Σταύρος Σταυρόπουλος, Πέντε ποιήματα

Από τη συλλογή ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΙ ΜΑΖΙ, εκδ. Σμίλη, 2014, 2018

ΑΙΜΑ
 
Ήθελες να εξηγήσεις το νόημα
Σ’ ένα ακατόρθωτο σύμπαν
Και αποσύρθηκες
Με τα πλησιέστερα πρόσωπα
Μιας τέτοιας συνοδείας
Ενώ το φίδι
Ένευε κατευναστικά
Στην απάτη

Ίσως το πήρες και αγκαλιά
Εκείνες τις πρώτες νύχτες
Για να αντικαταστήσεις
Τον κόσμο που έλειπε
Με επείγον δέρμα
Το δηλητήριο στην αρχή είναι γλυκό
Μουδιάζει ο θάνατος
 
Ήμουν εκεί όταν άλλαζαν τη δοσολογία του
Τις ώρες που η πραγματικότητα
Δεν υποχωρούσε
Όχι για το μέλλον
Δεν υπάρχει κανένα μέλλον
Στους νεκρούς
Αλλά για να μη μένει η καρδιά
Μόνη της
 
Δεν είναι ανάγκη να σκέφτεσαι τον Βαν Γκογκ
Ή την κυνηγετική καραμπίνα του Χέμινγουεϊ
Δεν χρειάζεται ούτε η τραγωδία
Που έζησε ο Νίτσε
Στο αρχαίο νησί Νάξος
Μετά την προδοσία της Αριάδνης
Είναι ανυπόφορο να είσαι ο Αρτώ
Και να μην μπορείς να κατευθύνεις τους ηθοποιούς σου
Στο θέατρο της σκληρότητας
Επειδή ο Λακάν στο άσυλο
Άλλαξε χέρια
 
Καμιά φορά σε βλέπω
Κατεβαίνεις το δρόμο προς το βιβλιοπωλείο
Με όλο τον εγκόσμιο φόβο σου
Για να με συναντήσεις
Φοράς το χακί φόρεμα
Τα τελευταία δυο κουμπιά ανοιγμένα
Σαν ερωτευμένες βεντάλιες
Έχω μικρύνει τόσο πολύ
Που δεν με βλέπεις
Μια τέλεια απομίμηση του εαυτού μου
 
Σκουπίζω τη σέλα της μηχανής
Για να ανέβεις
Μαθαίνω να μιλάω στα δάχτυλα μου
Μετά τα κόβω
Και τα βάζω για ύπνο στον κόλπο σου
Με άγνωστα όνειρα
 
Γράφω
Γιατί δεν μπορεί να συμβεί τίποτε άλλο
 
Εκτός από αυτό
 
Το αίμα
 
*
ΟΚΝΗΡΙΑ
 
Στο δρόμο δεν βλέπω ανθρώπους
Αλλά ιδέες φυγής
Για να σε ξεχνάω λιγότερο
 
Στην τσέπη μου
Καινούριοι νεκροί
Σέρνουν τα λερωμένα κουπιά τους
Απ’ τις μασχάλες
Τα παρκάρουν δίπλα σε μαύρα περίπτερα
Για να ψωνίσουν τις τελευταίες ελπίδες
Ή κάποια αξιολύπητα φάρμακα
Απαραίτητα
Για να συνεχίσει ο κόσμος
 
Είσαι ακόμη κίτρινη
Μέσα στο μπλε
Τώρα που ο ήλιος
Σώπασε στα μαλλιά σου
Και το χρυσαφένιο σου κατόρθωμα
Έχει χαθεί
 
Μη βάφεις τα μάτια σου άλλο
Κρύβεται η ίριδα
Κυλάει το μαύρο ερωτευμένα
Και κάνει επίπεδα στο αίμα
 
Κοίτα το κοράκι στο παράθυρο
Επαναλαμβάνει ποτέ πια
Επιστρέφοντας
Στις ασαφείς προφητείες σου
 
Κοίτα τα γόνατά σου
Είναι αφόρετα
Σαν ολοκαίνουρια ζάλη
Πάνω απ’ το λαιμό μου
 
Πεθάναμε την ίδια ημερομηνία
Όπως ο Σελίν με τον Χέμινγουεϊ
Μας κρέμασαν ένα σωρό χάντρες παντού
Να μη μας πιάνει η απόλαυση
Η δική σου ανάσταση όμως προηγήθηκε
Έγινε δέκα λεπτά νωρίτερα
 
Έτσι εξηγείται το γεγονός
Ότι σε πλησιάζουν συνέχεια λύκοι
Και μυρίζουν κάτω απ’ τη φούστα σου
Σαν τρελοί
Αναγνωρίζοντας
 
Τα θαμμένο μου πτώμα
 
*
ΟΡΓΗ
 
Στο μυστικό σου θάλαμο
Χωρίς το έκπληκτο φως της μέρας
Όλα τα ανώφελα βήματα
Γίνονται προσευχές
Ο ήλιος δύει στο στήθος σου ήρεμα
Με μια ανυπολόγιστη κεντητή φωτιά
Γεμάτη κόκκινες ρόγες και βιβλία
 
