Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Η αποφοίτηση

εργάκι με το χαρακτηριστικό της υπερβολής
και της μεγέθυνσης σε ορισμένα σκηνικά μέσα,
σε ρούχα και φερσίματα

οπικό θέατρο μικρής πόλεως. Σε λίγο αρχίζουν οι θερινές διακοπές, τα παιδιά εκτελούν ασκήσεις, γράφουν ποιήματα, λένε τραγουδάκια, ανόητα μα όσα διαθέτουν ξεχωριστές φωνές, χειροκροτούνται από τους μεταλλωρύχους που νιώθουν κάπως άνθρωποι και αυτοί. Η αίθουσα διαθέτει ξύλινη επένδυση, η σκηνή στέκει υπερυψωμένη, μερικά παιδιά κάνουν κάποιες ασκήσεις, υποκλίνονται και παίρνουν το βραβείο τους ή μια ευχή για το καλοκαίρι αν δεν τα κατάφεραν τελικά. Τα παιδιά τρέχουν στην αγκαλιά των γονιών τους, στις πρώτες σειρές κάθονται τα πιο αξιοσέβαστα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Ο έμπορος, ο δήμαρχος, ο ιατρός, ο αστυνόμος και ο κομματάρχης. Τελευταίος στη σειρά βγαίνει ο Μάριο, ένα παιδί δεκαέξι χρονών. Από κάτω ψίθυροι, μα στην γαλαρία ένα καρβουνιασμένο πρόσωπο λάμπει από ευτυχία. Είναι η μητέρα του Μάριο, κανείς άλλος δεν ζει. Κλαίει και κάθε τόσο πασαλείβει το πρόσωπό της με τον άνθρακα, της ζωής τον μόνο και πιο πιστό σύντροφο.

Ο γιος της έπεσε στις μάχες κάθε Αμιένης, έγινε ο ασφόδελος των ποιημάτων. Και ο πατέρας από έναν τρελό πυρετό υπέκυψε και αυτός μια Κυριακή μετά τη γιορτινή λειτουργία. Ο Μάριο βγαίνει στη σκηνή, κάπως διστακτικά στην αρχή, παίρνει τη θέση του πίσω από το μικρόφωνο. Ο έμπορος κοιτάζει το ρολόι του, με τη σειρά όλοι οι υπόλοιποι κάνουν το ίδιο. Ο κομματάρχης ρωτάει τον διπλανό του, τάχα το ρολόι του πως σταμάτησε, μα στην πραγματικότητα είναι πάντα ότι ώρα λένε οι άλλοι και οι εποχές οι ίδιες. Μια κυρία, ίσως η διευθύντρια, τόσο πολύ ηθικά ντυμένη και βαριά με κερωμένα υφάσματα και γιγαντιαίες καρφίτσες παρακινεί τον έφηβο. Σε πολλά πράγματα διαπιστώνει κανείς σκηνικά μια υπερβολική μεγέθυνση. Σε έπιπλα ρούχα ή κάθε άλλο μέσο διαμόρφωσης της σκηνογραφίας.]

Κυρία: Εμπρός Μάριο, διάβασε μας όσα έγραψες. Μαζί σου θα αποχαιρετήσουμε και εμείς τη γιορτή. Το καλοκαίρι έφθασε Μάριο. Ελπίζω να είσαι σύντομος. (πιο χαμηλόφωνα)

(Ο Μάριο χαμογελάει, βγάζει ένα κομμάτι χαρτί. Τα ρούχα του είναι φαρδιά, μοιάζουν ολοφάνερα δανεικά. Και πολύ παλιά. Μα είναι καλοχτενισμένος και το παράστημά του κατάλληλο.)

