Μαρία Zώντου, Τζίμη

Είναι απόγευμα και είναι καλοκαίρι. Μέσα στο σπίτι σε πετυχαίνω ξανά. Το τηλέφωνο δε το σήκωνες, βαριόσουν να μιλήσεις, όμως με πήρες πριν νυχτώσει. Τώρα είμαι εκεί και σε κοιτώ. Ένα τετράδιο κρατώ, κι εσύ μια κιμωλία. Το τσιγάρο σου κάηκε και χάθηκε, η στάχτη έμεινε στα πόδια μας. Τζούρα-τζούρα ρουφάς το λεπτό από την ώρα. Κάθεσαι και δε με κοιτάς, ποτέ δε με κοιτάς. Ο ουρανός είναι το μόνο πράγμα που βλέπεις κι εγώ κάθομαι δίπλα σου διαβάζοντας βιβλία. Το ραδιόφωνο παίζει χαμηλόφωνα, τίποτα δε μας ενοχλεί. Τα πόδια σου μακριά, μπλέκουν με τα δικά μου· η μόνη επαφή, ίσως μετά από ένα φιλί. Βγάζεις το τσιγάρο από το στόμα και μου χαμογελάς, η μόνη απάντηση που έλαβα τόσο καιρό, μα δε με πειράζει. Σηκώνομαι από την καρέκλα και περπατάω στην κουζίνα. Το μόνο που ακούγεται είναι η λεμονάδα που πέφτει στο ποτήρι, τα παγάκια να κολυμπούν. Το δωμάτιο είναι άδειο από κόσμο, υπάρχουμε μόνο εμείς. Και όταν θα φύγω ξέρω πως δε θα σε πειράξει, δε θα μου κρατήσεις κακία. Όλα όσα θέλαμε να πούμε, τα είπαμε. Η σιωπή μας μοιράστηκε, κι εμείς μαζί της. Τώρα σε βλέπω που έχεις κλείσει τα μάτια και σε σκουντάω για να δω αν πέθανες. Χαμογελάς και με κοιτάς. Παίρνω το τετράδιο και γράφω τις κουβέντες που δεν είπαμε, παίρνεις τον αναπτήρα και ανάβεις άλλο ένα τσιγάρο. Τόσο καιρό που πάω κι έρχομαι, μόνο εσύ με βλέπεις. Εγώ απλά σε κοιτάω. Άλλο ένα τσιγάρο θα τελειώσει, κι εγώ κλείνω άλλον έναν διάλογο. Στο σενάριό μου εσύ με αγαπάς κι εγώ με αγαπάω. Φοραώ τις σαγιονάρες σου, νούμερο 46 και πίσω μου κλείνω την πόρτα. Μου κουνάς το χέρι, κι εγώ το κεφάλι, όλα τα είπαμε, φεύγω.

*

©Μαρία Zώντου

φωτο: Στράτος Φουντούλης