Ιφιγένεια Σιαφάκα, Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις ―από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις, εκδόσεις Δρόμων

Η πολυγραφότατη Ιφιγένεια Σιαφάκα επανέρχεται με μία ακόμα ποιητική συλλογή. Η αισθητική της έκδοσης, προϊδεάζει τον αναγνώστη με την έξοχη φωτογραφίας του εξωφύλλου (από τον Vincent Lempereur). Η συλλογή διαρθρώνεται σε πέντε διακριτά μέρη Ι. ΕΡΩΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΙΙ. ΕΡΗΜΗΝ, ΙΙΙ. ΣΑΒΑΝΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ, ΙV. ΜΙΚΡΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΕΡΩΔΙΩΝ ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ, V.ΡΟΥΜΥ, ενώ ο ρόλος των μαύρων διαχωριστικών φύλλων του βιβλίου ενισχύει την αυστηρά δομημένη  σύνθεση με διακριτό τρόπο. Πρόκειται για ποιητικές συνθέσεις και ποιητικά κείμενα, τα οποία συχνά ασπάζονται την τεχνική της μικρής φόρμας, όπου ο μοντερνισμός, η σουρεαλιστική ατμόσφαιρα και οι ισχυρές υπερρεαλιστικές καταβολές της ποιήτριας δανείζονται στοιχεία από τον μαγικό ρεαλισμό για να συνθέσουν την ποιητική που η Ι. Σιαφάκα μας συστήνει στην «Ερωτική οικονομία», «Απαλά στα σεντόνια σπαργανώνει/ με ρυτίδες η μνήμη/ φαντάσματα ερώτων ‒ εμένα/ νάρκισσο νεογνό/ μελανιασμένο απ’ τον θρήνο/ κι ερήμην» (σ. 9). Η νύχτα, αρωγός, συντροφεύει την ποιήτρια στην ανάδρομη αφήγηση, καθώς η αμβροσία αντιστέκεται στον εφιάλτη και η αρμύρα ταυτίζεται με τη συνείδηση, που καίει τις αναμνήσεις. «[…]Τα χείλη μ’ αμβροσία  απ’ τον ιδρώτα  κάποιου εφιάλτη/Αγκαλιασμένους σ’ αιματοχυσία ρητορείας/Για την αρμύρα στο έγκαυμα και τη συνείδηση στο χάος.» (σ. 11).

Πρόκειται για μια υπαρξιακή καταβύθιση, με την ιδιαίτερη ματιά της ποιήτριας η οποία δομεί το ποιητικό της σύμπαν με βατήρα τη βαθιά λογοτεχνική μελέτη, η οποία και την οδηγεί στη δόμηση της τεχνικής της. Ο τίτλος τής κάθε ενότητας προοικονομεί, σχεδόν σπονδυλωτά, σαν θεατρικό έργο σε πέντε πράξεις το ποιητικό σύμπαν της Ι. Σιαφάκα. Η αφήγησή της εκκινεί τριτοπρόσωπα στις δύο πρώτες ενότητες για να περάσει στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση στην τρίτη ενότητα, απ’ όπου θα απευθυνθεί και στο δεύτερο πρόσωπο, δανειζόμενη στοιχεία της μουσικότητας του χορού από την αρχαία τραγωδία, «ο Ευρήθιος , άλως οσμής χωλαίνει, μαζί και ο Ντον χοροπηδώντας, προς το διασκεδαστήριο «Ο αστήρ», με επεξήγηση τίτλου Κομφετί διανοίας επάνω στην πληγή του οινοχόου, που αναβοσβήνει κυανός κλαν κλιν./… Το σώμα σου Ευρήθιε, γεράκι χαιρετάει από ψηλά, κι εσύ σταυροκοπιέσαι.» (σ.42). 

Το ποιητικό υποκείμενο εναλλάσσεται σε ρόλους, άλλοτε θηλυκό κι άλλοτε αρσενικό, μα τίποτα δεν το γλιτώνει από την καυστική ειρωνεία της ποιήτριας, η οποία αφηγείται την ανθρώπινη φύση, διαπερνώντας ανάδρομα, ό,τι ανθρώπινο συνδέεται με τα καθημερινά πάθη. Κάπως έτσι, ευρηματικά, επιχειρεί η Ι. Σιαφάκα να αποδομήσει τα έμφυλα υποκείμενα, αλλάζοντας τούς ρόλους: Ο Ιουλιέτος «ροχαλίζει μ’ ένα μικρό μπισκότο στα χεράκι», και το θηλυκό Άλλο μετονομάζεται: «Πηδάει γενναία η Ρωμαία στο κενό με κίτρινες μποτούλες» (σ. 18).