Μάριο: Όλο το καλοκαίρι επιδιόρθωνα τα ρούχα που βλέπετε. Χρειάζονταν αρκετές διορθώσεις και έκανα ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό (η κυρία χειροκροτεί την έκτακτη φράση ,δείγμα μιας πρώιμης λογιοσύνης). Πάει να πει, σε κάθε τρύπα της πουκαμίσας έραψα ένα ασημένιο κουμπί ή ένα γυάλινο. Άγνωστο τι θα’βρει κανείς στους δρόμους της πολιτείας μας κάθε πρωί. Σιγά σιγά κάλυψα με μπαλώματα, σαν αυτά που σας λέω την πουκαμίσα και σειρά πήρε το παντελόνι.

(Ο κομματάρχης κάτι λέει, γελά μαζί με τον έμπορο και γελούν όλοι μετά. Ζηλεύουν φριχτά τον κομματάρχη για την επιτυχία του, που συγκίνησε λέει τον έμπορο. )

Κομματάρχης: Ευτυχώς παρέλειψε τα σώβρακα!

Μάριο: Με το παντελόνι τα πράγματα ήταν καλύτερα, πάει να πει δεν χρειάζονταν και τα δυο μπατζάκια. Αρκούσε το ένα και εκείνο μπορούσε να είναι όσο κομματιασμένο ήθελε. Μα έπρεπε να φοριέται στη μέση κομψά, δίχως καμιά ατέλεια, όπως αρμόζει. Αγόρασα την ζώνη πουλώντας το ποδήλατό μου, μοναδικό μου στοιχείο περιουσιακό. Υποσχέθηκα πως θα το πάρω πίσω, κάθε μέρα πηγαίνω και ανανεώνω την υπόσχεσή μου. Και ο άνθρωπος του μαγαζιού με το αζημίωτο δεν το δείχνει στους πελάτες, γιατί τότε το ποδήλατό μου θα ‘κανε φτερά και όλα θα πηγαίνανε στράφι, κυρίες και κύριοι. Το μαντίλι, τη μαύρη γραβάτα τα προσέθεσα εγώ, συμβουλευόμενος κάτι φιγουρίνια έξω από το στρατοδικείο. Φανταστείτε, όλο το καλοκαίρι γύρευα τη μαύρη γραβάτα. Και πού δεν πήγα, πού δεν ρώτησα, το πράγμα δυσκόλευε. Μέχρι που τη λύση έδωσε ο πατέρας Ιγνάσιο όταν ξεψυχούσε και μας αποχαιρετούσε ένα προς ένα τα παιδιά της χορωδίας. Εσύ, μου’πε, και τα χέρια του έτρεμαν. Πάρε την γραβάτα μου, θα τη χρειαστείς. Από τότε πιστεύω κάπως περισσότερο και πάντα μνημονεύω τον πατέρα Ιγνάσιο.

(Κάτω κοιμούνται όλοι, κάποιοι κάνουν έρωτα, κάποιος ξαφρίζει έναν θεατή)

Επιτέλους, όλα ήσαν έτοιμα. Και να’μαι εδώ εμπρός σας να σας διαβάζω το σύντομο αφήγημα, κατά παραγγελία της δίδος Κλαρκ, (η άλλη υποκλίνεται τεντώνοντας το δαντελένιο φουρό της) «Πώς πέρασες Μάριο το καλοκαίρι σου;», αυτό ήταν το θέμα και εγώ δεν παρέλειψα τίποτε. Για να’ρθω εδώ εμπρός σας, (ο κομματάρχης χειροκροτεί, προφανώς βλέπει κάποιο όνειρο, οι άλλοι ξυπνούν, τεντώνονται, καθρεφτάκια ανοίγουν και βλέμματα ανταλλάσσονται.)

Και να λοιπόν, που βρίσκομαι εδώ εμπρός σας, κουβαλώντας τον αδερφό μου. Τον θυμάστε τον Ζιστέν; Ήταν το ψηλότερο αγόρι της τάξης του, πώς να μην τον θυμάστε. Έπεσε θρυμματισμένος στα πεδία της μάχης, δεν έχει σημασία πού, δεν έχει σημασία πώς. Κρατήστε μόνο πως αυτό με το μπατζάκι δεν ήταν καθόλου αστείο. Τα φορώ εδώ, εμπρός σας και είμαι εκείνος και κάθε άλλος που πέφτει στα μέτωπα του κόσμου, κάθε αδέξιος στρατιώτης που σύρθηκε ως τη γραμμή του πυρρός. Για τις μικροδιαφορές σας στις τιμές του χάλυβα και τον έλεγχο των καλύτερων οικοπέδων, είμαι εδώ, ο Ζιστέν που επέστρεψε στο σπίτι του, στην αγκαλιά της μάνας του, με ένα παράσημο, λίγα χρήματα και τα ρούχα που φορούσε όταν τρομαγμένος είχε να διαλέξει τον αυτοκρατορικό στρατό από τη φυλακή με τα κάτεργα και τον βέβαιο θάνατο. Φορώ τα ρούχα του, σημαίνει πως σε κάθε τρύπα από τις σφαίρες που κομμάτιασαν τον Ζιστέν, υπάρχει τώρα ένα μεταλλικό ή ένα γυάλινο μάτι, είναι να απορεί κανείς τι σέρνεται στους δρόμους εκεί έξω. Ο Ζιστέν ήταν μεγαλύτερος, διέθετε φαρδιούς ώμους και ψηλό λαιμό. Εγώ τίποτε από όλα αυτά δεν διαθέτω. Γι’αυτό και τα ρούχα μου πλέουν επάνω μου και φαντάζουν παράταιρα, προκαλώντας σας λίγο γέλιο, μια διακριτική ειρωνεία. Φορώ τα ρούχα του Ζιστέν, τα ρούχα που κατέχουν τη μνήμη του σώματός του. Καμιά φορά λογαριάζω πως γυρεύοντας για το πέτρωμα στα έγκατα της γης θα βρεθώ εμπρός στην αιώνια μορφή του. Φορώ τα ρούχα του, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω, αφού ο Ζιστέν δεν υπάρχει πια για να χειροκροτήσει.

(Η κυρία Κλαρκ χειροκροτεί,στο κοινό δεν σαλεύει κανείς. Ο έμπορος τρέμει για το κέρδος του, ο δήμαρχος δίνει εντολή να ετοιμασθεί ένας ανδριάντας, ο κομματάρχης τρίβει τα χέρια του καθώς με όσα είπε ο νεαρός μπορεί να ευνοηθεί η αντιπολίτευση. Όσο για την μάνα, το κάρβουνο έχει ξεπλυθεί από το πρόσωπό της και είναι ένα τώρα ένα κορίτσι, όχι πάνω από είκοσι χρονών με κατάξανθα μαλλιά, ένας άγγελος. Στο τέλος, όλοι μαζί δίνουν εντολή να συλληφθεί με την κατηγορία της προδοσίας. Παριστάνει κάποιον άλλο, μάταια η κυρία Κλαρκ προσπαθεί να κατορθώσει κάτι, μα είναι μάταιο. Ο έμπορος αγοράζει τον φόβο του αγοριού και έπειτα δίνει εντολή να τον σκοτώσουν. Ο άγγελος κλαίει στο βάθος της σκηνής και η κυρία Κλαρκ πάνω από το πληγωμένο σώμα του Μάριο, τον παρακινεί. Ο ιατρός ελέγχει τον σφυγμό του και χαμογελά στους άλλους με ικανοποίηση.)

Κυρία Κλαρκ: Με τον τρόπο σου Μάριο, μπορείς να πεθάνεις με τον τρόπο σου. Μόνο να’σαι σύντομος, σε λίγο αρχίζει το καλοκαίρι, έτσι δεν είναι, γλυκό μου αγόρι;

Το κοινό χειροκροτεί, τα παιδιά παίζουν, ο κόσμος έρχεται – φαντάσου – στα σωστά του. Οι αξιοσέβαστοι κανονίζουν από κοινού δείπνο. Φεύγουν ευτυχισμένοι, έχοντας πρώτα δώσει ρητή την εντολή, να καούν τα ρούχα του νεκρού, αφού ο νεαρός είχε δίκιο και το σώμα διαθέτει μνήμη και απομεινάρια. Για να τους τιμήσουν, πάντα οι άλλοι, έκαψαν το ίδιο το θέατρο.

[Τοπικό θέατρο μικρής πόλεως. Σε λίγο αρχίζουν οι θερινές διακοπές, τα παιδιά εκτελούν ασκήσεις, γράφουν ποιήματα, λένε τραγουδάκια, ανόητα μα όσα διαθέτουν ξεχωριστές φωνές, χειροκροτούνται από τους μεταλλωρύχους που νιώθουν κάπως άνθρωποι και αυτοί. Η αίθουσα διαθέτει ξύλινη επένδυση, η σκηνή στέκει υπερυψωμένη, μερικά παιδιά κάνουν κάποιες ασκήσεις, υποκλίνονται και παίρνουν το βραβείο τους ή μια ευχή για το καλοκαίρι αν δεν τα κατάφεραν τελικά. Τα παιδιά τρέχουν στην αγκαλιά των γονιών τους, στις πρώτες σειρές κάθονται τα πιο αξιοσέβαστα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Ο έμπορος, ο δήμαρχος, ο ιατρός, ο αστυνόμος και ο κομματάρχης. Τελευταίος στη σειρά βγαίνει ο Μάριο, ένα παιδί δεκαέξι χρονών. Από κάτω ψίθυροι, μα στην γαλαρία ένα καρβουνιασμένο πρόσωπο λάμπει από ευτυχία. Είναι η μητέρα του Μάριο, κανείς άλλος δεν ζει. Κλαίει και κάθε τόσο πασαλείβει το πρόσωπό της με τον άνθρακα, της ζωής τον μόνο και πιο πιστό σύντροφο.

Ο γιος της έπεσε στις μάχες κάθε Αμιένης, έγινε ο ασφόδελος των ποιημάτων. Και ο πατέρας από έναν τρελό πυρετό υπέκυψε και αυτός μια Κυριακή μετά τη γιορτινή λειτουργία. Ο Μάριο βγαίνει στη σκηνή, κάπως διστακτικά στην αρχή, παίρνει τη θέση του πίσω από το μικρόφωνο. Ο έμπορος κοιτάζει το ρολόι του, με τη σειρά όλοι οι υπόλοιποι κάνουν το ίδιο. Ο κομματάρχης ρωτάει τον διπλανό του, τάχα το ρολόι του πως σταμάτησε, μα στην πραγματικότητα είναι πάντα ότι ώρα λένε οι άλλοι και οι εποχές οι ίδιες. Μια κυρία, ίσως η διευθύντρια, τόσο πολύ ηθικά ντυμένη και βαριά με κερωμένα υφάσματα και γιγαντιαίες καρφίτσες παρακινεί τον έφηβο. Σε πολλά πράγματα διαπιστώνει κανείς σκηνικά μια υπερβολική μεγέθυνση. Σε έπιπλα ρούχα ή κάθε άλλο μέσο διαμόρφωσης της σκηνογραφίας.]

Κυρία: Εμπρός Μάριο, διάβασε μας όσα έγραψες. Μαζί σου θα αποχαιρετήσουμε και εμείς τη γιορτή. Το καλοκαίρι έφθασε Μάριο. Ελπίζω να είσαι σύντομος. (πιο χαμηλόφωνα)

(Ο Μάριο χαμογελάει, βγάζει ένα κομμάτι χαρτί. Τα ρούχα του είναι φαρδιά, μοιάζουν ολοφάνερα δανεικά. Και πολύ παλιά. Μα είναι καλοχτενισμένος και το παράστημά του κατάλληλο.)

 Μάριο: Όλο το καλοκαίρι επιδιόρθωνα τα ρούχα που βλέπετε. Χρειάζονταν αρκετές διορθώσεις και έκανα ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό (η κυρία χειροκροτεί την έκτακτη φράση  ,δείγμα μιας πρώιμης λογιοσύνης). Πάει να πει, σε κάθε τρύπα της πουκαμίσας έραψα ένα ασημένιο κουμπί ή ένα γυάλινο. Άγνωστο τι θα’βρει κανείς στους δρόμους της πολιτείας μας κάθε πρωί. Σιγά σιγά κάλυψα με μπαλώματα, σαν αυτά που σας λέω την πουκαμίσα και σειρά πήρε το παντελόνι.

(Ο κομματάρχης κάτι λέει, γελά μαζί με τον έμπορο και γελούν όλοι μετά. Ζηλεύουν φριχτά τον κομματάρχη για την επιτυχία του, που συγκίνησε λέει τον έμπορο. )

 Κομματάρχης: Ευτυχώς παρέλειψε τα σώβρακα!

Μάριο: Με το παντελόνι τα πράγματα ήταν καλύτερα, πάει να πει δεν χρειάζονταν και τα δυο μπατζάκια. Αρκούσε το ένα και εκείνο μπορούσε να είναι όσο κομματιασμένο ήθελε. Μα έπρεπε να φοριέται στη μέση κομψά, δίχως καμιά ατέλεια, όπως αρμόζει. Αγόρασα την ζώνη πουλώντας το ποδήλατό μου, μοναδικό μου στοιχείο περιουσιακό. Υποσχέθηκα πως θα το πάρω πίσω, κάθε μέρα πηγαίνω και ανανεώνω την υπόσχεσή μου. Και ο άνθρωπος του μαγαζιού με το αζημίωτο δεν το δείχνει στους πελάτες, γιατί τότε το ποδήλατό μου θα ‘κανε φτερά και όλα θα πηγαίνανε στράφι, κυρίες και κύριοι. Το μαντίλι, τη μαύρη γραβάτα τα προσέθεσα εγώ, συμβουλευόμενος κάτι φιγουρίνια έξω από το στρατοδικείο. Φανταστείτε, όλο το καλοκαίρι γύρευα τη μαύρη γραβάτα. Και πού δεν πήγα, πού δεν ρώτησα, το πράγμα δυσκόλευε. Μέχρι που τη λύση έδωσε ο πατέρας Ιγνάσιο όταν ξεψυχούσε και μας αποχαιρετούσε ένα προς ένα τα παιδιά της χορωδίας. Εσύ, μου’πε, και τα χέρια του έτρεμαν. Πάρε την γραβάτα μου, θα τη χρειαστείς. Από τότε πιστεύω κάπως περισσότερο και πάντα μνημονεύω τον πατέρα Ιγνάσιο.

(Κάτω κοιμούνται όλοι, κάποιοι κάνουν έρωτα, κάποιος ξαφρίζει έναν θεατή)

 Επιτέλους, όλα ήσαν έτοιμα. Και να’μαι εδώ εμπρός σας να σας διαβάζω το σύντομο αφήγημα, κατά παραγγελία της δίδος Κλαρκ, (η άλλη υποκλίνεται τεντώνοντας το δαντελένιο φουρό της) «Πώς πέρασες Μάριο το καλοκαίρι σου;», αυτό ήταν το θέμα και εγώ δεν παρέλειψα τίποτε. Για να’ρθω εδώ εμπρός σας, (ο κομματάρχης χειροκροτεί, προφανώς βλέπει κάποιο όνειρο, οι άλλοι ξυπνούν, τεντώνονται, καθρεφτάκια ανοίγουν και βλέμματα ανταλλάσσονται.)

Και να λοιπόν, που βρίσκομαι εδώ εμπρός σας, κουβαλώντας τον αδερφό μου. Τον θυμάστε τον Ζιστέν; Ήταν το ψηλότερο αγόρι της τάξης του, πώς να μην τον θυμάστε. Έπεσε θρυμματισμένος στα πεδία της μάχης, δεν έχει σημασία πού, δεν έχει σημασία πώς. Κρατήστε μόνο πως αυτό με το μπατζάκι δεν ήταν καθόλου αστείο. Τα φορώ εδώ, εμπρός σας και είμαι εκείνος και κάθε άλλος που πέφτει στα μέτωπα του κόσμου, κάθε αδέξιος στρατιώτης που σύρθηκε ως τη γραμμή του πυρρός. Για τις μικροδιαφορές σας στις τιμές του χάλυβα και τον έλεγχο των καλύτερων οικοπέδων, είμαι εδώ, ο Ζιστέν που επέστρεψε στο σπίτι του, στην αγκαλιά της μάνας του, με ένα παράσημο, λίγα χρήματα και τα ρούχα που φορούσε όταν τρομαγμένος είχε να διαλέξει τον αυτοκρατορικό στρατό από τη φυλακή με τα κάτεργα και τον βέβαιο θάνατο. Φορώ τα ρούχα του, σημαίνει πως σε κάθε τρύπα από τις σφαίρες που κομμάτιασαν τον Ζιστέν, υπάρχει τώρα ένα μεταλλικό ή ένα γυάλινο μάτι, είναι να απορεί κανείς τι σέρνεται στους δρόμους εκεί έξω. Ο Ζιστέν ήταν μεγαλύτερος, διέθετε φαρδιούς ώμους και ψηλό λαιμό. Εγώ τίποτε από όλα αυτά δεν διαθέτω. Γι’αυτό και τα ρούχα μου πλέουν επάνω μου και φαντάζουν παράταιρα, προκαλώντας σας λίγο γέλιο, μια διακριτική ειρωνεία. Φορώ τα ρούχα του Ζιστέν, τα ρούχα που κατέχουν τη μνήμη του σώματός του. Καμιά φορά λογαριάζω πως γυρεύοντας για το πέτρωμα στα έγκατα της γης θα βρεθώ εμπρός στην αιώνια μορφή του. Φορώ τα ρούχα του, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω, αφού ο Ζιστέν δεν υπάρχει πια για να χειροκροτήσει.

(Η κυρία Κλαρκ χειροκροτεί,στο κοινό δεν σαλεύει κανείς. Ο έμπορος τρέμει για το κέρδος του, ο δήμαρχος δίνει εντολή να ετοιμασθεί ένας ανδριάντας, ο κομματάρχης τρίβει τα χέρια του καθώς με όσα είπε ο νεαρός μπορεί να ευνοηθεί η αντιπολίτευση. Όσο για την μάνα, το κάρβουνο έχει ξεπλυθεί από το πρόσωπό της και είναι ένα τώρα ένα κορίτσι, όχι πάνω από είκοσι χρονών με κατάξανθα μαλλιά, ένας άγγελος. Στο τέλος, όλοι μαζί δίνουν εντολή να συλληφθεί με την κατηγορία της προδοσίας. Παριστάνει κάποιον άλλο, μάταια η κυρία Κλαρκ προσπαθεί να κατορθώσει κάτι, μα είναι μάταιο. Ο έμπορος αγοράζει τον φόβο του αγοριού και έπειτα δίνει εντολή να τον σκοτώσουν. Ο άγγελος κλαίει στο βάθος της σκηνής και η κυρία Κλαρκ πάνω από το πληγωμένο σώμα του Μάριο, τον παρακινεί. Ο ιατρός ελέγχει τον σφυγμό του και χαμογελά στους άλλους με ικανοποίηση.)

 Κυρία Κλαρκ: Με τον τρόπο σου Μάριο, μπορείς να πεθάνεις με τον τρόπο σου. Μόνο να’σαι σύντομος, σε λίγο αρχίζει το καλοκαίρι, έτσι δεν είναι, γλυκό μου αγόρι;

Το κοινό χειροκροτεί, τα παιδιά παίζουν, ο κόσμος έρχεται – φαντάσου – στα σωστά του.  Οι αξιοσέβαστοι κανονίζουν από κοινού δείπνο. Φεύγουν ευτυχισμένοι, έχοντας πρώτα δώσει ρητή την εντολή, να καούν τα ρούχα του νεκρού, αφού ο νεαρός είχε δίκιο και το σώμα διαθέτει μνήμη και απομεινάρια. Για να τους τιμήσουν, πάντα οι άλλοι, έκαψαν το ίδιο το θέατρο.

Τέλος.

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης