Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Τα προπλάσματα

αρχίατρος. Μεσήλικας, ασκεπής, με ατσαλάκωτο κοστούμι γυαλιστερής υφής με λεπτό κόψιμο. Βρίσκεται στην αρχή του διαδρόμου. Πλάι του οι στρατηγοί. Ασκεπείς και εκείνοι. Ένα βήμα όπισθεν, παρά πόδα, επ’ώμου με τραβηγμένο το ου σαν αστείο. Κατά μήκος όρθιες, ακίνητες φιγούρες, ντυμένες με γύψο από την κορφή ως τα νύχια. Ας πούμε πως θυμίζουν ανθρώπινα αγάλματα. Ένας ντυμένος με μεσαιωνική στολή χωρικού, τύπου Ρομπέν των Δασών εμφανίζεται, παίζει τρεις φορές ένα μοτίβο στην τρομπέτα του και εξαφανίζεται. Ο μεσήλικας, ο αρχίατρος ντε, ξεκινά. Όλοι παρά πόδα και από πάνω τα ελικόπτερα που πετούν με ανάλογο ήχο στα ηχεία της σκηνής. Ο άνδρας σταματά, οι πίσω τρακάρουν, σχόλια, χειρονομίες, άγρια βλέμματα, ένα λάθος και ξεσπά πόλεμος ανάμεσα στα σώματα, σαν να λέμε εμφύλιος δηλαδή. Ο άνδρας σταματά στον πρώτο κοιτώνα.)

Αρχίατρος:  Όνομα και αριθμό παρακαλώ.

 Άγαλμα υπ’αριθμόν 1: Αναστασίου, 63.

 Αρχίατρος: Πες μας πώς αισθάνεσαι παιδί μου.

 Άγαλμα υπ’αριθμόν 1: Όχι και παιδί σας, είπαμε, 63.

 Αρχίατρος: Αυθαδιάζεις κομμάτι. Δεν έφτασε ο γύψος, τι γίνεται με αυτόν ρε παιδιά;

 (Οι άλλοι συζητούν μεταξύ τους, ρίχνουν ο ένας το φταίξιμο στον άλλον, κάποιος τραβάει όπλο, ρίχνει μια στον αέρα, όλοι παγώνουν και βρίσκουν τις θέσεις τους.)

 Άγαλμα υπ’ αριθμόν 1: Δεν βγάζω άκρη μαζί σου. Πάντως πολύ ωραία είναι εδώ και έχει καλό φαί και ευγενικούς λοχαγούς, κανείς δεν αντιμιλάει, κυκλοφορούν παντού με μια φορητή μηχανή και βάζουν όλο τον κόσμος στον γύψο. Εκεί να δεις, χαμός, χάλι, στα καλά καθούμενα να σε ντύνουν με γύψο, ω ρε παγωνιά, δεν το ‘χεις ζήσει και όλο γράφεις για αυτό, καταγοητευμένος επειδή λέει, εσύ δεν μπόρεσες.

Αρχίατρος: Θα σε ξαναδώ την άλλη εβδομάδα, θα τα σπάσουμε και τα άλλα και θα συνέλθεις. Μετά θα βγεις όπως πρέπει, να, και οι άλλοι που ουρλιάζουν τι πάθανε; Άμα κάτσεις φρόνιμα δεν θα πας με τον τσιμεντόλιθο βόλτα με το αεροπλάνο, κατάλαβες, ε παιδί;

Άγαλμα υπ’αριθμόν 1: Είπαμε 63, όχι παιδί, αυτό μόνο αλλιώς το φαί υπέροχο.

 (Ο αρχίατρος προχωρεί, παρακάμπτει το άγαλμα 2 που στενοχωριέται και ψιθυρίζει χαίρε, ο αρχίατρος του στέλνει ένα φιλί και όλα είναι καλά. Και έπειτα είναι το νούμερο τρία.)

Αρχίατρος: Εσύ παιδάκι μου πώς τα πας; Μιλάς καθόλου με τη μάνα σου, της λες πως συνέρχεσαι, πως μέρα με τη μέρα θα επιστρέψεις, καλύτερος από πριν, με τις γωνίες σου φαγωμένες , σαν τα ξενυχιασμένα ζώα του τσίρκου που πεθαίνουν όταν πρέπει.

Άγαλμα 3: Με λένε Απέργη. Γεννήθηκα στα χωριά της Έδεσσας. Μόνο κεράσια και χιόνια όσο θυμάμαι. Είπα λοιπόν θα τα καταφέρω. Έπειτα δουλειές, ότι τύχει, μερικά γράμματα, η Αθήνα παγώνει τον Δεκέμβρη ασυνήθιστα. Μου λέγανε, μην μιλάς πολύ, μίλα σιγά, όπως εκείνο το ποίημα. Παρηγορήθηκα που και άλλοι σαν και εμένα είχαν ονειρευτεί πως τραγουδούν από μέσα τους. Είναι αλλιώτικο αυτό το τραγούδι, μια σπάνια περγαμηνή μιλά για αυτό. Κανείς δεν ξέρει, είναι όλα ανακρίβειες, φωτογραφίες του πρακτορείου από τον παλιό κιόλας κόσμο. Όχι, όχι δεν είναι νόστιμο το φαγητό σας, μυρίζει απαίσια, σαπίσαμε εδώ μέσα, κανείς δεν θεραπεύεται, μόνο γερνούμε και πεθαίνουμε. Οπότε και εγώ στέκω προσοχή εμπρός σας, στον γύψο που δεν σημαίνει τίποτε. )

Αρχίατρος : Αυτός εδώ είναι έκτακτος. Τυλιξέ τον, θα τον πάρω σπίτι.

(Το δεύτερο άγαλμα που ‘χε απομείνει σιωπηλό, λέγοντας χαίρε, τώρα συμπλήρωσε)

 Άγαλμα 2: ω χαίρε (και έκλαιγε και έβλεπε τον αρχίατρο που έσβηνε στο βάθος του διαδρόμου, βέβαιος, ήσυχος πια πως δεν θα επιστρέψει ποτέ σε εκείνα τα χρόνια. Και όμως με μια υποψία πως και αν χρειαστεί, θα τα καταφέρει, θα τα καταφέρει, θα το δεις.)

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης