Εργάκι με θέμα του
τη μνήμη
[Το σπίτι αδειανό, κάτι έπιπλα που ‘χουν μείνει φαντάζουν σκόρπιες χαρακιές πάνω στους καμβάδες. Κάτι κρυστάλλινα ποτήρια σε μια άκρη και η σκόνη επάνω στα πράγματα που έζησαν και αυτά μια κάποια ζωή. Μερικοί επισκέπτες κοιτάζουν το εσωτερικό, άλλος στο σαλόνι, άλλος στο μπάνιο, κάποιοι κάνουν σχέδια στην κρεβατοκάμαρα με το μπαλκονάκι το μικρό, σήμα κατατεθέν, ένα από τα πολλά δηλαδή, της Αθήνας που γερνάει. Ένας ρωτά κάτι για το έτος της ανακαίνισης, όλες οι ημερομηνίες πάει καιρός που τρεμοπαίζουν τώρα. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, γκρίζο σαν σε φωτογραφία πολυκαιρισμένη μπαίνει σιγανά από την είσοδο. Κανείς δεν τους προσέχει, στο χολ σταματούν και ακουμπάνε τα πράγματα. Ο μεσίτης πλησιάζει. Τους χαμογελάει και αραδιάζει τα τυπικά για το σπίτι.]
Μεσίτης: Καλώς ήλθατε. Λοιπόν, θα σας πω δυο τρία πράγματα και προχωράμε.
[Οι δυο τους γνέψανε. Κάτι συγκινητικό χαρακτηρίζει τη σκηνή]
Μεσίτης: 117 τετραγωνικά, 76 μπαλκόνι, βορειοανατολικό, κατασκευή του ‘ 73.
[Γνέφουν και οι δυο, γκρίζα τα μαλλιά τους, σκέτο μολύβι ή τ’ασήμι της παλιάς εικόνας]
Μεσίτης: Ενδιαφέρεστε για αγορά;
[Ο άνδρας μίλησε, η γυναίκα είχε μια πίκρα στο στόμα της, του ‘δειχνε πως δεν μπορούσε κουβέντα να πει. Όχι τώρα, όχι ποτέ.]
Άνδρας: Εμείς τα ξέρουμε αυτά. Και να ξέρετε, δεν ήρθαμε για να αγοράσουμε. Όλα ετούτα μια φορά και έναν καιρό ήταν δικά μας. Ήρθε βλέπετε το πράγμα έτσι και πέσανε οι τίτλοι του τέλους μας και τώρα, τι να πεις; Είναι η ζωή μας κύριε εδώ.
[Ο μεσίτης χαμογέλασε ευγενικά, έτριψε το πηγούνι του σαν να μετράει τα πράγματα.]
Μεσίτης: Ποιος είπε πως η μοναξιά δεν είναι πράγμα σκληρό; Μα είναι άλλο αυτό και άλλο να μου κάνετε χάζι. Εδώ δουλεύω κύριε και με όλη την ευγένεια του κόσμου, σας ζητώ να πάψετε. Αν ενδιαφέρεστε για το σπίτι, τότε ευχαρίστως να σας δείξω τα δωμάτια και να τα πούμε.
Άνδρας: Θα σου δείξω εγώ.
[Και οι τρεις τους περνούν στην κουζίνα και από εκεί στο μεγάλο μπαλκόνι.]
Άνδρας: Ιδού τα τετραγωνικά που χωρέσανε τη ζωή μου. Να, εδώ σε τούτη την καρέκλα θα βρείτε τα σημάδια μου. Έχει μια ραγισματιά στην πλάτη, ο χρόνος έρχεται πάντα πισώπλατα και επιβάλλεται. Και αν τον λησμονήσεις, εκείνος θα βρει τον τρόπο για να σαρώσει τα χρόνια, αγαπητέ. Ελάτε μαζί μου, να σας πω λοιπόν και για τα άλλα τα δωμάτια της ζωής μας.
[Οι τρεις τους περνούν στην πρώτη κάμαρη. Η γυναίκα ακόμη δεν μπορούσε να πει τίποτε]
Άνδρας: Να εδώ η μια η κάμαρη και δίπλα η άλλη και απέναντι το δωμάτιο του ζευγαριού.
[Εκείνη τη στιγμή μαύρα δάκρυα τρέξανε από το πρόσωπο της γυναίκας. Ο μεσίτης στο μεταξύ είχε πάψει να χαμογελά και συναισθανόταν πως καμιά φορά γίνονται και θαύματα]
Άνδρας: Να μην τα πολυλογούμε, από εδώ είναι ο διάδρομος, το μπάνιο, τα χρόνια και οι μέρες μας. Για αυτό επιτρέψτε μας να το δούμε λίγο το σπιτάκι μας. Δεν θα σας ενοχλήσουμε, θα μείνουμε για πάντα σε μια γωνιά, σιγανά θα γίνουμε τοίχοι, πλάκες, ξύλα που παλιώνουν. Δεν θα ‘ναι φθορά, θα’ναι ένας δύσκολος αποχαιρετισμός.
[Ο μεσίτης απομακρύνεται, μιλά στο τηλέφωνο, το ζευγάρι κάθεται στον καναπέ στο βάθος του σαλονιού. Κανείς δεν τους προσέχει, ο μεσίτης μιλάει έντονα στο τηλέφωνο, ορισμένοι από τους επισκέπτες θέλουν διευκρινίσεις, ο μεσίτης τους αγνοεί, εκείνοι αποχωρούν επιδεικτικά, σε λίγο μες στο σαλόνι του σπιτιού που πωλείται ο μεσίτης και εκείνο το ζευγάρι. Και εκεί, εμπρός στα μάτια του, η εικόνα του σβήνει και μένει μόνο ένα τσαλακωμένο κάλυμμα και μια μυρωδιά λιβανιού μες σε μια νύχτα υγρή, καλοκαιρινή, απ’εκείνες που θαρρείς πως δεν θα τελειώσουν ποτέ. Τ’αγαπούσαν οι δυο τους το καλοκαίρι.
Η σκηνή για πρώτη και τελευταία φορά αλλάζει. Μια πόλη και ένας ουρανός με απέραντα αστέρια και ένα νεαρό ζευγάρι, στην οδό Αριστοτέλους. Το κορίτσι, με τα κόκκινα μήλα και εκείνος, πιο σίγουρος από ποτέ για τον εαυτό του, γυρεύουν μια διεύθυνση. Την βρίσκουν. Η γυναίκα μιλά.]
Γυναίκα: Θα καθόμαστε λέει στο μπαλκόνι, από κάτω θα περνούν οι ερωτευμένοι και οι μοναχικοί και οι θαμώνες της ζωής μας. Και θα’ναι λέει χάρτινο το φεγγαράκι και στο βάθος θα ξανοίγει η νύχτα. Και θα ´ναι το σπιτάκι μας τ’όνειρο που σου ‘ταξα εκείνο το απόγευμα στον δρόμο που άδειαζε για μας μόνο. Και θα σε θέλω και θα με θες και θα’ναι οι πιθανότητες όλες με τις καρδιές μας. Πάμε;
[Τώρα εικόνες από το ´’74 και μετά μεσολαβούν στην οθόνη, γλέντια, μπαλκόνια, μεταπολιτεύσεις και περιστάσεις οικογενειακές. Οι φωτογραφίες προβάλλονται πάνω τους, σε μια παγωμένη αγκαλιά. Λίγο λίγο οι ίδιοι σβήνουν, μένουν οι φωτογραφίες που προβάλλονται δίχως άλλο ήχο πέρα από εκείνον του φιλμ που μένει να ακούγεται όλο και πιο αραιά ώσπου να σβήσει.]
*
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
φωτο: Στράτος Φουντούλης

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.