Μικρό θεατρικό
για την ελπίδα
[Δωμάτιο με τοίχους γυμνούς. Λαμπτήρας πυρακτώσεως, ένα τραπέζι και δυο καρέκλες. Στον έναν τοίχο πλήθος οι ανακοινώσεις. Στην απέναντι πλευρά το πλέον διαδεδομένο εικόνισμα του Ιησού, σκέπη και δικαιοσύνη στους αιώνες των αιώνων, είπαν οι προφήτες. Στην μια καρέκλα κάθεται σιδηροδέσμιος ένας άνδρας, όχι πάνω από σαράντα χρονών. Το πουκάμισό του είναι ξεκούμπωτο, έχει το κεφάλι σκυφτό και τα ρούχα του είναι γεμάτα χώματα. Κάποιος μπαίνει στο δωμάτιο. Χτυπάνε οι πόρτες, φύλακες κλειδώνουν και σέρνουν αρμαθιές κλειδιά. Ο κρατούμενος ταράζεται, κοιτάζει με απόγνωση, γυρεύει να βρει τον εαυτό του, σφίγγει τα δόντια. Ακούγεται ο αέρας και η βροχή πάνω στο ελενίτ. Η νεοελληνική αρχιτεκτονική που βρίσκει τα σύμβολά της, δίχως να χάνει ούτε στο ελάχιστο την μεταφυσική που αγαπήθηκε όσο τίποτε, κυριαρχεί εμμέσως στην σκηνογραφία.]
Ανακριτής: [είναι ιδρωμένος και όλο σκουπίζει το σβέρκο του με ένα λερό μαντίλι.] Τι το ΄θελες και εσύ; Μέρα που βρήκες; Για μια φλαμουριά μωρέ; Για μια φλαμουριά, λοιπόν;
Κρατούμενος: Δεν ήταν μια φλαμουριά, κύριε. Ήταν κάτι περισσότερο.
Ανακριτής: Σαν να λέμε;
Κρατούμενος: Εικόνισμα.
Ανακριτής: [τον κοιτάζει με ύφος. Μικρή παύση.] Χαλάσανε οι εποχές. Άκου Μάη μήνα να βρέχει! Πάει, σαπίσανε όλα ως απάνω. Θα μου πεις τι στα λέω όλα αυτά; Μα, για να γίνουμε φίλοι και να μου πεις τι γίνηκε εκεί κάτω.
Κρατούμενος: Μα σας είπα. Χίλιες φορές σας είπα. Τιμωρήστε με, έφταιξα. Μα μην ρωτάτε άλλο, μην μου λέτε πως τάχα τίποτε δεν σημαίνει εκείνη η φλαμουριά.
Ανακριτής: Ώστε δεν παίρνεις με το καλό. Ας είναι. Θα κάτσουμε εδώ και εσύ θα μου λες την ιστορία, μέχρι να βγάλουμε άκρη.
Κρατούμενος: Εγώ, κύριε όπως σας είπα, διαθέτω ένα φτωχοκάλυβο κάτω στο κέντρο. Είναι του παππούλη μου βεβαίως κάπως παλιό, τι παλιό δηλαδή ετοιμόρροπο. Έρχονται κάθε τόσο και το φωτογραφίζουν και φουσκώνω με περηφάνεια. Κοίτα μωρέ, λέω, τι πράγμα που μου άφησε ο παππούλης. Και δεν μου καίγεται καρφί, αν τρίζουν τα ξύλα του πατώματος και αν οι τοίχοι είναι σκασμένοι, αν οι πόρτες φρακάρουν, κύριε. Κουβαλούν απέραντη ανθρωπιά αυτές οι πόρτες, να το ξέρετε. Αυτό το σπίτι, κύριε είδε την πολιτεία να αλλάζει. Φάνηκαν γερανοί και βαριά φορτηγά, ανοίχτηκαν δρόμοι και φτιάχτηκαν πλατιά πεζοδρόμια. Και φυτεύτηκα ένα σωρό νεραντζιές, κάνοντας την ζωή μας λίγο υποφερτή, αφήνοντάς μας λίγο ίσκιο για τα μακριά μας καλοκαίρια. Κάπου εκεί, στ΄ανάμεσά τους έριξα και εγώ έναν σπόρο. Τόσο δα, μικρούλη σπόρο και δεν είχα την παραμικρή πεποίθηση πως θα συνέβαινε το ευτυχές γεγονός. Μα συγκινήθηκα σαν είδα πως ξεπρόβαλε από το χώμα, [γελά και κλαίει μαζί, τόσο που συγκινείται], μια μικρή, τοσοδούλα φλαμουριά. Και επιδόθηκα σε έναν αγώνα, φροντίζοντας το άμοιρο το δεντράκι. Οι νεραντζιές το πνίγανε κιόλας μα ήταν θαρραλέο και κάθε μέρα σηκωνόταν από την θέση του, με ένα ανάστημα λαμπρό. Ο δρόμος άλλαζε κάθε τόσο ένας κηπουρός δίχως αγάπη σκάλιζε τα παρτέρια και πριόνιζε τα δέντρα. Δεν είχε την παραμικρή τρυφερότητα στις κινήσεις