σελ. 151 (1)
Ο χλωμός νεαρός άντρας χαλάρωσε προσεκτικά μέσα στη χαμηλή καρέκλα, και άφησε το κεφάλι του να κυλήσει στο πλάι, έτσι ώστε το δροσερό τσίτι ανακούφισε το μάγουλο και τον κρόταφο.
«Ω, αγαπητή,» είπε. «Ω, αγαπητή! Ω, αγαπητή! Ω!»
Το παρατηρητικό κορίτσι, καθισμένο ανάλαφρα και στητά στον καναπέ, χαμογέλασε λαμπερά προς αυτόν.
«Δεν αισθάνεσαι τόσο καλά σήμερα;», είπε.
«Ω, είμαι σπουδαία,» είπε εκείνος. «Είμαι ζωηρός. Ξέρεις τι ώρα σηκώθηκα; Τέσσερις η ώρα το απόγευμα, ακριβώς. Προσπαθούσα (συνεχώς) να τα καταφέρω, και κάθε φορά που (θα) έβγαζα το κεφάλι μου από το μαξιλάρι, εκείνο (θα) κυλούσε κάτω από το κρεβάτι. Δεν είναι δικό μου κεφάλι (αυτό) που έχω τώρα πάνω (μου). Νομίζω πως είναι κάτι που συνήθιζε να ανήκει στον Ουώλτ Ουίτμαν. Ω, αγαπητή! Ω, αγαπητή! Ω!»
«Νομίζεις πώς ένα ποτό θα σε έκανε να αισθανθείς καλύτερα;», είπε εκείνη.
«Το ποτό που θα φέρει την ψυχή μου πίσω;(2)
», είπε αυτός. «Ω, όχι, ευχαριστώ. Παρακαλώ ποτέ μη μιλήσεις για οτιδήποτε σαν αυτό ξανά. Έχω τελειώσει. Κοίταξε αυτό το χέρι· σταθερό σαν ένα κολιμπρί. Πες μου, ήμουν πολύ απαίσιος το προηγούμενο βράδυ;»
«Ω, Θεέ μου,» είπε αυτή, «όλοι ένοιωθαν εξαιρετικά καλά. Ήσουν εντάξει.»
«Ναι,» είπε εκείνος. «Θα έπρεπε να ήμουν κομψός. Ήταν όλοι σφοδροί απέναντί μου;»
«Καλέ Θεέ, όχι!» είπε εκείνη. «Όλοι θεώρησαν πως ήσουν φοβερά αστείος. Βεβαίως, ο J. P. ήταν λίγο ξενέρωτος, εκεί, για ένα λεπτό στο δείπνο. Αλλά ο κόσμος κάπως τον συγκράτησε στην καρέκλα του, και τον ηρέμησε. Δε νομίζω να το παρατήρησε κανείς στα άλλα τραπέζια, καθόλου εντελώς. Σχεδόν κανείς.»
«Θα με χτυπούσε;» είπε. «Ω, Κύριε. Τι του έκανα;»
«Έλα, δεν έκανες τίποτε,» είπε αυτή. «Ήσουν τέλεια καλός. Αλλά ξέρεις πόσο ανόητος γίνεται ο Τζιμ, όταν νομίζει πως κάποιος χαϊδεύει την Έλινορ.»
«Φλέρταρα την Έλινορ;», είπε αυτός. «Το έκανα αυτό;»
«Φυσικά δεν το έκανες,» είπε εκείνη. «Μόνον αστειευόσουν, αυτό ήταν όλο. Εκείνη θεώρησε πως ήσουν τρομερά διασκεδαστικός. Είχε μια υπέροχη ώρα. Μόνο μια στιγμή ενοχλήθηκε λίγο, όταν έχυσες τον ζωμό από την ψαρόσουπα με τα οστρακοειδή ώς κάτω την πλάτη της.»
