Δημήτρης Μαμαλούκας, Τα παράξενα Χριστούγεννα του κυρίου Σέριμαν [προδημοσίευση]

Κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις Εκδόσεις Μονόκλ

Τα παράξενα Χριστούγεννα του κυρίου Σέριμαν

Ο κύριος Σέριμαν ξύπνησε όπως κάθε πρωί στις εφτά ακριβώς. Σηκώθηκε, πήγε στο μπάνιο, έκανε την ανάγκη του και βούρτσισε επιμελώς τα δόντια του. Ξυρίστηκε με προσοχή, ουσιαστικά όμως χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στο παχύ και πλαδαρό πρόσωπό του. Έπειτα πήρε το πρωινό του: χυμό πορτοκάλι, καφέ φίλτρου και δυο φέτες ψημένο ψωμί. Στη συνέχεια ντύθηκε με ακριβείς, μηχανικές κινήσεις φορώντας ένα από τα εφτά κοστούμια του και μία από τις είκοσι οχτώ γραβάτες του.

Ο κύριος Σέριμαν ήταν κοντός, αρκετά παχύς και σχεδόν εντελώς καραφλός. Στο κεφάλι του υπήρχαν μόνο τρεις τρίχες, ακριβώς πάνω από το μέτωπό του, που άγνωστο γιατί, δεν ήθελε να κόψει. Ευτυχώς ήταν ξανθές και δεν πετούσαν, παρά κάθονταν υπάκουα πάνω στο ροδαλό κρανίο του κι έτσι λίγοι τις πρόσεχαν.

Ο κύριος Σέριμαν δεν είχε παιδιά, δεν είχε παντρευτεί ποτέ του, είχε μόνο δύο ερωτικές σχέσεις με γυναίκες στη ζωή του και εδώ και αρκετά χρόνια ένιωθε ότι, το να τα φτιάξει με κάποια γυναίκα, ήταν το τελευταίο πράγμα στον κόσμο που τον απασχολούσε.

Ο κύριος Σέριμαν δεν είχε επίσης κοντινούς συγγενείς. Οι γονείς του είχαν πεθάνει πριν από εφτά χρόνια, με διαφορά λίγους μήνες ο ένας από τον άλλον, ενώ ήταν μοναχοπαίδι όπως κι εκείνοι. Κι έτσι δεν είχε ούτε κοντινούς θείους ή θείες ή ξαδέρφια.

Κάθε εργάσιμο πρωινό, πέντε μέρες την εβδομάδα, ο κύριος Σέριμαν στις οχτώ παρά τέταρτο ήταν στη στάση του λεωφορείου. Παρ’ όλο που παραπάνω από τους μισούς ανθρώπους που περίμεναν στην ίδια στάση τους έβλεπε κάθε πρωί δεν μιλούσε με κανέναν τους, παρά καμιά φορά κουνούσε το κεφάλι σαν σιωπηλό χαιρετισμό με κάποιους από αυτούς, εκείνους που θεωρούσε πιο σοβαρούς.

Με μια σύντομη σχετικά διαδρομή του λεωφορείου ο κύριος Σέριμαν έφτανε στο γραφείο του, σε μια μεγάλη λογιστική εταιρία στην οποία ήταν επικεφαλής ενός τμήματος. Ήταν υπόλογος στον γενικό διευθυντή και σε τέσσερις προϊστάμενους, ενώ ο ίδιος είχε υπό την εποπτεία του έξι υπαλλήλους. Αν όλα πήγαιναν καλά, ο κύριος Σέριμαν θα έπαιρνε προαγωγή σε προϊστάμενο σε τέσσερα χρόνια.

Όπως δεν είχε κοντινούς συγγενείς, ο κύριος Σέριμαν δεν είχε ούτε φίλους, παρά μόνο συναδέλφους από τη δουλειά. Έβγαινε πολύ σπάνια κι αυτό για να παραστεί στις γιορτές της εταιρίας ή σε κάποιο κάλεσμα ενός συναδέλφου που γιόρταζε.

Ο κύριος Σέριμαν, αφού χαιρετούσε τους διπλανούς του στο γραφείο, αφιερωνόταν στην εργασία του και δεν διέκοπτε παρά μόνο για τα προγραμματισμένα διαλείμματα που ίσχυαν για όλους τους υπαλλήλους.

Έτσι, αν κάποιος ήθελε να χαρακτηρίσει τον κύριο Σέριμαν με λίγες λέξεις θα έλεγε ότι ήταν ένας απόλυτα προβλέψιμος άνθρωπος. Και με προκαθορισμένο πρόγραμμα για όλες του τις δραστηριότητες, που όμως δεν ήταν και πολλές, αφού ο κύριος Σέριμαν δεν είχε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα εκτός της δουλειάς του· δεν είχε κανένα χόμπι, δεν γυμναζόταν ούτε είχε ασχοληθεί ποτέ του με κάποιο άθλημα. Ακόμα και για τις μικρότερες μαστοριές στο σπίτι, ο κύριος Σέριμαν καλούσε πάντα κάποιο τεχνίτη.

Με τον υπόλοιπο κόσμο που συναναστρεφόταν εκτός της εργασίας του, ο κύριος Σέριμαν ήταν μετρημένος, κοφτός και σνομπ, στα όρια της αγένειας. Με τον παντοπώλη από τον οποίον ψώνιζε σε εβδομαδιαία βάση, με τον ταχυδρόμο, με τους υπάλληλους της τράπεζάς του και ειδικά με τους ταξιτζήδες που χρησιμοποιούσε όταν πήγαινε σε κάποιο κάλεσμα, καθώς ο κύριος Σέριμαν δεν είχε αυτοκίνητο αφού δεν είχε μάθει ποτέ του να οδηγεί.

«Σας ευχαριστώ, δεν έχω διάθεση για κουβέντα» ήταν τα λόγια του όταν ο ταξιτζής τού μιλούσε για τον καιρό ή για το κρύο που έκανε προσπαθώντας να του πιάσει κουβέντα.

Με λίγα λόγια, ο κύριος Σέριμαν ήταν βαρετός, ψυχαναγκαστικός, γκρινιάρης και αντικοινωνικός. Ο ίδιος όμως προτιμούσε να περιγράφει τον εαυτό του ως τελειομανή.

 

֍

 

Ένα παγωμένο πρωινό του Οκτωβρίου συνέβη αυτό που έμελλε να αλλάξει τη ζωή του κυρίου Σέριμαν μια για πάντα. Μόλις είχε βγει από το σπίτι του, τυλιγμένος στο καφέ παλτό του, είδε ένα νεαρό άντρα να στέκεται απέναντί του ακίνητος και να του χαμογελάει. Ήταν ψηλός κι αθλητικός. Παρά το κρύο φορούσε μόνο μια γκρίζα φόρμα. Ο κύριος Σέριμαν του έριξε μια εχθρική ματιά και πέρασε δίπλα του. Τότε ο άντρας του είπε: «καλημέρα σας».

Ο κύριος Σέριμαν φυσικά, δεν γύρισε ούτε απάντησε. Κατευθύνθηκε προς τη στάση κουνώντας ελαφρά το κεφάλι. Μέχρι να έρθει το λεωφορείο του είχε ξεχάσει τον άντρα.

Λίγα λεπτά αργότερα ο κύριος Σέριμαν είχε φτάσει ένα τετράγωνο από το κτήριο όπου στεγαζόταν η εταιρία όπου δούλευε. Περπατώντας με ταχύ βήμα, καθώς το κρύο είχε δυναμώσει, συνάντησε και πάλι τον νέο άντρα να στέκεται μπροστά του. Ο κύριος Σέριμαν αιφνιδιάστηκε λίγο. Ο άντρας τον είχε ακολουθήσει; Είχε μπει στο ίδιο λεωφορείο μ’ αυτόν; Δεν τον είχε δει μέσα. Μήπως είχε πάρει ταξί; Ή είχε τρέξει πίσω από το λεωφορείο για να τον προλάβει; Αυτό το τελευταίο το απέκλεισε. Ο άντρας δεν φαινόταν καθόλου ιδρωμένος ή κουρασμένος.

Ό,τι και να είχε συμβεί, το γεγονός τον εκνεύρισε. Πήγε να περάσει δίπλα απ’ τον άντρα όταν εκείνος του μίλησε πάλι.

«Καλημέρα σας», είπε κι έκανε ένα βήμα προς τον κύριο Σέριμαν. Ο τελευταίος κοντοστάθηκε.

«Τι θέλετε επιτέλους κύριε, μπορώ να μάθω;» είπε με σφιγμένη φωνή.

«Καλημέρα σας», είπε για τρίτη φορά ο αθλητικός νέος.

Ο κύριος Σέριμαν αναστέναξε βαθιά.

Αχ, Θεέ μου γιατί τυχαίνουν σε μένα αυτοί;

«Καλημέρα και σε σας. Θα μου πείτε τι θέλετε;» αποκρίθηκε ανυπόμονα.

«Θέλω μόνο να σας μιλήσω».

«Δεν μ’ ενδιαφέρει ό,τι και να έχετε να μου πείτε», απάντησε κοφτά ο κύριος Σέριμαν και προχώρησε.

«Κύριε Σέριμαν», είπε ο νεαρός.

Ο κύριος Σέριμαν στάθηκε και γύρισε.

«Πώς ξέρετε το όνομά μου;», ρώτησε έτοιμος για καβγά, λεκτικό πάντα, αφού ο κύριος Σέριμαν δεν είχε έρθει ποτέ του στα χέρια με κάποιον ούτε ως παιδί.

«Θα σας τα εξηγήσω όλα αν μου διαθέσετε λίγη από την ώρα σας. Κερνάω καφέ εδώ δίπλα», είπε ο νεαρός άντρας και του έδειξε μια καφετέρια που την έλεγαν Space Oddity.

Ο κύριος Σέριμαν είναι αλήθεια πως αιφνιδιάστηκε ξανά. Κρύωνε και ήθελε ένα ζεστό καφέ. Αυτομάτως όμως ξαναέγινε ο παλιός, αντικοινωνικός εαυτός του. Μα τι είναι αυτά που σκέφτομαι; Καφέ; Δεν γίνεται, πρέπει να πάω στη δουλειά μου!

Και τι μπορεί να θέλει αυτός ο άνθρωπος από μένα; Τι να έχει να μου πει;

«Έχετε καμία σχέση με την εταιρία στην οποία εργάζομαι; Μήπως δουλεύετε σε κάποια ανταγωνιστική εταιρία; Αν είναι αυτό σας λέω από τώρα πως χάνετε τον καιρό σας… κύριε;»

«Με λένε Πασκάρ. Και όχι, δεν έχω καμία σχέση με τη δουλειά σας», είπε εκείνος χαμογελώντας.

Ο κύριος Σέριμαν πρόσεξε πως το χαμόγελό του ήταν ζεστό, φιλικό και ειλικρινές. Ακαταμάχητο. Ένα χαμόγελο που θα μπορούσε να κερδίσει μια κοπέλα αμέσως.

Μα τι είναι αυτά που σκέφτομαι;

Ο κύριος Σέριμαν προσγειώθηκε ξανά στην πραγματικότητα, τη δική του άτεγκτη πραγματικότητα.

«Τότε δεν με ενδιαφέρει ό,τι κι αν έχετε να μου πείτε κι έχω ήδη αργήσει, γεια σας» είπε ο κύριος Σέριμαν κι απομακρύνθηκε. Είχε διανύσει μόλις τρία βήματα όταν γύρισε και συμπλήρωσε θυμωμένα: «και μην διανοηθείτε να με ακολουθήσετε ξανά, θα φωνάξω την αστυνομία».

Ο νεαρός δεν έχασε το χαμόγελό του, αλλά έμεινε να τον κοιτάζει ακίνητος. Το κρύο ήταν ακόμα πιο δριμύ αλλά εκείνος δεν έδειχνε να το προσέχει κι ας φορούσε μόνο τη λεπτή βαμβακερή φόρμα.

Όταν ο κύριος Σέριμαν χάθηκε στη γωνία του δρόμου, ένα πουλάκι ήρθε και κάθισε στον δεξιό ώμο του νέου άντρα που είχε συστηθεί ως Πασκάρ.

Κανείς δεν το πρόσεξε.

֍

Την άλλη μέρα νωρίς το απόγευμα, μόλις ο κύριος Σέριμαν σχόλασε από τη δουλειά του πήρε κανονικά το λεωφορείο και κατέβηκε στη γνωστή του στάση. Ήταν Πέμπτη και στο πρόγραμμά του υπήρχαν μερικά ψώνια από ένα μπακάλικο κοντά στο σπίτι του.

Ο κύριος Σέριμαν, κουρασμένος, βάδιζε με αργό βήμα όταν είδε μπροστά του τον νέο άντρα. Στεκόταν ακίνητος στη μέση του πεζοδρομίου κι οι υπόλοιποι διαβάτες τον απέφευγαν σαν να ήταν το πιο φυσικό εμπόδιο στον δρόμο τους, όπως μια κολόνα για παράδειγμα. Φορούσε την ίδια γκρίζα φόρμα.

«Γεια σας κύριε Σέριμαν», είπε ο άντρας εγκάρδια χρησιμοποιώντας το ίδιο ζεστό και γοητευτικό χαμόγελο που είχε και χθες.

Ο κύριος Σέριμαν αποφάσισε να μην του μιλήσει καθόλου. Του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα και πέρασε δίπλα του.

«Κύριε Σέριμαν, αφήστε με να σας κεράσω ένα ζεστό ρόφημα», είπε ο νέος άντρας, αλλά ο κύριος Σέριμαν δεν του απάντησε. Ο άντρας δεν ξαναμίλησε και ο κύριος Σέριμαν πίστεψε πως τον είχε ξεφορτωθεί ξανά όταν άκουσε πίσω του μια σύντομη φράση.

«Έχω όλο τον καιρό του κόσμου, κύριε Σέριμαν».

Ο κύριος Σέριμαν κοντοστάθηκε μα δεν γύρισε αμέσως. Το σκέφτηκε λίγο. Τι πάει να πει αυτό, αναρωτήθηκε. Κι έπειτα στράφηκε.

Ο άντρας ήταν εκεί και τον κοιτούσε. Υπομονετικά. Με το ίδιο χαμόγελο. Κι αμέσως μετά σήκωσε το δάχτυλο και του έδειξε μια καφετέρια που λεγόταν Infinity.

Ο κύριος Σέριμαν κοίταξε νευρικός το ρολόι του. Αυτή την ώρα κανονικά θα τελείωνε τα ψώνια του. Ήδη είχε χάσει μερικά λεπτά της ζωής του. Γι’ αυτόν τον άγνωστο.

Τι να έκανε; Μα τι έκανε; Θα έπινε ποτέ καφέ μ’ έναν άγνωστο;

Κι αυτή η κουβέντα γύρισε πάλι στον νου του.

Έχω όλο τον καιρό του κόσμου κύριε Σέριμαν.

Δηλαδή; Με απειλείς; Ότι αν δεν καθίσω μαζί σου δεν θα με αφήσεις σε χλωρό κλαρί; Θα μου γίνεις στενός κορσές;

Θύμωσε. Γύρισε να του τα πει ένα χεράκι.

Τότε όμως συνειδητοποίησε πως ο άντρας είχε πλησιάσει και στεκόταν ακριβώς δίπλα του.

Ήταν πολύ πιο ψηλός από εκείνον, μα ο κύριος Σέριμαν δεν ένιωσε καμία απειλή. Αντιθέτως. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε ότι αυτός ο άγνωστος εξέπεμπε μια ηρεμία, μια πραότητα, μια γαλήνη. Και το χαμόγελό του ήταν εκεί. Ακαταμάχητο. Ο κύριος Σέριμαν συλλογίστηκε ότι τέτοιες σκέψεις δεν είχε ξανακάνει ποτέ για κανέναν άνθρωπο, ούτε για άντρα ούτε για γυναίκα.

Ακολούθησε τον άντρα μέχρι την καφετέρια χωρίς να πει τίποτα. Από μέσα του σκέφτηκε: Ας δούμε λοιπόν τι έχει να μου πει.