
(Ο αφηγητής ανοίγει ξανά την ομπρέλα του και χάνεται ανάμεσα στους χαρακτήρες που διέρχονται από την σκηνή.)
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.