Philippe Borgeaud, Η ευρωπαϊκή σκέψη περί θρησκειών ―κυκλοφορεί [απόσπασμα]

Από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσες Κρήτης ―Μετάφραση: Μαρία Πατέρα

Κύριος, Deus, Πατήρ ημών, Γιαχβέ, Ελοχίμ, Αδωνάι, Ιησούς ή Αλλάχ: όλα φαίνεται να έχουν μια «συγγένεια». Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να μεταφράσουμε το ένα στο άλλο ούτε ότι ταυτίζονται, όπως ισχυρίζονται όσοι εισηγούνται την έννοια των «αβρααμικών θρησκειών». Είναι γεγονός ότι μόνο τρεις θρησκείες αναφέρονται σε αποκαλύψεις και μας παροτρύνουν να πιστέψουμε σε έναν Θεό που αποκαλύπτεται από μόνος του με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το αν είμαστε εβραίοι, χριστιανοί ή μουσουλμάνοι.

Ο Philippe Borgeaud υπογραμμίζει όμως ένα σημείο νευραλγικό: Για τον ιστορικό ή για τον ανθρωπολόγο, το ισλάμ, ο χριστιανισμός, ο ιουδαϊσμός, ο βουδισμός, ο ανιμισμός ή ο ινδουισμός δεν υπάρχουν καθ’ εαυτούς, όπως δεν υπάρχουν και οι θεοί με τους οποίους συσχετίζουμε αυτές τις θρησκείες. Άρα η θρησκεία δεν είναι παρά τα λόγια, τα αισθήματα και οι πράξεις όσων ανακηρύσσονται υπέρμαχοι ή πολέμιοί της. Για να αντιληφθούμε αυτή τη θεμελιώ­δη απόκλιση ανάμεσα στην κοινή λογική και την παρατήρηση των ανθρωπιστικών επιστημών, είναι απαραίτητο να γίνει σύγκριση στις δοξασίες. Ο συγγραφέας θέτει το ερώτημα: Mπορούμε ακόμη να επιδείξουμε απιστία; Με επίκεντρο το παραπάνω ερώτημα, αναλύει τα συστήματα της σκέψης περί θρησκειών και μας καλεί να εξετάσουμε εκ νέου τους μύθους και τα ιδρυτικά κείμενα που συνέβαλαν στο να μεταμορφώσουμε τις προγονικές πρακτικές και δοξασίες σε ­«θρησκείες».

