Ευγενία Νικητίδου, Αχάραγα στον σταθμό

Διψάω υπερβολικά. Το ρολόι δείχνει 5:00 πμ και το τρένο μου φεύγει στις 6:30. Η Αθήνα άδεια μέσα στον Αύγουστο και το ταξί δεν καθυστερεί καθόλου στους δρόμους. Έχω φτάσει πολύ νωρίς στο σταθμό. Τέτοια ώρα είναι κλειστά τα καφέ και οι φούρνοι. Δεν με ενδιαφέρει κάτι φαγώσιμο, αλλά για μια γουλιά εσπρέσσο, θα έδινα τα πάντα αυτήν την στιγμή. Δεν ξέρω γιατί έφυγα αξημέρωτα απ’ το σπίτι. Απλά δεν με χωρούσε ο τόπος. Μάζεψα σε μια βαλίτσα πέντε αλλαξιές, τον φορτιστή μου, μια οδοντόβουρτσα κι έτρεξα σαν κυνηγημένη. Άραγε κλείδωσα; Η σκέψη μου προκαλεί θυμηδία. Λες και τι θα μου κλέψουν; Μια παλιοτηλεόραση κι ένα λάπτοπ για πέταμα. Ας είναι.

Επιστρέφω στο παρόν. Σιγά σιγά αρχίζουν κι εμφανίζονται κι άλλοι ταξιδιώτες. Άλλη μια μέρα μόλις ξεκίνησε. Παρατηρώ τον κύριο που κάθεται δίπλα μου. Ακριβό κοστούμι, άρωμα, μάλλον το καινούργιο της Prada, και χαρτοφύλακας. Επαγγελματικό ταξίδι, βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου. Οι αχνές ρυτίδες που σχηματίζονται στο μέτωπο και γύρω απ’ τα μάτια του μαρτυρούν ότι διανύει την πέμπτη δεκαετία της ζωής του. Το ίδιο φαίνεται να υπογραμμίζουν και οι διάσπαρτες γκρίζες τρίχες που, όμως, κρύβονται επιμελώς απ’ το τζελ που φοράει στα μαλλιά. Αν είχα λίγο θράσος, θα του έπιανα την κουβέντα. Αλλά ποτέ δεν είχα.

Στο μόνο που είμαι καλή είναι να πλάθω ιστορίες με το μυαλό μου. Από παιδί το είχα αυτό το κακό συνήθειο. Περνούσα ώρες ατελείωτες παρατηρώντας άγνωστους σε μένα ανθρώπους στο τραμ ή στο λεωφορείο στην επιστροφή απ’ το σχολείο. Σκαρφιζόμουν πώς να ‘ναι οι ζωές τους. Τους περίμενε, άραγε, κανείς σπίτι; Είχαν έντονη κοινωνική ζωή με αμέτρητες προσκλήσεις σε πάρτι ή έτρωγαν το προθερμασμένο βραδινό τους μοναχικά, μπροστά από μια βουβή τηλεόραση; Η μάνα μου όλο με μάλωνε γι’ αυτήν την αναπτυγμένη μου φαντασία. Σταμάτα να πετάς στα σύννεφα, η μόνιμη επωδός της. Σαν να την ακούω μες στο κεφάλι μου. Κι ας έχουν περάσει δέκα χρόνια απ’ το φευγιό της.

Πάρτε καλέ κυρία ένα στυλό, με πλησιάζει ένας νεαρός. Είναι δεν είναι είκοσι. Αποστεωμένος, μάγουλα ρουφηγμένα, μαύροι κύκλοι, δόντια που έχουν πέσει. Το τζιν που φοράει με το ζόρι στέκεται στην ανύπαρκτη μέση του. Ξέρω γιατί τα θέλει τα λεφτά. Το ρημάδι τον έχει αφήσει ανθρώπινο σακί με κόκαλα. Παρόλα αυτά, βγάζω ένα δίευρο απ’ το πορτοφόλι και του το ρίχνω προσεκτικά στη χούφτα. Εκείνος συνεχίζει το ίδιο τροπάριο στον κοστουμαρισμένο δίπλα χωρίς καμία ανταπόκριση.

Υπάρχουν και χειρότερα σκέφτομαι.  Δες τον καλά, λέω στον εαυτό μου. Νέο παλικάρι κι όμως ένα βήμα πριν τον τάφο. Αλλά αυτό δεν με γεμίζει ευγνωμοσύνη για τη δική μου κατάσταση. Άραγε μπορείς να πεθάνεις κι από πονεμένη καρδιά; Πρέπει να το ψάξω. Σαράντα χρόνια μιας υπέροχης ψευδαίσθησης. Σαράντα χρόνια ανιδιοτελούς προσφοράς χαμένα από μια προδοσία. Στον κάδο σκουπιδιών κι έξω από την πόρτα μας. Και τώρα τι κάνω; Είμαι μια γυναίκα που πρέπει να μάθει να ζει απ’ την αρχή, χωρίς δεκανίκια. Σαν βρέφος που μαθαίνει να μπουσουλάει. Πρέπει να μάθω να μπουσουλάω κι εγώ. Αλλά πρώτα πρέπει να βάψω αυτές τις αναθεματισμένες άσπρες τρίχες. Να ‘ρθω σε επαφή με την κρυμμένη μου θηλυκότητα. Το άκουσα στην τηλεόραση από μια γκουρού της αυτοβελτίωσης και μ’ άρεσε. Γι’ αυτό και πήρα όλο μου το βιος σε μια βαλίτσα με ροδάκια. Φεύγω για έναν προορισμό που μόλις χθες επέλεξα. Έτσι, στην τύχη. Μια αυθόρμητη κι επιπόλαια κίνηση για ένα νέο κεφάλαιο μιας ζωής γεμάτης ορθολογισμό και δισταγμούς. Παραιτήθηκα απ’ τη δουλειά μου, σκυλιά-γατιά δεν έχω, σε δυο φίλους έγραψα ένα γράμμα με λίγες αράδες. Άλλωστε, τα εξήντα είναι τα νέα σαράντα. Έτσι τουλάχιστον άκουσα να λένε.

*

©Ευγενία Νικητίδου

φωτο: Στράτος Φουντούλης

✳︎