«Θεέ μου,» είπε αυτός. «Ζωμός ψαρόσουπας στην πλάτη! Και κάθε σπόνδυλος ένα μικρό σκυλί. Καλέ Θεέ! Τι στο καλό θα κάνω;»
«Ω, είναι εντάξει.» είπε εκείνη. «Στείλε της απλώς λίγα λουλούδια ή οτιδήποτε. Μην ανησυχείς γι’ αυτό. Δεν είναι τίποτε.»
«Όχι, δεν θα ανησυχώ.» είπε αυτός. «Δε με νοιάζει με τίποτε στον κόσμο. Κάθομαι ήσυχα. Ω, αγαπημένη! Ω, αγαπημένη! Έκανα τίποτε άλλα συναρπαστικά κόλπα στο δείπνο;»
«Ήσουν καλά,» είπε αυτή. «Μην είσαι τόσο ανόητος μ’ αυτό. Όλοι ήταν ξετρελαμένοι μαζί σου. Ο μαιτρ ντ’ οτέλ ανησυχούσε λίγο μήπως δε θα σταματούσες να τραγουδάς, αλλά ειλικρινά δεν τον πείραξε. Ό,τι είπε, ήταν ότι φοβόταν πως θα έκλειναν πάλι τον χώρο, εάν είχε τόση πολλή φασαρία. Αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου τον ίδιο. Νομίζω απολάμβανε να σε βλέπει να περνάς τόσο καλά. Ω, τραγουδούσες εκεί για περίπου μια ώρα. Δεν ήταν τόσο φοβερά δυνατά, καθόλου!»
«Λοιπόν τραγούδησα,» είπε αυτός. «Θα πρέπει να ήταν μια απόλαυση. Τραγούδησα.»
«Δεν θυμάσαι;» είπε εκείνη. «Τραγουδούσες ακριβώς το ένα τραγούδι μετά το άλλο. Όλοι στο χώρο άκουγαν. Τους άρεσε. Μόνο (που) εσύ εξακολουθούσες να επιμένεις πως ήθελες να τραγουδήσεις κάποιο τραγούδι σχετικά με ένα είδος τυφεκιοφόρων ή άλλο, και όλοι εξακολουθούσαν να κάνουν “σσσσσς!” σε σένα, και εξακολουθούσες να προσπαθείς να το ξεκινήσεις πάλι. Ήσουν καταπληκτικός. Όλοι προσπαθούσαμε να σε κάνουμε να σταματήσεις το τραγούδι για ένα λεπτό, και να φας κάτι, αλλά δεν άκουγες τίποτε. Θεέ μου, ήσουν αστείος.»
«Δεν έφαγα κάτι για δείπνο;», είπε αυτός.
«Ω, τίποτε απολύτως,» είπε εκείνη. «Κάθε φορά που ο σερβιτόρος σού πρόσφερε κάτι, τού το επέστρεφες, γιατί έλεγες πως εκείνος ήταν ο από χρόνια χαμένος αδελφός σου που τον άλλαξε στην κούνια μια παρέα τσιγγάνων, και πως ό,τι είχες ήταν δικό του. Τον έκανες απλώς να ωρύεται μαζί σου.»
«Πάω στοίχημα πως το έκανα,» είπε εκείνος. «Στοιχηματίζω, ήμουν κωμικός. Η μασκότ της παρέας θα ήμουν. Και τι συνέβη έπειτα, μετά την συντριπτική επιτυχία μου με τον σερβιτόρο;»
«Μα, τίποτε ιδιαίτερο,» είπε αυτή. «Εισέπραξες ένα είδος δυσαρέσκειας από κάποιον γέρο άντρα με λευκά μαλλιά, καθισμένο μακριά στο δωμάτιο, γιατί δεν σου άρεσε η γραβάτα του και ήθελες να το πεις. Αλλά σε βγάλαμε έξω, πριν πραγματικά τρελαθεί.»
