Καίη Τσιτσέλη, Το μακρινό, μακρόσυρτο, σφύριγμα ενός τρένου μέσα στη νύχτα

Τα τρένα: Μυθολογία και λασπωμένα πόδια

Στην εποχή των υπερηχητικών αεροπλάνων, το τρένο αποκτά μια ρομαντική αίγλη. Είναι άραγε το ρετρό στοιχείο; Το τρένο ήταν ένα από τα κυριότερα μεταφορικά μέσα του 19ου αιώνα – ενός κόσμου που χάθηκε. Τον 20ό αιώνα, μια καινούργια τέχνη, ο κινηματογράφος, επισφράγισε αυτή τη γοητεία. Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν του Χράμπαλ, τα τρένα της Άγκαθα Κρίστι, του Χίτσκοκ· το τρένο της περιπέτειας του Φιλέα Φογκ, το τρένο του χαμένου έρωτα στη Σύντομη συνάντηση, το τρένο του θανάτου στην Άννα Καρένινα, υπάρχουν αναρίθμητα παραδείγματα. Ακόμα και σε μοντέρνα τραγούδια, όπως η θρυλική Λώρα: φευγαλέα οπτασία, «ένα πρόσωπο σε ένα τρένο που περνάει», λέει το τραγούδι. Πάντα αυτό το στοιχείο του φευγαλέου, του χαμένου.

Ποιος δεν ανατρίχιασε ακούγοντας το μακρινό, μακρόσυρτο, σφύριγμα ενός τρένου μέσα στη νύχτα; Είναι ένας ήχος που εμπεριέχει όλη τη θλίψη της αναχώρησης ή μιας άλλης γειτονικής έννοιας που μοιάζει ετυμολογικά με την «αναχώρηση» – του χωρισμού.

Μέσα στο τρένο, σε συνοδεύει ένας άλλος αδιάκοπος ήχος: ο ήχος των τροχών πάνω στις ράγες, ρυθμικός, πάντα ίδιος, ώσπου εγκαθίσταται μέσα στο σώμα και το μυαλό σου· κάποια φράση ή κάποιο όνομα αγκιστρώνεται στο ρυθμό του τρένου και σε καταλαμβάνει σαν έμμονη ιδέα. Παρατεταμένος αποχαιρετισμός.

Και το πλοίο, βέβαια, έχει μια ρομαντική γοητεία· σύμβολο αναχώρησης κι αυτό, όμως με μια νότα αισιοδοξίας, ξεκινήματος. Σε άλλους τόπους, σε άλλη μέρη E la na ve va… Ακόμα και τα μαρτυρικά πλοία των μεταναστών: κοιτάζουν μπροστά, στην καινούργια χώρα, στο έστω και αβέβαιο μέλλον. Το τρένο κοιτάζει πίσω· εγκαταλείπει στο διάβα του τηλεγραφόξυλα, ανθρωπάκια, σπίτια, πόλεις. Κοιτάζεις από το παράθυρο και βλέπεις το τοπίο να γλιστράει προς τα πίσω, να χάνεται, μια συνεχής απώλεια. Ίσως να είναι αυτό που φορτίζει το σφύριγμα του τρένου με θλίψη. Στο πλοίο η θάλασσα είναι πάντα εκεί, μια σταθερή παρουσία, αμετάβλητη μέσα στην εναλλαγή των κυμάτων της.

Οι σιδηροδρομικοί σταθμοί: οι μεγάλοι πρωτευουσιάνικοι σταθμοί, που αντηχούν σαν χοάνες, θαμποί από ατμούς, γκρίζοι και χειμωνιάτικοι, όσο και να λάμπει ο ήλιος έξω. Οι μικροί, επαρχιακοί σταθμοί, απομονωμένα φυλάκια μέσα σε μιαν ερημιά, όπου αμφιβάλλεις αν θα σταματήσει ποτέ κάποιο τρένο. Δύο κόκκινα φώτα, σαν ξάγρυπνα μάτια, τοποθετημένα χαμηλά στο τελευταίο βαγόνι, απομακρύνονται μέσα στη νύχτα. Ο επαρχιώτικος σταθμός μένει εντελώς άδειος. Τρένα του Αγγελόπουλου. Ιδού, ο κινηματογράφος προβάλλει ξανά, διαμορφώνει τις εικόνες. Προεκτάσεις, εποικοδομήματα που τρέφουν το ρομαντισμό.

Τα τούνελ: η βίαιη διακοπή στη ροή του τοπίου, το ξαφνικό βύθισμα στο τίποτα – σαν να τυφλώνεσαι, όσο και να προσπαθούν τα αναιμικά φώτα να παλέψουν με το σκοτάδι. Ο ρυθμικός ήχος του τρένου γίνεται εκκωφαντικό σφυροκόπημα μέσα στο στενό χώρο του τούνελ. Όχι πια θλίψη, αλλά ένας ακαθόριστος φόβος. Πού πάμε έτσι ακάθεκτοι μέσα στο έρεβος; Καιρός να προσγειωθούμε. Υπάρχουν και τα τρένα του Άουσβιτς.

Κι αυτά, όμως, άμα το καλοσκεφτούμε, τα γνωρίσαμε, οι περισσότεροι από μας, από φωτογραφίες, από την τηλεόραση, από τον κινηματογράφο. Ψάχνω στο μνημονικό μου να βρω μια εικόνα τρένου βιωμένη, άθικτη από το άγγιγμα του κινηματογράφου.

Ταξίδεψα πολύ με τρένο στη ζωή μου. Τελικά, ένα τρένο μονάχα ξεχωρίζει στη μνήμη μου με την άρνησή του να υποδυθεί οποιοδήποτε ρομαντικό χαρακτήρα. Απεναντίας, μου ξανάρχεται στο νου το κωμικό, τραγικό, καθόλου ρομαντικό, στοιχείο του εξάωρου ταξιδιού που έκανα μ’ αυτό το τρένο. Ήταν το 1957, ταξίδευα με τον Ν. από τη Ναβάμπσα, ένα χωριό του Πακιστάν, στο Καράτσι, την πρωτεύουσα. Υπήρχε, μας είπαν, ένα τρένο με κλιματισμό, αλλά δεν βρήκαμε θέσεις. Μπορέσαμε τελικά να εξασφαλίσουμε ένα άδειο διαμέρισμα πρώτης θέσης σ’ ένα από τα μη κλιματιζόμενα τρένα. Ας σημειώσω εδώ πως το σιδηροδρομικό δίκτυο που κληροδότησαν οι Άγγλοι αποικιοκράτες στην Ινδία και το Πακιστάν γρήγορα έγινε το πιο δημοφιλές μέσο συγκοινωνίας για τους κατοίκους της.

Ξεκινήσαμε 12 η ώρα το μεσημέρι. Η θερμοκρασία: 47 βαθμοί. Η ατμόσφαιρα μέσα στο διαμέρισμα ασφυκτική – φυσικά. Το παράθυρο κλειστό· πολύ σωστά, αφού έξω έκανε περισσότερη ζέστη από ό,τι μέσα. Παρατήρησα έναν σκουριασμένο, εντοιχισμένο ανεμιστήρα απέναντι από το κάθισμα. Παντού, στο κάθισμα, στο πάτωμα, σε όλες τις επιφάνειες, υπήρχε ένα παχύ στρώμα σκόνης. Φαίνεται πως οι λευκοί, παντού και πάντοτε προνομιούχοι, απέφευγαν επιμελώς αυτό το τρένο, κι ας είχε πρώτη θέση, και το διαμέρισμα είχε καιρό να χρησιμοποιηθεί. Ήταν και η σκόνη από την έρημο του Sind, που εισχωρεί παντού.

Κάποια στιγμή ξεκινήσαμε, αφήνοντας πίσω μας την οχλοβοή του σταθμού. Ανοίξαμε το παράθυρο, με την ελπίδα πως η ταχύτητα του τρένου θα έφερνε κάποια δροσιά, κάποιο φύσημα αέρα. Μάταιη ελπίδα – ναι, ο αέρας μας χτύπησε καταπρόσωπο, αλλά ήταν πύρινος· όπως όταν πλησιάσεις πολύ κοντά μια φωτιά.

Σε λίγο φτάσαμε σ’ ένα μικρό σταθμό. Ο Ν. ξαφνικά καταλήφθηκε από μια φαεινή ιδέα: άνοιξε το παράθυρο, έσκυψε, και τον είδα να γνέφει σε κάποιον. Πλησίασε τότε ένας μικροπωλητής που κουβαλούσε μια κολόνα πάγου. Αυτές οι κολόνες πάγου που βάζαμε κάποτε στις παγωνιέρες μας, τυλιγμένες σε λινάτσα, πριν γενικευτεί η χρήση των ηλεκτρικών ψυγείων.

Ο Ν. τοποθέτησε την κολόνα πάγου στο πάτωμα, ακριβώς κάτω από τον αρχαίο ανεμιστήρα. Έπειτα γύρισε τον διακόπτη, και ω του θαύματος, ο ανεμιστήρας άρχισε να περιστρέφεται· με αναστεναγμούς και τριξίματα, αλλά πάντως δούλευε. Σε λίγα λεπτά, αυτή η πρωτόγονη μέθοδος κλιματισμού άρχισε να αποδίδει. Ο ζεστός αέρας, περνώντας πάνω από τον πάγο, μετατρεπόταν σε δροσιά, που σιγά σιγά απλωνόταν στο διαμέρισμα. Όμως ο πάγος έλιωνε πολύ γρήγορα. Σε κάθε σταθμό –κι ευτυχώς ήταν πολλοί οι σταθμοί στη διαδρομή μας– μια καινούργια κολόνα πάγου αντικαθιστούσε τη λιωμένη.

Βέβαια αυτή η πολύτιμη δροσιά είχε το αντίτιμό της. Δεν εννοώ τα χρήματα μόνο, αλλά τις αναπόφευκτες συνέπειες το do it yourself κλιματισμού: λιώνοντας ο πάγος ανακατευόταν με το παχύ στρώμα σκόνης και δημιουργούσε μια πηχτή λάσπη που απλώθηκε σ’ όλο το πάτωμα. Αναγκαστήκαμε να μαζέψουμε τα πόδια μας στο κάθισμα, σαν μαϊμούδες, για ν’ αποφύγουμε το λασπόλουτρο. Τελικά, βέβαια, δεν το αποφύγαμε: φτάνοντας στο Καράτσι, για να βγούμε από το τρένο μπήκαμε στη λάσπη μέχρι τον αστράγαλο.

Από τα βαγόνια της τρίτης θέσης ξεχυνόταν ένα πλήθος ταλαιπωρημένων ανθρώπων, που είχαν κάνει την ίδια διαδρομή ο ένας απάνω στον άλλον χωρίς πάγο, βέβαια. Η λάσπη μας σημάδευε σαν ένα αδιάψευστο προνομιακό στίγμα. Βγήκαμε βιαστικά από το σταθμό.

*

[Καίη Τσιτσέλη (1926-2001), από Ο χορός των ωρών, Διηγήματα, εκδόσεις Άγρα, 1998

φωτο: Στράτος Φουντούλης

✳︎