του και ήταν βάσανο αληθινό να βλέπεις να καταστρέφονται έτσι άδοξα εκείνα τα δέντρα. Μα εγώ φοβόμουν περισσότερο για την φλαμουριά μου, επειδή καθώς σας προείπα, καμιά φορά οι πολιτείες αλλάζουν, πέφτουν σχέδια να πούμε, την λογαριάζουμε ας πούμε, πολύ νεοκλασική και την κατεδαφίζουμε μα ύστερα δεν διαθέτει καμιά πνευματικότητα το γυαλί και ο χάλυβας, δεν ξέρω αν συνηγορείτε κύριε επ΄αυτού. Μα να το δεχτώ κύριε, πως οι πόλεις αλλάζουν και πως κάποτε μια μπουλντόζα, σαν παιδικό παιχνίδι, θα γκρεμίσει με έναν ιδιότροπο χορό το παλιό μου σπίτι. Αυτό να το δεχτώ, μα για την φλαμουριά μου τέτοιο τέλος δεν το αντέχω κύριε. Το μεγάλωσα αυτό το δέντρο και τώρα κινδυνεύει κύριε, να πεθάνει δίχως αγάπη, αν αυτός ο άνθρωπος. Δεν θέλω να το σκέφτομαι, κάλιο να μην το δω να γίνεται τέτοιο κρίμα. Όχι την φλαμουριά μου, όχι αυτήν, πείτε στην πόλη να μην την σαρώσει. Να μην την ζηλέψει πείτε στην πόλη που αλλάζει.
Ανακριτής: Μάλιστα. Θα το μεταβιβάσω στην πόλη, μείνε ήσυχος. Και; Παρακάτω!
Κρατούμενος: Ήταν χάραμα που φάνηκε. Κατέβηκε βαριεστημένος και έριξε μια ματιά στα δέντρα. Σφύριξε και από το στενό φάνηκε ένα φορτηγό και άλλοι δυο κατέβηκαν και απλώθηκαν ανάμεσα στα δέντρα. Επρόκειτο για μια εαρινή επίθεση, έτσι μου φάνηκε. Τότε ο ένας είπε, την φλαμουριά. Και εκείνος ο πρώτος, πάντα δίχως αγάπη, ρώτησε πώς βρέθηκε τάχα εκεί μια φλαμουριά. Και έβαλε πλώρη να κόψει το άμοιρο το δεντράκι. Και τότε, θυμήθηκα τον Λεωνίδα και ας μην είχα ασπίδα καμιά. Μα ταίριαζε γάντι στην διάθεσή μου. Ξεχύθηκα στον δρόμο και όρμησα κατευθείαν προς την πλευρά των κηπουρών. Έβαλα τις φωνές, τους απείλησα, τους είπα ότι η φλαμουριά είναι δική μου και πως αν την αγγίξουν θα΄χουν άσχημα ξεμπερδέματα. Φάνηκαν πεπεισμένοι πως δεν υπήρχε λόγος να κάνουν κάτι περισσότερο. Όλοι τους, εκτός από εκείνον τον δίχως αγάπη άνθρωπο. Αυτός έφτυσε καταγής και περπάτησε προς την φλαμουριά. Η ένταση εκορυφώθη με τρόπο παπαδιαμαντικό σαν πήρε το πριόνι που είχε προσαρμοσμένο στην στολή του. Τότε η φλαμουριά μου φάνηκε πως έβγαλε ένα λυγμό και πως η ίδια η πόλη δεν θα το άντεχε. Και έπεσα πάνω του, παλέψαμε, ματώσαμε και αν δεν ήταν οι άλλοι, κανείς δεν ξέρει τι θα΄χαμε απογίνει.
Ανακριτής: Δεν του ζητάς συγνώμη να πάμε όλοι σπίτια μας;
Κρατούμενος: Και η φλαμουριά μου;
Ανακριτής: Άμα πρέπει να κοπεί, θα κοπεί. Μην τα θέλεις και όλα δικά σου.
Κρατούμενος: Δεν είναι μονάχα αυτό.
Ανακριτής: Τότε;
Κρατούμενος: Η ζωή μου κύριε, καθώς αλλάζει η πόλη, μένει σαν εκείνη την φλαμουριά. Πάντα παρούσα, όταν όλα χάνονται κύριε, ακίνητη κύριε. Είναι μια θάλασσα μικρού παιδιού, κύριε εκείνο το δέντρο. Θα παίρνατε ποτέ από ένα παιδί την θάλασσά του;
Ανακριτής: Ώστε δεν αλλάζεις τροπάριο; Δεν ζητάς συγνώμη, λοιπόν.
Κρατούμενος: Μόνο από την φλαμουριά μου, κύριε, μόνο απ΄ αυτήν.
[Ο ανακριτής φεύγει εκνευρισμένος, η βροχή χτυπά με ορμή στο ελενίτ, είναι μια εξωφρενική βροχή, σαν να πετούν οι άνθρωποι πέτρες στο μέλλον. Ακριβώς σαν αυτό.]
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.