Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Ο Σολωμός με μπογιά

Φορτώθηκαν όλα τα πράγματα και πήραν τη θέση τους στον σταθμό. Σε εκείνο το πρακτορείο όλα πέθαιναν. Οι άνθρωποι και τα πράγματα έφεραν ένα λεπτό στρώμα χρόνου και αλόγιστης φθοράς. Στους τοίχους υπήρχαν διαφημιστικές αφίσες για πράγματα που πια δεν πωλούνται. Ω, τι μελαγχολικό που είναι να βλέπεις κανείς όσα κάποτε σήμαιναν την ευτυχία μας. Πάρκαρε τις βαλίτσες του σε μια γωνιά και κοίταξε τριγύρω. Όλοι είχαν μια ανυπομονησία να φύγουν, όλοι ελέγχανε κάτι της τελευταίας στιγμής, το εισιτήριο, τα λιγοστά τους χρήματα, στις τσέπες τους είχαν φυλάξει διάφορα. Μα όλοι, όλοι τους είχαν μες στις φόδρες τους μια πρέζα χώμα, δίχως να το πουν στους άλλους, από φόβο μήπως κατηγορηθούν για την ελαφρότητα της καρδιάς τους. Να παραδίνεσαι έτσι αψήφιστα στη νοσταλγία, καμιά φορά είναι πολύ για τους ανθρώπους που δεν συμπαθούν καθόλου όσους από κάποιο είδος έρωτα έχουν πέσει χαμηλά. Τι παράξενη σκηνογραφία μες στη νύχτα όλοι αυτοί οι άνθρωποι, κάθε τόσο να κοιτάζουν κοπαδιαστά προς τη μεριά του δρόμου. Κάποιος άκουσε το βρυχηθμό του κινητήρα, όλοι τους θυμίζουν ινδιάνους σε αμερικάνικα γουέστερν που ξέρουν να διαβάζουν σημάδια, προτού εκείνα φανούν. Όλες τις φορές ήταν μάταιο και ευθύς όλοι τους επέστρεφαν στις συνηθισμένες τους δουλειές.

Όταν τελικά το βαρύ λεωφορείο φώτισε το πάρκινγκ του πρακτορείου, εκείνοι που είχαν κάποιον για να τον αποχαιρετήσουν, τον αγκάλιασαν τρυφερά. Το λεωφορείο ακινητοποιήθηκε, με δυο τρεις κλωτσιές στην καρίνα το μοτέρ του σώπασε. Ένα παιδί , όχι πάνω από είκοσι χρονών φώναξε δυνατά. “Τα πιο βαριά πρώτα, τα πιο βαριά” και εμπρός βγήκαν όσοι κουβαλούσαν εκείνα τα περίφημα μπαούλα παραγεμισμένα με αξέχαστες περιουσίες. Έπειτα μπήκαν οι ελαφριές βαλίτσες, στο βάθος του πρακτορείου ένα παιδί παγωμένο από το φόβο του αγνώστου έμενε πίσω, δίχως να ακούει τα ουρλιαχτά της μητέρας του. Στο τέλος την ακολούθησε, εκείνη το τραβολόγησε, το παιδί ανέβηκε τα σκαλοπάτια και τώρα εμφανίζεται σαν διακεκομμένο πορτραίτο στα παράθυρα του οχήματος. Δεν ξέρω αν είναι από ευαισθησία αυξημένη ή κάποιον άλλο λόγο, μα θυμίζει τους πολύ λυπημένους πιερότους που δεν αλλάζουν ποτέ ρόλο. Επειδή η ζωή είναι αβάσταχτη, φορούν μπογιές στο πρόσωπό τους και σκαρφίζονται ένα σορό τεχνάσματα για να γελάσουν πικρά, πιο μόνοι από ποτέ. Όπως και να’χει εκείνο το παιδί υπήρξε αφάνταστα γενναίο.

Ακολούθησε τη σειρά, παρέδωσε τα πράγματά του, ένας άνεμος φύσηξε δυνατά. Συμβαίνει καμιά φορά, είπε ο πράκτορας που βγήκε έξω σαν τ’αδέσποτο, να μυρίσει τον κίνδυνο. Κανείς δεν ξέρει πού οφείλεται, μερικοί λένε πως ανασαίνει το ποτάμι, εδώ πιο κάτω, άνθρωποι του μεροκάματου, τι περιμένεις, καλό δρόμο συμπλήρωσε και επέστρεψε στο πρακτορείο, ανάμεσα στα άλλα, τα παλιά πράγματα. Από τον ουρανό έβρεχε ανακοινώσεις, ο τηλεοπτικός δέκτης πίσω από το τζάμι έχασε το σήμα του, ο παρουσιαστής του δελτίου των οκτώ κάπως έχασε τη σταθερότητά μα επέστρεψε ακόμη πιο σίγουρος, πιο βέβαιος.

Έχει περάσει μια ώρα και το λεωφορείο διασχίζει μικρές πόλεις και ξαφνικά χωριά, κάθε τόσο σταματά, ξεκινάει με θόρυβο, κάτι αφήνει, κάτι κερδίζει το λεωφορείο. Και οι επιβάτες, ο ένας πίσω από τον άλλον, με σοβαρή, ανυπόμονη έκφραση, με απλωμένα τα χέρια στα σίδερα του μπροστινού καθίσματος και το φεγγάρι στο κατόπι τους. Από κάπου ακούγονται ομιλίες, ένα φιλί, κάτι που πέφτει, ένας που ονειρεύεται και προσεύχεται μες στον ύπνο του. Η νύχτα και οι μορφές των επιβαινόντων, του θύμισαν ένα σκηνικό άτακτης υποχώρησης, μιας φυγής δίχως προετοιμασία ή σχέδιο. Η φωνή του οδηγού ακούστηκε δυνατή σαν σίδερο. Σε λίγο ο δρόμος γίνεται ανηφορικός, ο Άγιος να βάλει το χέρι του με τόσες βροχές, κυρίες και κύριοι. Υπάρχει η περίπτωσης να ακινητοποιηθούμε, παρακαλώ καθίστε και αφήστε τις άσκοπες ενασχολήσεις. Ίσως χρειαστεί να ξεφορτωθούμε κανένα από τα πράγματα. Θα περάσει το καμιόνι αύριο και θα τα πάρει, να μην ανησυχούν οι ενδιαφερόμενοι.

Οι επιβάτες κοιτάχτηκαν και όσο και αν ήθελαν να πει ο ένας στον άλλον πως γεράσανε μες στον κύκλο της προσπάθειας και του φόβου,  δεν είπαν τίποτε. Το λεωφορείο έπιασε τον ανήφορο, ο οδηγός κατέβασε την ταχύτητα και φόρτωσε τις στροφές του κινητήρα. Με μια κάποια σταθερότητα και λεπτούς χειρισμούς πήρε να ανεβαίνει τον λόφο. Κάθε τόσο το όχημα έπεφτε σε μια γούβα, ακουγόταν έπειτα το χώμα που σκόρπαγε κομματιαστά στους λασπωτήρες, ακουγόταν το χώμα που επιστρέφει. Κάποτε το λεωφορείο ξερόβηξε δυο φορές, ο κινητήρας ούρλιαξε μια φορά ακόμη και οι στροφές όλες σωριάστηκαν. Παρά τις προσπάθειες του οδηγού, το λεωφορείο έμεινε ακινητοποιημένο στην κορυφή του λόφου, καμιά δεκαριά μέτρα από το τέλος. Ο οδηγός πήδηξε κάτω και έπειτα κανείς δεν τον ξαναείδε.

Ο πράκτορας έστειλε άλλους, πολλούς, εμείς γερνούσαμε και τους βλέπαμε να έρχονται και να φεύγουν ανήμποροι να μετακινήσουν το βαρύ όχημα. Οι επιβάτες είχαν όλοι σταθεί στον ίσκιο του αμαξώματος και άφηναν τις εποχές να διαβαίνουν από μέσα τους. Τριγύρω στίχοι, αποφορτισμένες συσκευές, μισάνοιχτα μπαούλα, γράμματα ανεπίδοτα, μποτίλιες και παρατημένα βιβλία. Και να μένει  τριγύρω μια ανεπανάληπτη λασπουριά και η βροχή να πέφτει σιγανά, η βροχή που δεν ξέρει τίποτε για όλα αυτά. Είδαν το φεγγάρι να γεμίζει και να αδειάζει, ένα κοπάδι απ’άγρια άλογα φάνηκαν σε εκείνο τον λόφο μια νύχτα και χάθηκαν. Δεν είχαν ιππείς στις ράχες τους, μόνο ένα αδιόρατο δεμάτι από φως του φεγγαριού κουβαλούσαν που γυάλιζε πάνω στη ράχη τους.

Μετά από χρόνια φάνηκε ο τελευταίος οδηγός. Εκείνος διευκρίνισε πως ο πράκτορας κατέληξε από τον καημό του και τώρα πια όλοι τους επρόκειτο να παραγραφούν από τη ζωή. Τα χρόνια περάσανε δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Θα κατέβαλαν μια τελευταία προσπάθεια μήπως και το όχημα μπορέσει να βγάλει ότι απέμενε από εκείνη την ανηφόρα. Το πράγμα είχε οργανωθεί όπως ποτέ άλλοτε. Μια διμοιρία βαριεστημένων οπλιτών φάνηκε στο βάθος του δρόμου. Πλησίαζαν βηματιστά, όλο αποφασιστικότητα πως θα συμβάλλουν και αυτοί στη λύση του προβλήματος να πάει λίγο παραπέρα ετούτη η νύχτα. Οι στρατιώτες έσπρωξαν, ένα πουλί αναμαλλιασμένο φτερούγισε – πώς βρέθηκε εκεί, τι παράξενο φτέρωμα – , ανένταχτο παρέμενε όσον αφορά το είδος. Το λεωφορείο έκανε μόνο μερικά βήματα και σταμάτησε ξανά, βήχοντας με ολόκληρο το γερασμένο του σασί. Μα τίποτε δεν έγινε και απέμεινε το όχημα εκείνο, ένας σκουριασμένος σκελετός, σύμβολο της ανηφόρας που δεν βγήκε, μιας ανολοκλήρωτης διαδρομής. Οι επιβάτες όλοι πεθάνανε, κάποιοι πετούν τριγύρω σαν τις μαύρες πεταλούδες του ποιητικού Πόρου. Τα γέλια τους από τις πρώτες στιγμές, όταν ακόμη τίποτε δεν προμήνυε το τέλος τους, μοιάζουν σήμερα με ήχους εκατονταετιών, ήχους που έρχονται και φεύγουν. Όταν αργότερα στα ύφαλα του λεωφορείου έγραψαν έναν στίχο του Σολωμού, με κάτασπρη μπογιά, το όλο πράγμα έλαβε πολιτικές διαστάσεις και το σύμβολο περιέβαλε μια πατίνα αιωνιότητας, πολιορκίας  το λιγότερο.

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης

❀