Στο δεύτερο μέρος της συλλογής (ΕΡΗΜΗΝ) πρωταγωνιστούν ο έρωτας, η γέννηση, ο θάνατος, σαρκικός και συναισθηματικός, για να οδηγήσουν αργότερα το ποιητικό υποκείμενο στην ωριμότητα. Έτσι, ακόμα και το έμφυλο υποκείμενο υπόκειται στον σαρκασμό, αφηγούμενο κρυπτικά τις ωδίνες που του αναλογούν, μα και το ξεμυάλισμα που οδήγησε συχνά σε μοίρες τραγικές. «[…] Αν και οι Βάκχες έχουν λύσει το θέμα/ πριν λαλήσουν τρις οι φονιάδες γυναικών/ Με πύρρειες νίκες, καβάλους ιππεύοντας‒ Άγρια Δύση σε λιόγερμα πάθους και σβουνιές/ Ροζ αλόγων, λαβάρων της λαβ στα ενύπνια/ Αυτή με θανάτου απόθεμα άλειφε λιώμα/ Πυγολαμπίδες στα μαύρα μυαλά τους […]» (σ. 27). 

Υπερρεαλιστικά τοπία και εικόνες με αστικό περίβλημα συνθέτουν τις πολλαπλές εικόνες της ποιητικής της Ι. Σιαφάκα, καθώς καταβυθίζεται σε ένα εσωτερικό πένθος, όπου ο σαρκασμός, ο αυτοσαρκαρμός και η σάτιρα συμπληρώνουν αριστοτεχνικά τη χρήση των συμβόλων της. Κάπως έτσι συνδέονται ο ερωδιός, το μνημόσυνο και ένα πένθος, το οποίο δεν καταφέρνει να μεταδώσει τη θλίψη, αφού συνθλίβεται συχνά, υπό το βάρος του σαρκασμού και μιας ψυχαναλυτικά σκωπτικής διάθεσης στο Ροδόσταμο (σ. 42): «[…]Δόξα και τιμή στεφάνωσον αυτόν! Πρώτο μνημόσυνο, και στο τσιμέντο επιγραφή με σπρέι μπλε, μοδάτο χαϊκού:  ΕΚΤΡΟΧΙΑΖΕΙ ΕΜΜΕΤΡΟΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΣΥΡΜΟΥ. […]» (σ. 43).  Το πρώτο πρόσωπο, στους στίχους που ακολουθούν δηλώνει βιωματικά την παρουσία της ποιήτριας, σε ότι διαδραματίζεται σε τούτη την οπισθόδρομη αναζήτηση. Ανάμεσα στα τρία πρόσωπα της αφήγησης κυρίαρχος ο έρωτας, ο οποίος δηλώνει την παρουσία του, ασθμαίνοντας, μ’ ένα μοντερνισμό απολύτως συμβατό με τις πληγές που αφήνουν τα ίχνη του και στις τέσσερις πρώτες ενότητες. 

Τούτα συμβαίνουν στην τρίτη ενότητα και ο τίτλος ΣΑΒΑΝΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ επιβεβαιώνει το περιεχόμενο των στίχων, όπου το ποιητικό υποκείμενο μετατοπίζεται και ο ρόλοι αλλάζουν και αποδομείται πλέον ο πρίγκιπας – βάτραχος, καθώς στο ποίημα «Συντεχνίες» περιγράφονται σχεδόν σκωπτικά χαρακτήρες: χοντρόπετσος, πειρατής, γλύπτης, νάρκισσος, παιγνιδιάρης, λαίμαργος για να συνεχίσει με τον μίζερο και τον φιλάργυρο όπως περιγράφεται ο Στύση γαλαντόμος φωτίζοντας την ανεπάρκεια αρσενικού να σταθεί εν τέλει στο ύψος του στερεότυπου που ενσαρκώνει, καταλήγοντας ένα ανεπαρκές Άλλο: «[…] Λόγος κανείς για τη βαρύτητα της ευγένειας, τη λασπωμένη στα μπατζάκια επιφάσεων/Αυτή –έπρεπε να το ’χε καταλάβει- κυλιόταν εκείνη τη βραδιά στο κατακάθι του απλήρωτου καφέ της/Μαζί με τη μεγάλη στύση που θα τον ακολουθούσε συμπιεσμένο ως το τέλος».

Μα το ποιητικό υποκείμενο επανέρχεται, με το ομώνυμο ποίημα, δανειζόμενο για σύμβολα δύο Άλλα, συνδέοντας το γερμανικό παραμύθι Χάνσελ και Γκρέτελ με την πτώση απ’ τον Παράδεισο και την οικολογική και ηθική καταστροφή που υφίσταται ο κόσμος, κάτι που δηλώνεται απερίφραστα στην κατακλείδα σε μια απεύθυνση στον άνθρωπο-αναγνώστη, ανεξαρτήτως φύλου: «[…] Λίγο με ανησυχεί και θέλω να στο πω: Ήδη όσο μιλώ η ζούγκλα ρέει νεκρή από το πλαστικό της.» Το ποιητικό υποκείμενο, χειριζόμενο τα σύμβολα αριστοτεχνικά, καλεί και τον Οιδίποδα να υπονοήσει το σύμπλεγμά του ως ανήρ «[…] Τράβα λοιπόν μια βόλτα τώρα που έπιασε χαλάζι να πιεις με τον Οιδίποδα καφέ στη μπρασερί «Το Πέρασμα», του είπε η γυναίκα – εκεί βαράνε τα βιολία , και βγάζουνε μαχαίρια οι βιολιτζήδες.» (σ. 39).