*

Απόσπασμα

Μιλώντας για τους Θεούς
Οι «θεοί» δεν περίμεναν τους Έλληνες φιλοσόφους και τους μονοθεϊστές εκπροσώπους της θρησκευτικής πολεμικής, για να γίνει λόγος γι᾽ αυτούς. Από τη στιγμή που τους συναντάμε, είτε σε αιγυπτιακά είτε σε μεσοποταμιακά είτε σε ελληνικά κείμενα, τους βλέπουμε να υποβάλλονται σε κριτική σε τέτοιο βαθμό που, αν έπρεπε —για την ευχέρεια της ανάλυσης και προσωρινά— να δώσουμε μία έννοια στη λέξη θρησκεία, μία έννοια που εντέλει θα τροποποιήσουμε, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα σύστημα πρακτικών και δοξασιών που επικαλείται την παρέμβαση υπερφυσικών οντοτήτων, «θεών», και που διεκδικεί μια υπερανθρώπινη αυθεντία· θα προσθέσουμε όμως αμέσως ότι πρόκειται για ένα σύστημα που αμφιβάλλει για τον εαυτό του. Αυτή η αμφιβολία υπάρχει ήδη στις αρχαιότερες αφηγήσεις που έχουν φτάσει ώς εμάς. Διακρίνεται από τον Όμηρο και τη Θεογονία του Ησιόδου (8ος αιώνας π.Χ.), έως και μετά την πραγματεία Περί ευσε βείας του Θεόφραστου, μαθητή του Αριστοτέλη (4ος αιώνας π.Χ.). Από αυτό το γονιμοποιημένο έδαφος, οι αντίστοιχες θέσεις των αρχαίων φιλοσόφων, στωικών, επικούρειων ή σκεπτικών θα έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν ποικιλοτρόπως. Συγκροτούνται στο πλαίσιο των περιβαλλόντων πολυθεϊσμών, των πρακτικών και των δοξασιών της πόλης: δεν αντιδρούν σε αυτά, δεν τα αντιμετωπίζουν εχθρικά, αλλά τα επεξεργάζονται. Ένα διστακτικό βλέμμα στρέφεται μάλιστα προς τις εικόνες των θεών, τα αγάλματά τους, τα ονόματα που τους δίνονται, την προέλευση των θυσιών που τους προσφέρονται. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε, στα ίχνη αυτής της «θεολογίας», να αναπτύσσονται αφηγήσεις που επιδιώκουν να εξηγήσουν από πού προέρχονται οι τελετουργίες, οι θυσίες, οι λατρευτικές εικόνες, αλλά διακρίνουμε και έναν συνεχή στοχασμό περί ευσέβειας. Οι Αρχαίοι, στους οποίους επανέρχονται και τους οποίους επανερμηνεύουν άοκνα οι Νεότεροι, αφηγούνται πολλές ιστορίες γι᾽ αυτό το θέμα. Αυτή η «θεολογία» σε διαρκή αναδιοργάνωση προϋποθέτει μια ικανότητα εξωτερίκευσης, αποστασιοποίησης, ακόμα και ειρωνείας. Ορισμένες αναπαραστάσεις των Ολύμπιων είναι ενδεικτικές μιας τέτοιας ελευθερίας. Και σίγουρα είναι επίσης ενδεικτικά κάποια χωρία της παλαιάς μεσοποταμιακής ή της αιγυπτιακής ποίησης: στη συνέλευσή τους οι θεοί κλαίνε ή μαλώνουν, ζηλεύουν και υποφέρουν. Στη σκηνοθεσία τους αχνοφαίνεται η δυνατότητα ανάδυσης ενός κριτικού λόγου, αλλά δεν έχει τίποτε ασεβές. Δείχνει ότι υπάρχει, στον ίδιο τον πυρήνα του κυρίαρχου λόγου, μια δυνητική θεολογία της απόκλισης. Ίσως άλλωστε αυτή να είναι η αιτία της ιδιαίτερης γοητείας αυτής της απολαυστικής μυθολογίας, που δεν συναντάμε μόνο στην Ελλάδα αλλά και αλλού, και σε προγενέστερο χρόνο.

Ιδού ένα παράδειγμα από Το έπος του Γκιλγκαμές, που χρονολογείται περίπου στα 1100 πριν από την εποχή μας. Ο ήρωας, που έχει πάει στα πέρατα του κόσμου σε αναζήτηση της αθανασίας, συναντάει τον επιζώντα του κατακλυσμού Ουτναπιστίμ, τον μεσοποτάμιο Νώε, που του αφηγείται την ιστορία του. Οι θεοί, ενοχλημένοι από τον θόρυβο που έκαναν οι άνθρωποι, αποφάσισαν κάποτε να αφανίσουν την ανθρωπότητα. Είχαν ορκιστεί να κρατήσουν μυστική αυτή την απόφαση. Όμως ο Εά, ο πιο πονηρός από όλους, αποκάλυψε το σχέδιό τους μιλώντας μόνος του, δυνατά, μπροστά στον φράχτη από καλαμιές του σπιτιού του Ουτναπιστίμ.5 Ορμήνεψε τον προστατευόμενό του, με αυτόν τον τρόπο, να κατασκευάσει ένα ορθογώνιο κιβώτιο και να επιβιβαστεί σε αυτό μαζί με εκπροσώπους όλων των ζώων. Η κατασκευή αυτής της «κιβωτού» περιγράφεται επί μακρόν και ακολουθεί η περιγραφή της έλευσης των ουράνιων υδάτων. Τότε οι θεοί συνειδητοποιούν ότι, παρασυρμένοι από την οργή τους, έκαναν ένα σοβαρό λάθος: χωρίς το ανθρώπινο εργατικό δυναμικό και επομένως χωρίς προσφορές, διατρέχουν τον κίνδυνο να πρέπει να δουλέψουν για την τροφή τους:

Τα πλήθη δεν διακρίνονταν πλέον από τον ουρανό με αυτά τα υδάτινα κύματα. Οι θεοί τρομοκρατήθηκαν από τον Κατακλυσμό: τράπηκαν σε φυγή, σκαρφάλωσαν στο υψηλότερο σημείο του ουρανού, όπου κουλουριάστηκαν και ζάρωσαν στο έδαφος σαν σκυλιά … Όλοι οι θεοί κείτονταν καταπονημένοι, κλαίγοντας απελπισμένοι … με χείλη που καίνε, και μέσα στην αγωνία.

✳︎