«Ω, βγήκαμε έξω,» είπε αυτός. «Περπατήσαμε;»
«Να περπατήσεις! Βεβαίως και το έκανες,» είπε εκείνη. « Ήσουν τελείως καλά. Υπήρχε αυτή η επικίνδυνη έκταση από πάγο στο πεζοδρόμιο, και κατάκατσες φρικτά, εσύ φτωχέ αγαπημένε. Αλλά, καλέ Θεέ, αυτό θα μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε.»
«Ω, βέβαια.» είπε αυτός. «Louisa Alcott ή οποιοσδήποτε. Έπεσα λοιπόν στο πεζοδρόμιο. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τι συμβαίνει με το– Ναι, καταλαβαίνω. Και μετά τι, αν δεν σε πειράζει;»
«Α, τώρα, Peter!», είπε αυτή. «Δε μπορείς να κάθεσαι εκεί και να λες δεν θυμάσαι τι συνέβη μετά απ’ αυτό! Σκεφτόμουν πως ενδεχομένως ήσουν λίγο σφιγμένος στο δείπνο – Ω, ήσουν τελείως εντάξει, και όλο αυτό. Αλλά ήξερα πως αισθανόσουν αρκετά εύθυμος. Μα ήσουν τόσο σοβαρός από τη στιγμή που έπεσες – ποτέ δεν σε ήξερα να είσαι έτσι. Δεν θυμάσαι ότι μου είπες πως δεν είχα δει ποτέ τον αληθινό σου εαυτό πριν; Ω, Peter, δε θα το άντεχα, αν δεν θυμόσουν εκείνη την υπέροχη μεγάλη βόλτα που είχαμε κάνει μαζί στο ταξί! Παρακαλώ, το θυμάσαι, δεν το θυμάσαι; Νομίζω πως θα με σκότωνε εντελώς εάν δεν το θυμάσαι.»
«Ω, ναι,» είπε εκείνος. «Βόλτα με το ταξί. Ω, ναι, βεβαίως. Όμορφη μεγάλη βόλτα, χμμ;»
«Γύρω και γύρω και γύρω από το πάρκο,» είπε εκείνη. « Ω, και τόσο λάμπανε τα δέντρα στο φεγγαρόφωτο. Και είπες πως δεν ήξερες ποτέ πριν ότι πραγματικά είχες ψυχή.»
«Ναι,» είπε αυτός. «Το είπα αυτό. Ήμουν εγώ αυτός.»
«Είπες τόσο όμορφα, υπέροχα πράγματα,» είπε αυτή. «Και δεν είχα ποτέ μάθει πως αισθανόσουν για μένα, όλο αυτό το διάστημα, και ποτέ δεν θα τολμούσα να σε αφήσω να δεις πως αισθανόμουν εγώ για σένα. Και έπειτα την προηγούμενη νύχτα – ω, Peter αγαπημένε, σκέψου, εκείνη η βόλτα με το ταξί ήταν το πιο σπουδαίο πράγμα που ποτέ συνέβη στις ζωές μας.»
«Ναι,» είπε αυτός. «Υποθέτω πως ήταν.»
«Και θα είμαστε τόσο ευτυχισμένοι,» είπε αυτή. «Ω, θέλω αμέσως να το πω σε όλους! Αλλά δεν ξέρω – νομίζω θα ήταν πιο γλυκό να το φυλάξουμε όλο αυτό για τους εαυτούς μας.»
«Νομίζω θα ήταν,» είπε εκείνος.
«Δεν είναι υπέροχο;», είπε αυτή
«Ναι,» είπε εκείνος. «Σπουδαία.»
«Υπέροχα!», είπε εκείνη.
«Κοίτα εδώ,» είπε αυτός, «θα σε πείραζε εάν έπαιρνα ένα ποτό; Εννοώ απλά θεραπευτικά, ξέρεις. Απέχω, είμαι μακριά από υλικά πράγματα, έτσι βοήθησέ με. Αλλά νομίζω πως αισθάνομαι μια κατάρρευση να έρχεται.»
«Ω, νομίζω θα σου έκανε καλό.» είπε αυτή. «Φτωχό αγόρι, είναι κρίμα να αισθάνεσαι τόσο άσχημα. Πάω να σου φτιάξω ένα ουίσκι με σόδα.»
«Ειλικρινά,» είπε αυτός. «Δεν καταλαβαίνω πως θα ήθελες ποτέ να μου μιλήσεις πάλι, αφότου εξέθεσα τόσο ανόητα τον εαυτό μου χθες. Νομίζω καλύτερα να κλειστώ σε ένα μοναστήρι στο Θιβέτ.»
«Ανόητε εσύ, τρελέ!» είπε εκείνη. «Λες και θα μπορούσα ποτέ να σε αφήσω να χαθείς τώρα! Σταμάτα να μιλάς έτσι. Ήσουν τέλεια καλός.»
Πήδηξε πάνω από τον καναπέ, τον φίλησε γρήγορα στο μέτωπο, κι έτρεξε έξω από το δωμάτιο.
Ο χλωμός νεαρός άντρας την έψαξε με το βλέμμα και κούνησε το κεφάλι του πολύ κι αργά, μετά το άφησε στα υγρά και τρεμουλιάρικα χέρια του.
«Ω, αγαπημένη.» είπε «Ω, αγαπημένη, ω, αγαπημένη, ω, αγαπημένη.»
______________
(1)από το: Dorothy Parker: The Collected Dorothy Parker, Modern Classics, Penguin
(2)Μετάφραση σε κυριολεξία: Οι τρίχες του μαντρόσκυλου που με δάγκωσε;
Μια έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ευεργετική, όπως πιστεύεται, επίδραση μιας μικρής ποσότητας ποτού την επομένη μετά από ένα γερό μεθύσι, στον μεθυσμένο. Η έκφραση πιθανότατα συνδέεται ή προήλθε από τη συνήθεια ορισμένων φυλών ιθαγενών να θεραπεύουν πληγές δαγκώματος τοποθετώντας επάνω στο σημείο τρίχες του ίδιου ζώου πλασμένες σε λάσπη. Μπορεί εύλογα να χαρακτηριστεί ως ομοιοπαθητική μέθοδος.
Στα καθ’ ημάς θα μπορούσε να αποδοθεί με τη φράση: ο τρώσας και ιάσεται, Σοφοκλή – Φιλοκτήτης.
Προτίμησα ωστόσο την πιο λυρική φράση-απόδοση: “ποτό που φέρνει πίσω την ψυχή σας” όπως σε αναλογία το βρίσκουμε στα κινέζικα – συνήθειες και κείμενα.
Όποιος ενδιαφέρεται για περισσότερα, ανάμεσα στα οποία και δυο επιστημονικής εκδοχής εξηγήσεις, μπορεί να ανατρέξει στους συνδέσμους που παρατίθενται πιο κάτω.
Πηγές:
https://en.wikipedia.org/wiki/Hair_of_the_dog
https://www.translatorscafe.com/tcTerms/IW/question.aspx?id=76213
https://www.urbandictionary.com/define.php?term=hair%20of%20the%20dog
✳︎
©Ασημίνα Λαμπράκου
Σεπτέμβριος 2017, Φαλάσαρνα – Ιούνιος 2023, Κοντόπευκο
✳︎✳︎✳︎
Ντόροθι Πάρκερ: Αμερικανίδα ποιήτρια, διηγηματογράφος, κριτικός, δημοσιογρά-φος, πολιτική ακτιβίστρια με τον δικό της τρόπο.
Γεννιέται 22 Αυγούστου 1893 στο Νιου Τζέρσεϊ των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στις 7 Ιουνίου 1967, 73 ετών, στην «αγκαλιά» του φτηνού ξενοδοχείου Βόλνεϊ της Νέας Υόρκης, ακολουθώντας την εικόνα των ηρωΐδων της που τόσο φοβήθηκε πώς θα υιοθετούσε.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Στρογγυλής Τράπεζας του Αλγκονκέν. Τον Ιούνιο του 1937 εκλέγεται στο νέο ΔΣ της Ένωσης Σεναριογράφων μαζί με τους Ντ. Όγκντεν Στιούαρτ, Ντάσιελ Χάμετ, Λίλιαν Χέλμαν. Εξ αιτίας των πολιτικών της δραστηριοτήτων, διώκεται και συγκαταλέγεται στη Μαύρη Λίστα του Μακάρθυ χάνοντας, όπως και άλλοι, αίγλη και θέσεις εργασίας
Βρέθηκε στην Ευρώπη τα έτη 1926 1929 1930 1937. Το 1937 βρίσκεται στην Βαλέν-θια μάρτυρας βομβαρδισμών και επιθέσεων, αναθεωρεί την εικόνα της για τους Ισπα- νούς τους οποίους, σε παλιότερη επίσκεψη, είχε επικρίνει για την εικόνα των πόλεων, τις συνήθειες και την ηθικολογία τους. Στηρίζει τον αγώνα τους με άρθρα σε αμερικανικά περιοδικά της εποχής.
Ασκεί και εξασκεί τη γλώσσα της τής ειρωνείας, ψάχνοντας, δίχως εμπιστοσύνη, την αγάπη και την αποδοχή, την σταθερότητα και την ειλικρίνεια στις σχέσεις της, ανισορροπώντας ανάμεσα στην επιθυμία και την ανάγκη.
Πεθαίνοντας, άφησε όλα τα λογοτεχνικά-πνευματικά της δικαιώματα στον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ
Ο William Somerset Maugham για την Ντόροθι Πάρκερ:
[…] Στις ιστορίες της, η Ντόροθι Πάρκερ, έχει μια αίσθηση φόρμας που στις μέρες αυτές, στο παλιομοδίτικο μυαλό μου, είναι εξαιρετικά παράξενη. Είτε πρόκειται για ένα σκετς ή μια ιστορία, ξέρει ακριβώς που να αρχίσει και που να τελειώσει και όταν θα το έχεις διαβάσει, δεν θα έχεις καμιά ερώτηση να κάνεις (Τι συνέβη έπειτα; Γιατί αυτός το έκανε αυτό;), διότι σου έχει πει όλα που χρειάζεται να ξέρεις. Έχει ένα καθαρό μυαλό και δεν αφήνει χαλαρούς επιλόγους. Έχει ένα υπέροχα λεπτό αφτί για τον ανθρώπινο λόγο και με μερικές λέξεις διαλόγου, επιλεγμένες ίσως σκεφτείς, τυχαία, θα σου δώσει έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα σε όλη την πιθανή αληθοφάνειά του. Το στυλ της είναι άνετο, δίχως να είναι αφρόντιστο και καλλιεργημένο χωρίς επιτήδευση. Είναι ένα τέλειο όργανο για να φανερωθεί το πολυδιάστατο χιούμορ της, η ειρωνεία, ο σαρκασμός, η τρυφερότητα, το πάθος της. Πιθανόν εκείνο που δίνει στο γράψιμό της την ασυνήθιστη δεξαμενή του, είναι το χάρισμά της βλέποντας κάτι να ειρωνεύεται τις πιο πικρές τραγωδίες του ανθρώπινου ζώου. Είναι μια αλήθεια αφανισμένη που έχει ανακαλύψει, και κάτι σωτήριο: πως υπάρχει κάτι ακαταμάχητα αστείο στους πιο ειλικρινείς μας πόνους. […]
Και η δημοσιογράφος βιογράφος της, Dominique de Saint Pern :
«Το χάρισμά της να ακούει τους άλλους την κάνει αόρατη, μερικές φορές.»

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.