Ζωή Κατσιαμπούρα, Έλα να σου πω ―κυκλοφορεί [αποσπάσματα]

Από τις Εκδόσεις Νίκας

Το κάτοπτρο

Διάβαζε ένα ωραίο βιβλίο για τον Διόνυσο και το θέατρο. Τα περισσότερα από τα στοιχεία του βιβλίου τα ή ξερε. Ο Διόνυσος είναι φίλος από παλιά. Από τότε που συνειδητοποίησε πως αυτής της χαράς του μεθυσμένου χορού και της αγάπης για τους συγχορευτές οι αρχαίοι της είχαν δώσει και όνομα, από το όνομά του. Οπότε, είναι δικός της θεός και όπου βρίσκει για αυτόν διαβάζει και ό,τι αναπαραστάσεις του βλέπει σε μουσεία και εκθέσεις τις φωτογραφίζει (και μετά ξεχνάει τις φωτογραφίες στο google photos, αλλά η συγκίνηση της φωτογράφη σης μετράει). Έμεινε όμως, προχτές, ο νους της στην ιστοριούλα που παρέθετε ο συγγραφέας από τον Νόννο τον Πανοπολίτη, με τον Διόνυσο παιδί και τον καθρέφτη. Έπαιζε, λέει, ο Διόνυσος μικρούλης με έναν καθρέφτη και αφηρημένο, καθώς κοίταζε το είδωλό του, το βρήκαν οι Τιτάνες το παιδί και το ξεμέρδισαν. Βεβαίως το είχε ξαναδιαβάσει το επεισόδιο, σίγουρα, ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους από τους ερευνητές αυτή η με το κάτοπτρο συνδυασμένη σαμανιστική αγριάδα και η σαμανιστική ανάσταση του θεού, αλλά «το κάτοπτρον» δεν το θυμόταν καν μες στα παιχνίδια του θεούλη, ούτε θυμόταν βέβαια ότι ήταν αυτός ο λόγος και η αιτία της ευάλωτης αφηρημάδας του. Αυτή τη φορά συγκινήθηκε πολύ, γιατί βρήκε και άλλο επιχείρημα για τους κινδύνους της χρήσης του καθρέφτη. Την ίδια δεν τη βρίσκουν οι Τιτάνες, όταν παίζει μορφάζοντας στον καθρέφτη. Τη βρίσκουν όμως διάφορα τέρατα, άλλα ασώματα τέρατα, που ακούγονται εντός της στεντόρεια, «πώς έγινες έτσι, βρε φιλενάδα;», κι αποφασίζει μάταια να μην κοιτάζεται, ή να κοιτάζεται στο ημίφως. Και, εννοείται, δεν το τηρεί, γιατί πώς να βγάλει τα φρύδια της στο ημίφως; Και θλίβεται. Δεν τη διαμελίζουν οι Τιτάνες ακριβώς, αλλά τα τέρατα τούτα κάνουν ζημιά μεγάλη. Και ούτε είναι θεά να μπορεί να ξαναφτιαχτεί ωραία και αφράτη και χαρούμενη σαν τον Διόνυσο-παιδί. Οπότε, το μόνο ευτύχημα, μένουν τα δώρα του παιδιού αυτού, με ένα ποτηράκι λύνονται τα γόνατα γλυκά γλυκά και ξεχνιέται το ρημαδο-κάτοπτρο. Όχι ότι ξεχνιέται δηλαδή, αλλά θαμπώνει κάπως. Μα αυξήθηκαν εσχάτως οι παγίδες του εχθρού: Πώς να συμφιλιωθεί με τις σέλφι και το ζουμ που δεν παίρνουν από ημίφωτα και τέτοια και δείχνουν κάτι εικόνες εχθρικότερες και από του καθρέφτη; Έτσι είναι… Πρέπει να το χωνέψει. Δεν μπορεί να γίνει Διόνυσος, να παίζει με τον καθρέφτη, να χαλάσει, να ξεγίνει και να ξαναγίνει. Της μένει να ελπίζει μονάχα σε τίποτα μελλοντικούς διονυσιασμούς, αν επιτρέψει και η αρθρίτιδα…

*

Το καύκαλο

Γλυκό απομεσήμερο, αρχές Σεπτέμβρη, και ένας περίπατος στα αξιοθέατα του νησιού επιβάλλεται. Πώς αλλιώς να γίνει, τι θα έχουν να θυμούνται τον χειμώνα που έρχεται; Το συγκεκριμένο αξιοθέατο ήταν ένας βιότοπος, όπως ονομάζονται πια όλοι οι χερσότοποι με λάκκους που κρατούν νερό τον χειμώνα. Λίγο η γνώση, λίγο (ή περισσότερο…) ο τουρισμός, γινήκαν όλοι πιο ευαίσθητοι σε θέματα τέτοια και προσέχουν πλέον και λογαριάζουν και τα πουλιά και τα βατράχια και τους καλαμιώνες και τα βούρλα. Ίσως και να είναι αυτοί οι τόποι όπου μπορεί κανείς να βρει την ησυχία του, οι μόνοι φυσικοί και αμεταποίητοι, άντε το πολύ να ακούγεται το κουδουνητό από κάνα κοπάδι που βόσκει το ξεροχόρταρο. Και τα δάση, βέβαια, αλλά στα δάση τέτοια εποχή και με όλες αυτές τις πυρκαγιές… Δεν ήταν και πολύ εντυπωσιακή η εικόνα από κει που πάρκαραν. Χαμηλή, ξερή βλάστηση, ποντικότρυπες, λυγαριές, δρομάκια διάσπαρτα από κακαράντζες… Η φίλη άλλαξε γνώμη. Πού να τρέχει τώρα, ακόμα καίει ο ήλιος, θα καθίσει στο αυτοκίνητο να ακούει ραδιόφωνο. Ξεκίνησε μόνη της, ίσια μπροστά, φαίνονταν μακρύτερα κάτι ψηλά δέντρα, μήπως έχει και νερό; Περπάταγε, περπάταγε, φύσαγε κι ένα ωραίο αεράκι, δεν είναι κι άσχημα λοιπόν σε αυτόν τον έρημο τόπο. Ούτε και όμορφα όμως, ούτε πουλιά άλλα φαίνονται πουθενά, μόνο κοπαδιαστά κοράκια. Και ξάφνου, να κι ένα πηγάδι. Παμπάλαιο, με πέτρινα πηγαδόχειλα και γούρνες για το πότισμα των ζώων μάλλον. Πολύτιμο ίσως σε άλλους καιρούς, τώρα μόλις που διακρινόταν μέσα στ’ αγριόχορτα. Πλησίασε. Κι εκεί, δίπλα σε μια γούρνα, μια χελώνα! Ακίνητη. Ναι… Χωρίς κεφάλι. Νεκρή. Το κρανίο της αποσαρκωμένο παραπέρα. Έκανε να τη σηκώσει και έρευσε από μέσα της χώμα, χους ην και εις χουν απήλθεν. Μύριζε κάπως, αλλά ήταν ωραίο το καύκαλο. Ένα μόνο ξεκολλημένο κομμάτι στην ταρταρούγα της επιφάνειας, σκέφτηκε να το πάρει για διακόσμηση, θα κολλήσει το κομμάτι και θα είναι εντυπωσιακό έκθεμα σε ένα ράφι στη βιβλιοθήκη της. Δεν προχώρησε πολύ στον βιότοπο. Αλλιώς τα είχε σκεφτεί, μια περιδιάβαση με παρέα, όπου το σημαδιακό τοπίο σου δίνει και την ευκαιρία για ουσιαστικές συζητήσεις. Τώρα μόνη της και η φίλη της να προσπαθεί να δροσιστεί με τη βεντάλια στο αυτοκίνητο, κρίμα είναι, γύρισε πίσω με το τρόπαιο. Μύριζε τελικά πολύ άσχημα το τρόπαιο, το τύλιξε όμως σε αλλεπάλληλες σακούλες του σούπερ μάρκετ και όταν επέστρεψε σπίτι της πήγε να το πλύνει, να το μεταμορφώσει στο διακοσμητικό αντικείμενο που φανταζόταν. Βρόμισε ο τόπος. Δεν έφευγε με τίποτα η μυρωδιά. Και, επιπλέον, μέσα στο καύκαλο διακρινόταν και δεν έσπαγε να φύγει η σπονδυλική στήλη του ζώου. Ανατρίχιασε. Στο χορταρολίβαδο είδε το καύκαλο όμορφο, δεν σκέφτηκε καθόλου τη χελώνα φαγωμένη από κάποιον θηρευτή. Εδώ όμως τη σκεφτόταν την καημένη σαν ζωντανή, να βόσκει στον βιότοπο, να μετακινείται, να γεννά τα αυγά της, να σπαράζει στα δόντια του κυνηγού της! Και τι να το κάνει τώρα τούτο το καύκαλο; Και πάλι δεν αποφάσισε τελεσίδικα, το τύλιξε σε αλλεπάλληλα νάιλον και το άφησε στο αποθηκάκι, μήπως κι αλλάξει γνώμη. Πάντως τώρα, στον δικό της βιότοπο δεν της ταιριάζει, ας μην έχει εκεί τον θάνατο μπροστά στα μάτια της. Μάλλον να πάρει για διακόσμηση μια κεραμική χε λώνα, που φέρνει και γούρι, όπως λένε στο φενγκ σούι.