Ζωή Κατσιαμπούρα, Η άθλια Σαπφώ

Έβλεπε από το παράθυρο μια νύχτα, παρακολουθώντας στα σκοτεινά μια ταινία, την ομάδα των αγοριών της γειτονιάς να πάνε και να έρχονται και να στέκονται έξω από τη χαμηλή μάντρα της αυλής της και σαν να λογομαχούν, δεν άκουγε τι έλεγαν. Τα δικά της εγγόνια έλειπαν με τους γονείς τους σε ολοήμερη και μισονύχτια εκδρομή, οπότε πέρασε από το μυαλό της ότι οι νεαροί απλώς αναζητούσαν την παρέα τους.
Το πρωί, νωρίς,  διαπίστωσε ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Στην πόρτα της κουζίνας της, χωριστό οίκημα από τις κάμαρες του ύπνου, βρήκε να κάθεται κουβαριασμένο ένα μικρό γατί, ένα τοσοδούλι κακόμοιρο, πάνω στο πατάκι της εισόδου.
Άπλωσε να ανοίξει την πόρτα κι εκείνο ούτε που  παραμέρισε, καρφί δεν φάνηκε να του κάηκε από την παρουσία της. Αλλά με το που μπήκε στην κουζίνα σηκώθηκε κι αυτό και, έξω από τη σίτα, άρχισε να νιαουρίζει, πού την έβρισκε τόση δύναμη τριακόσια γραμμάρια πλάσμα- και αν; Το πόνεσε η ψυχή της το ζωντανό, πριν βάλει για καφέ βγήκε και του έδωσε το μισό κεσεδάκι γιαούρτι από το ψυγείο. Έπεσε μέσα στο πλαστικό κεσεδάκι εκείνο, αμ τι πείνα; Και μετά άραξε στο πατάκι κι έπιασε να «λούζεται». Χα, κάγχασε καθώς της ήρθε στον νου το σχόλιο όλων στα παιδικά της χρόνια «η γάτα λούζεται, μουσαφίρης θα μας έρθει». Κι άλλος μουσαφίρης πια; Στο καλοκαιρινό σπίτι στο νησί είναι ήδη εφτά άτομα συν τους φίλους των παιδιών που μένουν μεν σε ξενοδοχείο, αλλά κάθε μέρα έρχονται από δω.  Πολύ ευχάριστο κλίμα, πολύ ζωντανή ατμόσφαιρα, ουσιαστικά αυτές τις λίγες μέρες του Αυγούστου ονειρεύεται όλον τον χρόνο, αλλά έχει και το σπιτικό τη χωρητικότητά του, πώς να γίνει;
Όταν ξύπνησαν τα παιδιά και ήρθαν προς την κουζίνα συγκινήθηκε από τις φωνές τους, τις ενθουσιασμένες και τρυφερές μαζί, «Αχού, καλέ, δες το εκεί! Πού είσαι, μωρέ, πού είσαι;». Το σήκωσαν στις παλάμες τους, το χάιδευαν, το ξανατάισαν τις χτεσινές σαρδέλες από το ψυγείο. Μικρόν το δέμας, αλλά έτρωγε σαν λιμασμένο, σαν λιμασμένο που ήταν δηλαδή…
Για τα παιδιά,το θέμα στο τραπέζι του πρωινού ‒και όλη τη μέρα‒ ήταν ήταν πια η γατούλα. Και πώς να την πούμε, έτσι μικρούλα κι αδύνατη; Miserable; Δύσκολο να το πεις και πώς να το ακούσει; Miser; Ναι, ναι, Μιζέ! Αλλά η μαμά τους είχε πιο ισχυρή άποψη. «Στη Λέσβο γαλλικό όνομα; Ούτε καν Γατελούζικο; Τι είναι αυτά; Σαπφώ θα την πούμε!». Δύσκολο παζάρι, αλλά έληξε με συμβιβασμό: Μιζέ Σαπφώ, όποιος θέλει τη φωνάζει και με τα δυο ή με όποιο ένα θέλει.
Η Σαπφώ, όπως επικράτησε, έγινε μέλος της οικογένειας, της παρέας και της γειτονιάς. Και τα παιδιά, που τη βρήκαν στον σκουπιδοτενεκέ κοντά στην εκκλησία και την έφεραν για πλάκα, όσο και αν προσπάθησαν να διεκδικήσουν την κυριότητά της, αναγκάστηκαν να αποδεχτούν την κατάσταση. Το αγόρι, αλλεργικό στις γάτες, περιοριζόταν να τη βλέπει, οι κοπέλες την είχαν όλη την ώρα (όλη την ώρα που δεν ήταν για μπάνιο, για ποδηλατάδα ή για παιγνίδι στη γειτονιά) στην αγκαλιά.
Την αποπαρασίτωσε, τη ράντισε με αντιψυλλικό δηλαδή, και προσπάθησε να θέσει όρους, να βάλει κανόνες: δεν θα μπαίνει η γάτα στην κουζίνα και στο σπίτι γενικά, δεν θα την ταΐζουμε ενώ τρώμε στο τραπέζι της αυλής, δεν θα την ταΐζουμε κάθε φορά που νιαουρίζει με την ουρά ψηλά και μας πεδικλώνει, αλλά πρωί, μεσημέρι, βράδυ σε συγκεκριμένο μέρος κοντά στην είσοδο της αυλής, ώστε αν περισέψει και κάτι και έρθουν οι αδέσποτες, να μη μπαίνουν στην αυλή και μαθαίνουν και τις έχουμε ακοίμητη φρουρά στα γεύματα, χώρια που πηδούν πάνω στο τραπέζι για τα αποφάγια –συχνά και για τα μόλις σερβιρισμένα, αν δεν υπάρχει κάποιος για φρουρός…
Πέρασαν οι βδομάδες, δυστυχώς, μεγάλωσε η Σαπφώ, βάρυνε, γυάλισε η τιγρέ τρίχα της, ομόρφυνε, χαλάρωσε κι έγινε αυτή μια χαδιάρα, να δεις! Έφυγαν και τα παιδιά κι οι μουσαφίρηδες, κι ας εξακολουθεί η γάτα να λούζεται όλη την ώρα, όταν δεν τρίβεται στις γάμπες τους, τώρα που μείναν οι δυο τους, και δεν πηδά στα γόνατά τους. Την ταΐζουν με φροντίδα, φέρνουν κι από την ταβέρνα τα περισσεύματα, την έχουν με τις ώρες αγκαλιά να γουργουρίζει. Μέχρι που σχεδόν εγκατέλειψε το κέντημα που τη χαλάρωνε, πιάνει να κεντήσει κι η Σαπφώ κρεμιέται πάνω της και τη γραντζουνάει, τι να κάνει, αφήνει το κέντημα στο πλάι να σηκώσει τη γάτα… Κι όταν η Σαπφώ αρχίσει το παιγνίδι με καμιά δύστυχη ακρίδα ή κάνα σκαθάρι, κι αυτή κι ο άντρας της παίρνουν τα κινητά και προσπαθούν να πιάσουν φάσεις, τάχα για να τις στείλουν στα παιδιά. Κι ύστερα ντρέπονται που παρακολουθούν το φονικό, αλλά το ξανακάνουν…
Είχαν γάτες στα σπίτια τους, κι αυτή κι ο άντρας της, στα παιδικά τους χρόνια, γάτες της αυλής, να κυνηγάνε ποντίκια και φίδια και ακρίδες. Και μετά γάτες στην αυλή τους, στο σπίτι τους τον Χειμώνα, γάτες κοινές της γειτονιάς, που τις ταΐζουν βέβαια (και που τους εκνευρίζουν, γιατί πολύ καλόμαθαν και ούτε που σκάβουν πια στο χώμα για τις ανάγκες τους, ξεσκέπαστα τα αφήνουν). Και τα καλοκαίρια στο νησί τάιζαν με τα αποφάγια (και με κροκέτες, κρίμα τις κακόμοιρες), στον δρόμο έξω από το σπίτι, τις αδέσποτες του χωριού. Αλλά γάτες στην αγκαλιά ποτέ δεν είχαν.
Και τώρα; Πού θα την αφήσουν τη Μιζέ Σαπφώ για τον Χειμώνα; Και πώς θα βγάλει τον Χειμώνα το ζωντανό, που αποδεκατίζονται, κάθε χρόνο άλλες βρίσκουν όταν έρχονται, όχι τις περσινές; Μα κάθε χρόνο τις ταΐζουν το καλοκαίρι (τι να τα κάνουν και τα αποφάγια;) και δεν νοιάζονταν για τον Χειμώνα, τώρα με τούτη, πως;
Η αγκαλιά. Η αγκαλιά είναι, μάλλον. Τους κόλλησαν τα παιδιά τη συνήθεια, την έβλεπαν όλη τη μέρα στην συντροφιά και την έμαθαν, την άθλια Σαπφώ, τη συμπόνεσαν, τους λείπει όταν τριγυρνάει, την αγάπησαν. Μαθαίνει κανείς και να συμπονάει και να αγαπάει…
Και τώρα ψάχνουν για τσάντα μεταφοράς γάτας…

*

©Ζωή Κατσιαμπούρα