Ενώ λοιπόν είμαι άρχοντας
και είμαι φτιαγμένος για τη διασκέδαση
η φύση με βάρυνε με τη μοίρα
να σκέφτομαι δραματικά
να μην ελευθερώνομαι ποτέ από κάτι που κάνω
και αιώνια να δίνω λόγο για τις πράξεις μου
στην ανάγκη και μόνο αυτό
κάνει έναν άνθρωπο άνθρωπο
και μοναχά αυτές οι μαύρες σκέψεις
κάνουν αυτή την τάξη πραγμάτων όπου ανήκω
αθάνατη.Κι όπως διαφιλονικώ συνέχεια
κάτι παλιό
δηλαδή ότι μόνο εγώ είμαι άνθρωπος
το λέω
μα μόλις κάτι τέτοιο πω
στρέφω πάντα απότομα την πλοήγηση της ζωής μου
προς τη δριμύτητα
αφού το να θέλει να είναι κανείς άνθρωπος
σημαίνει
να επιδιώκει συνέχεια τη συναναστροφή
μιας αξίας που του είναι ξένη.
*
Κ’
Αυτά τα σπίτια της ψυχής
αυτοί οι άνθρωποι
καθισμένοι σε καναπέδες ανάμεσα σε δάφνες.
Αυτά τα γκρεμισμένα σπίτια της ψυχής
αυτοί οι σταυροθόλωτοι ναοί
αυτοί οι άνθρωποι.
Οπου ανήκει η ψυχή σου πας.
Στο τέλος ακολουθείς την ψυχή σου και πεθαίνεις.
*
Ολους του ήπιε η πίκρα.
Ολοι συμφώνησαν ότι οι ίδιοι δεν είναι η μετριότητα.
Εγώ ήμουν στο κατώφλι των σαράντα πέντε μου χρόνων
και ήμουν η ίδια η μετριότητα.
Και ήμουν πολύ χαλασμένος
θαύμαζα τις αμαρτίες που μου είχαν οξύνει τη νόηση
αφήνοντάς με μετριότητα.
*
Με μια ψυχή κολλημένη στο μαγνήτη.
Με μια γυναίκα καθισμένη σ’ ένα παλιό κρεβάτι του έρωτα.
Με λίγους συγγραφείς σ’ ένα ντιβάνι του θανάτου
κλείνει του εικοστού κεφαλαίοιυ μου ο κύκλος.
Το δούλεψα σε στίχους βαρείς ρητορικούς και σοβαρούς.
Το δούλεψα εδώ που κάθομαι και γράφω
στο σπίτι απέναντι απ’ το λόφο
χωρίς να λογαριάζω τον εαυτό μου γι’ άνθρωπο που γράφει
χωρίς ν’ ανήκω στη λογοτεχνία και στην ύλη
μολονότι αυτά τα δυό είναι τα πράγματα
που περισσότερο αγαπώ
αλλά δεν είμαι δικός τους.
*
Αποσπάσματα από το «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια», εκδόσεις Το Ροδακιό

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.