Ο τίτλος Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις, που επιλέγει για την τρίτη ποιητική της συλλογή η Ι. Σιαφάκα, αποτελεί και τον τίτλο της τέταρτης στη σειρά ενότητας της συλλογής της και σ’ αυτήν επιλέγει την απεύθυνση, καθώς το πρώτο πρόσωπο συνομιλεί με τον έρωτα, την ύπαρξή και τη θηλυκή φύση. Οι τίτλοι σωματοποιούν το αντικείμενο του πόθου και του απευθύνονται, ξεχωρίζοντας σημεία του σώματος «[…]Αυτή η πόρτα που αλυχτά το φως στην έξοδο κινδύνου…» σ.49, εξομολογούνται τη φθορά του χρόνου, την απειλή της λήθης, τον χαμένο έρωτα, «Το μάτι σου», «Το χέρι σου», «Η φωνή σου» στα τρία πρώτα ποιήματα της ενότητας, διεκδικούν ένα «Όνομα», καθώς ο έρωτας εξομολογούμενος απευθύνεται σε γένος θηλυκό, με ένα υποκρύπτοντα μεσαιωνικό ρομαντισμό και ο εξομολογούμενος αποκτά όνομα και ηλικία. Στο ομότιτλο ποίημα η ερωτική εξομολόγηση αγγίζει την ένταση ενός πρελούδιου, όπου οι λέξεις ντύνονται την αχλή αχλή των επιθέτων και σκηνοθετούν ένα ονειρικά υπαρξιακό τοπίο. «[…] Σ’ αγαπώ όπως αγάπησα/Το εκκρεμές κάτω απ’ τη φωλιά των γυπαετών στα ορει-/να σου βλέφαρα, όπου οι λέξεις λικνίζουν σήματα/αλλήθωρα, πάνω στον τριγμό τους…»

Στην πέμπτη και τελευταία ενότητα, ο Ρουμύ ο γάτος γίνεται ο καμβάς όπου θα παιχτεί τελευταία πράξη. Το σκηνικό: ένα σπίτι, ένα υπνοδωμάτιο, ένα σαλόνι, έπιπλα, ένα κρεβάτι και η στυγνή πραγματικότητα. Ο χρόνος που απειλεί με τη φθορά κα τον αφανισμό κάθε ύπαρξη επιτελεί τη μεταμόρφωση του έρωτα και η καθημερινότητα σαν σκόνη απάνω από ό,τι αγαπήθηκε και διεκδικήθηκε με πάθος. «[…] Με πτύελο ακατάπαυστα φονεύαμε λυσιτελές το κάρ-/βουνο της νύχτας. Πλάτη με πλάτη ύπνο σταχτή/ασβεστώναμε σ’ ένα κουρέλι οργαντίνας τεθλιμμένης» (σ. 60). Όλα έχουν ένα τέλος μα ο ρεαλισμός δεν εγκαταλείπει ποτέ την περίοπτη θέση του στο ποιητικό σύμπαν της Ι. Σιαφάκα. Ο έρωτας – γάτος συμβολικά δολοφονείται «[…] Με τη σβελτάδα του πανούργου. Το πάθος του χα-/μένου, το μένος του σαλού διεκδικήσαμε έννομο/δικαίωμα στο τέλος του Ραμύ» σ. 60. 

«Οι Περιπλανήσεις», οι «Αιωρήσεις», οδηγούν αναπόφευκτα, στις «Επιστροφές» και εντός τους -κρυπτικά και υπαινικτικά- εισβάλει ως υπερκείμενο στην ποιητική αφήγηση η Οδύσσεια. Ο έρωτας κατοικεί πλέον στις παλιές δαντέλες, στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, «[…] Άγουρη μαραζώνει στη δαντέλα της φωτό με νυφικό/προφίλ και δείκτη σε στάση κοκαλάκι νυχτερίδας/χαϊδεύει την μπουτονιέρα του θείου Οδυσσέα», «…βαλσαμωμένος ηρεμεί» στα πόδια του ζευγαριού και το ποιητικό υποκείμενο υπογράφει την ποιητική του υπόσταση, διεκδικεί την παρουσία του στο κάδρο κι ένα γενναίο μερίδιο της «Ιθάκης»: «Ξαπλώνω πλάι του κι εγώ: Η σπονδυλική μου στήλη/απλωνότανε στη γλώσσα σου, Οντύ,  όταν κάποτε/εύθραυστη κι αργά εισέβαλα στο κάδρο», με μιαν απογοήτευση ωστόσο, καθώς νιώθει προδομένο απ’ το ταξίδι, αφού ούτε η προσωποποιημένη Νύχτα δεν κατάφερε να συντηρήσει το όνειρο, την αιωνιότητα, δεν κατάφερε να απαλείψει τη φθορά. 

«Τόσο απρόσεχτη η Νύχτα στην ανασύνθεση της Τέχνης!/ Ούτε ένα κομψοτέχνημα να εφεύρει προσφορά στο λίκνο του μικρού μας εφιάλτη»._

 * 

©Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου