Καίτη Παυλή, Φύσηξε ο αγέρας και σκόρπισαν ―εκδόσεις Παρέμβαση
2. Μια ιστορία του καφενείου: Ο Τηλέγραφος
Οι ιστορίες που ανέβαιναν απ’ το καφενείο μού ασκούσαν μεγάλη γοητεία. Ανδρικές φωνές τυλιγμένες σε καπνούς, αρωματισμένες με άχνα ούζου, ανακατωμένες με γέλια. Ανέβαιναν αυτούσιες τα βράδια, όταν έφευγε η πολλή πελατεία και έμεναν μια-δυο παρέες. Τότε τραγουδούσαν, αν είχαν πιει κάμποσο και είχαν έρθει στα κέφια, κι έλεγαν ιστορίες πιπεράτες, πραγματικές ή φανταστικές για να βγάλουν τον καημό τους- μερικοί μάλιστα ήταν γεννημένοι αφηγητές – να εντυπωσιάσουν και να κάνουν το κομμάτι τους ο ένας στον άλλο. Στο επίκεντρο πάντα ήταν ο Τηλέγραφος, άντρας ψηλός ξερακιανός, ευφάνταστος με μεγάλο απόθεμα ιστοριών. Το παρατσούκλι τού το ’δωσαν θαρρώ και για το ύψος του, αλλά κυρίως γιατί στις περισσότερες ιστορίες του αναφερόταν στον τηλέγραφο, που σίγουρα τον είχε εντυπωσιάσει πολύ, όταν ως στρατιώτης εκπαιδεύτηκε σ’ αυτόν και ήταν το αγαπημένο του «επάγγελμα». «Τότε λοιπόν που ήμουν στον τηλέγραφο…». Έτσι ξεκινούσαν πολλές ιστορίες του. «Αντίπαλο δέος» ήταν ο Γάτος (κανονικό επίθετο αυτό) που αφού τον κούρντιζε για μια νέα ιστορία, στη συνέχεια τον τσιγκλούσε με ερωτήσεις που επεσήμαιναν αντιφάσεις, υπερβολές και τερατώδη ψέματα.
Ο Τηλέγραφος ήθελε να είναι μέσα σ’ όλα, να τα κατέχει όλα και για όλα να έχει έτοιμη μια συνταγή. Το άλλοθί του ήταν ότι μεγάλο μέρος της ζωής του το ’ζησε αλλού, κι έτσι δεν ήταν εύκολο ν’ αμφισβητήσουν και να ελέγξουν τα λεγόμενά του, μόνο που καιροφυλαχτούσε ο Γάτος. Όταν, λοιπόν, γινόταν κουβέντα για κάποιο επάγγελμα, για κάποια δουλειά, πάντα με στόμφο έδινε οδηγίες και έδειχνε πως το κατέχει. «Εμένα θα μου πεις;» έλεγε συχνά, «αυτό ήταν η δουλειά μου». Μιλούσαν, για παράδειγμα, για την τέχνη του τσαγκάρη κι αυτός αμέσως άρχιζε ως ειδήμων ν’ αραδιάζει πως έτσι πρέπει να βρέχουν το δέρμα, έτσι να κόβεται το πατρόν κ.λπ. «Και πού τα ξέρεις αυτά, βρε Τηλέγραφε;» τον ρωτούσε η ομήγυρη. «Ε, δεν έκανα δώδεκα χρόνια τσαγκάρης στα μέρη της Ανατολής;» Κι άρχιζε μετά διάφορες ιστορίες με πελάτες τάχα. Άλλη φορά, ανάλογα με τη συζήτηση, γινόταν ράφτης’ « δεκαπέντε χρόνια ράφτης με το βελόνι ολημερίς σκυμμένος. Έχω ράψει εγώ σώματα και σώματα και τους έκανα όλους του κουτιού»
Ο Γάτος, το πειραχτήρι, είχε ένα μπλοκάκι, το ’βγαζε κρυφά και κρατούσε σημειώσεις απ’ τα λεγόμενά του. Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα που μαζεύτηκε η παρέα νωρίς γύρω απ’ τη σόμπα, ο Γάτος τον αιφνιδίασε. « Βρε Τηλέγραφε, πόσω χρονώ είσαι;» τον ρώτησε ξαφνικά. « Ε, δε θα ’μαι κι εβδομηνταπέντε;», απάντησε ανυποψίαστος. «Ψέματα λες», φώναξε θριαμβευτικά ο Γάτος και βγάζει το μπλοκάκι. «Εδώ λέει ότι είσαι εκατόν εβδομήντα! ».Ο Τηλέγραφος κοκκίνησε και τινάχτηκε πάνω θυμωμένος. «Τι ’ναι αυτά που λες;» διαμαρτυρήθηκε. Κι ο Γάτος ατάραχος του ’κανε το λογαριασμό: «Λοιπόν, 20 χρόνια στο τηλεγραφείο, 12 τσαγκάρης, 15 ράφτης,15 ταχυδρόμος, κουρέας άλλα 15, ταβερνιάρης 18 και επιπλοποιός άλλα 15 και..και… κι αράδιασε κάτι άλλα ψιλά, σύνολο 170». Το τι βροντερό γέλιο έπεσε στην ομήγυρη, δε λέγεται.. Με κατεβασμένα αυτιά ο Τηλέγραφος κάθισε κάτω ψιθυρίζοντας: «Ε, αφού δούλευγα από οχτώ χρονώ τσι έκανα τσι πολλές δ’λειές μαζί, τόσο θα μαζεύγιτει..».
Δεν έχασε, όμως, χρόνο και πέρασε σ’ επόμενη αφήγηση για να απαλύνει τις εντυπώσεις. «Λέτι, λέτι ’σεις, ιγώ όμως τα ’ζησα αυτά. Να, σήμερα να πούμε, το πρωί που πήγα κυνήγ’ έγιν’ ένα θάμα. Δεν είχα πάρ’ καλά καλά του δρόμου προς τ’ν Λυγώνα και βλέπω μακριά έναν κότσφα, θα ’ταν καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά, πάνου σ’ ένα δέντρου. Σκώνου το όπλο, τσι σμαδεύγου, Μπαμ! Πάρτουν κάτου. Παγαίνου να τουν πάρου, βλέπω, ήταν πισμένους κάτω απή μια λιμουνιά. Τουν πιάνου στα χέριαμ’, τσι τι να δω! Ήταν ψμένους, αλατσμένους τσι μι του λιμόν’ μαζί τσι έκατσα τσι τουν έφαγα». «Και πώς έγινε αυτό το θάμα, βρε Τηλέγραφε, για εξήγησέ μας», αντέτεινε κάποιος. «Ε, να: κάτου απ’ τ’ λιμουνιά ήνταν κουμδές² απ’ του γιαλό που τσ’ πήγι γ’ αγέρας³. Ανάψαν, λοιπόν, μαζί μι τα κλαριά τσι του πλ’ι ψήθκι, μι τ’ φωτιά αν’ξι 4 ένα λεμόν’ τσι έσταζει απού πάνου τ’, τσι μι τν αρμύρα απ’ τς κουμδές αλατίστσει ». Ακολούθησε βροντερό γέλιο απ’ την παρέα. Κι ο Γάτος συγκρατώντας το γέλιο του: « σπολλάτη 5 Τηλέγραφε, σπολλάτη! Άξιος!» Άξους, άξους, υπερθεμάτισαν όλοι.
___________________
1.τσι ( το φαινόμενο του τσιτακισμού)= και
2.κουμδές= φύκια
3.γ’ αγέρας= ο αγέρας
4.αν’ξι= άνοιξε
5.σπολλάτη (λαϊκή έκφραση, ευχή μεσαιωνικής ποέλευσης, απ΄το « εις πολλά έτη’)εδώ με ειρωνική διάθεση= να είσαι καλά, μπράβο.

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.