Στη μέση η θάλασσα παγωμένη
Άναυδα νερά
Πανηγυρικά στρωμένα
Σε οικογενειακά κειμήλια
Με επίσημη κουβέρτα
 
Ο πανικός απλωμένος παντού
Στις εγκοπές του λαιμού σου
Ο Μοντιλιάνι ήταν ή ο Μιχαήλ Άγγελος
Που στήριζε την κολώνα του ;
Ένα τιμόνι πλοίου
Με σημαδεμένες γραμμές στο ξύλο
Μετρά τις μέρες που έφυγαν
 
Τα έπιπλα όλα αποκαμωμένα
Κρεμασμένα απ’ τα μάτια σου
Σαν σκουπίδια
Τι να μου έλεγες άραγε σε κείνη τη φωτογραφία;
Δεν χαιρετούσα απλώς πνιγόμουν
Μου απαντά δυνατά η Στήβι Σμιθ
 
Αδύνατον να ρωτήσω τέτοια παρερμηνευμένη σιωπή
Τόσα αχρησιμοποίητα δάχτυλα
Οι παρωνυχίδες σου όλο μάτωναν
Απ’ τις λέξεις;
Από το σιδερένιο στόμα της Κυριακής;
Από τις πρόβες θανάτου;
 
Η περικεφαλαία της λύπης
Σαν καταραμένο οικόσημο στο κεφάλι σου
Μου φαινόταν λαθραία
Πάντα μου φαίνονταν λαθραία
Τα πράγματα που δεν καταλάβαινα
Κάποιος την είχε περάσει κρυφά απ’ τα σύνορα
Και την εκτελώνισε πάνω σου με βία
Ποτέ σου δεν κατάφερες να υπολογίσεις
Το βάρος μιας φρίκης
Ήσουν κακή στα μαθηματικά
 
Την έβδομη μέρα
Περπάτησες μέχρι την άκρη
Στις άγνωστες πόλεις των παιδιών
Οι αρτηρίες σου είχαν σπάσει
Έφτασες κάπου που δεν υπήρχε αλλού
Ασυνήθιστη με τους χρόνους μπερδεύτηκες
Ανάμεσα στον Παρατατικό και τον Ενεστώτα
Ξεχνώντας το Μέλλοντα να αχνίζει
Σαν υγραέριο
Κάτω απ’ το κομοδίνο σου
 
Άφησες τα ποιήματα σε μένα
Και έσβησες το φως
 
Στον ύπνο σου βάλε και το δικό μου θάνατο
Με καθαρά σεντόνια
Αύριο θα μαγειρέψω εγώ
Ανύπαρκτους θεούς
Υποβρύχια δέντρα
Και ερωτευμένες πατάτες
Που σου αρέσουν
 
Καληνύχτα
 
*
ΣΤΑΣΗ
 
Μια μέρα πέρασα απ’ τη στάση που σε έχανα
Ήθελα να μιλήσω στον Παλαμά
Φαντάσου εμένα
Που δεν τον δεχόμουν ούτε στις βιβλιοθήκες μου
Να προσέρχομαι σε μια τέτοια συνάντηση
Ανοιχτού δρόμου
 
Είχε πολλές φορές επικροτήσει
Με απλόχερα ποιήματα
Το βήμα των ημερών εκείνων
Και αισθανόμουν υποχρεωμένος
Να του πιάσω κουβέντα
Να ξεχάσει για λίγο
Τη δική του ασάλευτη ζωή
 
Μέσα στο δωδεκάλογο του έρωτα
Το κεφάλι του σα να είχε γείρει
Περισσότερο προς τα δεξιά
Βούλιαζε στην παλάμη του
Όπως συμβαίνει συχνά στα αγάλματα
Που δεν αντέχουν την ακινησία
 
Ήταν σίγουρα λυπημένος
Που δεν σε έβλεπε
 
Αναρωτιέμαι μερικές φορές
Όταν απευθύνεσαι στους τοίχους
Με όλη την αναίδεια της παλάμης σου
Τι σου απαντούν
Τους αγγίζεις για να νιώσεις
Τα λεξήματα των χρησμών τους;
Σε προστατεύει η  απελπισία τους;
Έρχεται τις νύχτες θεός
Να ξεγελάσει την απουσία μου;
 
Συνεχίζω και γράφω γράμματα
Σε δειλούς κόσμους
Γαντζώνομαι από τον παλμό των ήχων
Οι εκκλησίες είναι πάντα γεμάτες γραμματόσημα
Η πόλη ρίχνει τα ζάρια της στο στόμα μου
Φτύνω δυο φορές το έξι
Στη γλώσσα των σιωπηλών
Σημαίνει επιμένω
 
Υπάρχουν ακόμα οι παρενθέσεις
Όλες στα δάκρυα
Σαν διπλωμένες σημαίες
Έτοιμες να καούν
Τις απλώνεις μπροστά μου
Άρρωστα σταυρόλεξα
Άχρηστα μάτια
Μοιάζεις με μνήμη
Που έχασε τις κηλίδες της
Σου αφήνω τις λέξεις στη στάση
Και φεύγω
 
Τελικά ο Παλαμάς δεν βοήθησε και πολύ
Απομακρύνθηκα γρήγορα
Απογοητευμένος από το άδειο του δέρμα
Άσε που δεν είχα
Καμία όρεξη
 
Να δω τον Σικελιανό
Να πλησιάζει
 
*
ΖΩΗ
 
Όταν τελείωσε ο κόσμος ήσουν εκεί
Με τις κόκκινες πέτρες σου
Τον τοποθέτησες αποφασισμένη στον κόλπο σου
Ένας μικρός σφαιρικός κάλυκας
Λιγότερο βέβαιος από σένα
Και τον κατάπιες
Με ανάρμοστη λαιμαργία
 
Αποθήκευσες εκεί
Μέσα στο ακέραιο φύλο σου
Το άγαλμα ενός Ινδιάνου μάγου
Ένα χρυσαφένιο παιδί
Τις καμπάνες που έλειπαν
Τη ζάλη του ήλιου πριν τη σφαγή
Και τον απαραίτητα αθώο φαλλό
Που περίμενε αχρησιμοποίητος
Στο πίσω μέρος της πόλης
 
Ένα μπαλόνι ζωής φούσκωνε στην κοιλιά σου
Σαν ηλεκτρικός κατάσκοπος
Που φοβόταν να φανερωθεί
Τα νερά του πλακούντα
Τα μεγάλα νερά εκείνης της θάλασσας
Έκαναν το γύρο των ματιών μου
Όρθια σφιχτά στήθη
Προδομένα  από απελπισία
 
Αφαίρεσες τα βάσανα
Από τις Ελληνικές τραγωδίες
Σκαρφαλώνοντας μέχρι το στόμα μου
Για να κυοφορήσεις σωστά
Μετά παραβρέθηκα στη συνέλευση κάποιων θεών
Και μου είπαν να εφεύρω τον καινούριο νόμο
Έπρεπε να προλάβω το ατύχημα
Με την αγωνία του νερού που αντέχει
 
Άγγιξα το μπούτι της και ο θάνατος χαμογέλασε
Μέσα από το σκισμένο ύφασμα
 
Όταν γεννήθηκε ο κόσμος ήμουν εκεί
Μεγάλωνα τη ζωή του
Ανάμεσα στο καλό και στο κακό
Για να σε κάνω αθάνατη
Έκοψα το λώρο
Για να μείνουμε οι δυο μας
Να μετρηθούμε
Με το νέο πολίτευμα
 
Έκανες ένα βήμα πίσω
Δυο βήματα μπροστά
Ένα πίσω
 
Αν χαθείς τώρα
Θα πάρω τον τελικό φόνο σου
Θα τον κολλήσω στη γλώσσα μου
Με τα χνώτα του αυτοκράτορα
Κρεμασμένα από ένα πράσινο φίδι
 
Και έτι καθ’ υπερβολήν
Οδόν υμίν δείκνυμι
 
Μην κάνεις έτσι
Μη φοβάσαι
 
Ένα βιβλίο είναι μόνο
Μια γρατζουνιά κόκκινου
Όλος ο θάνατος
Είναι μετά
 
Η επόμενη γη
 
Θα έχει μόνο λογοτεχνία

*
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος γεννήθηκε στο Μοσχάτο το 1962. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο και έχει συνεργαστεί ως αρθρογράφος με πολλά έντυπα και εφημερίδες. Την επταετία 2001 – 2008 διατηρούσε μόνιμη στήλη στην εφημερίδα metro με θέμα το βιβλίο και την τριετία 2008-2011 υπήρξε βασικός συντάκτης της εφημερίδας Ελευθεροτυπία στο ένθετο Βιβλιοθήκη, όπου διατηρούσε, εκτός των άλλων και την στήλη «Νύχτα είναι, θα περάσει». Για τρία χρόνια δούλεψε ως παραγωγός στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ Open στην εκπομπή «Ολομόναχοι μαζί» που είχε σαν θέμα καλεσμένους από τον χώρο της λογοτεχνίας και του πολιτισμού γενικότερα, με έμφαση ιδιαίτερα στη μουσική.
Κυκλοφορούν 25 βιβλία του εκ των οποίων τρία έχουν μεταφερθεί στο θέατρο. Η τετραλογία Πιο νύχτα δεν γίνεται (Οξύ 2011) – Μετά (Απόπειρα 2012) – Καπνισμένο κόκκινο (Σμίλη 2013) και Ολομόναχοι μαζί (Σμίλη 2014) εγκαινιάζει την λεγόμενη Κοσμική τετραλογία, και θεωρείται έργο αναφοράς, σαν μια μεγάλη, φασματική αλληγορία που διαρρηγνύει τα πλαίσια του Κανόνα.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Γαλλικά, στα Γερμανικά, στα Ισπανικά και στα Σέρβικα.

*

φωτο: Στράτος Φουντούλης

✳︎