Κία Φιλιππίδου, Στην όχθη

Τους παρακολουθούσε τρώγοντας μια τορτίγια. Βρίσκονταν στην απέναντι όχθη, πέρα από τη ρία* του Μπιλμπάο, που εκείνη την ώρα δεχόταν την παλίρροια του Ατλαντικού. Έδειχναν χωρίς ηλικία, αλλά σίγουρα δεν ήταν γέροι. Προσπαθούσαν να σηκώσουν τον έναν τους, αυτόν που είχε πέσει πρώτος και την έκανε ν’ ανησυχήσει. Αν ήταν απλά στο απέναντι πεζοδρόμιο θα είχε τρέξει να τον βοηθήσει, όμως μεσολαβούσε υδάτινος δρόμος και θα αργούσε να φτάσει, ακόμη και από την πλησιέστερη γέφυρα, τη γέφυρα του Καλατράβα. Είχε κοιτάξει με αγωνία να δει αν θα βρεθεί κάποιος να τον συνδράμει, τους είδε και ησύχασε. Έρχονταν τρεκλίζοντας, αργά, όπως μπορούσαν, αλλά ήταν κοντά και έδειχναν νοιάξιμο. Τον έφτασε ο πιο νέος, αυτός που έδειχνε και πιο κοντινός του σε ηλικία. Προσπάθησε να τον στήσει όρθιο, όμως ο άλλος έπεσε και τον παρέσυρε μαζί του. Οι υπόλοιποι -που στο μεταξύ είχαν σταθεί, θεωρώντας ότι δεν υπήρχε πια λόγος να διανύσουν αυτά τα πέντε μέτρα που απείχαν – ξανάρχισαν τον κυματιστό βηματισμό τους. Επειδή βιάζονταν, σκόνταψαν ο ένας πάνω στον άλλο. Έπεσαν τρεις, οι άλλοι τρεις τους παρέκαμψαν κι έφτασαν στο δίδυμο που έδειχνε σα να παλεύει, όμως δεν πάλευε. Προσπαθούσαν να μείνουν όρθιοι σε μια συνεχή εναλλαγή θέσεων. Μόλις ο ένας βρισκόταν – για λίγα δευτερόλεπτα- περήφανα στητός από πάνω, τραβούσε τον πεσμένο για να τον σηκώσει, κι αμέσως μετά, το βάρος του άλλου τον έριχνε στο  επιμελώς τσιμεντοστρωμένο έδαφος. Στην υπέροχη όχθη, απέναντι από το μουσείο Γκουγκενχάιμ.

Οι τρεις που είχαν πέσει κατάφεραν να σηκωθούν. Υποβασταζόμενοι καθ’ όλους τους δυνατούς συνδυασμούς, πλησίασαν τους υπόλοιπους, που ήταν πια όλοι όρθιοι, και προχώρησαν μαζί προς ένα γυάλινο στέγαστρο, που έδειχνε σα να ήταν η φωλιά τους. Γύρω τους περπατούσαν επιμελώς ατημέλητα καλοντυμένοι αστοί με τα σκυλάκια τους. Όλα τα σκυλάκια ήταν ράτσας. Τους προσπερνούσαν τρέχοντας ρυθμικά, γυμνασμένοι σαραντάρηδες με φόρμα, και σε φόρμα. Νεαρά αγόρια και κορίτσια γύρω τους έδειχναν να κατευθύνονται με σκοπό, προς ένα στόχο, κάπου προς το σημείο που η μεγάλη γέφυρα του Μπιλμπάο κόβει την ουρά του ψαριού, την ουρά του μουσείου μοντέρνας τέχνης. Όταν έφταναν εκεί, ο στόχος άλλαζε θέση και μεταφερόταν πιο πέρα, κάπου στο μέλλον.

Τώρα πια οι άστεγοι βρίσκονταν και οι οχτώ, ξαπλωμένοι στο γυάλινο στέγαστρο. Ψιλόβρεχε, αλλά δεν είχε σημασία. Ήταν Ιούνιος, έκανε ζέστη. Έδειχναν ευτυχισμένοι μέσα στις ουσίες που τους τύλιγαν σαν κουβερτούλες μωρών. Ευτυχισμένοι μέσα στο δίχτυ που τους άπλωσαν οι σειρήνες, δήθεν για να τους σώσουν.

Τους κοιτούσε από απέναντι, συνεπαρμένη. Έδειχναν να αγαπιούνται. Έγερναν ό ένας στην πλάτη του άλλου, αντάλλασσαν βλέμματα, ίσως και μπερδεμένες, ζαλισμένες λέξεις. Θυμήθηκε μια συνέντευξη του Αλεξάκη. Ο συγγραφέας είχε συναναστραφεί άστεγους έναν χειμώνα γιατί ήθελε να γράψει ένα βιβλίο. Είχε πει ότι η μεγαλύτερη δυστυχία τους είναι ότι ξεχνούν να  μιλούν. Μεταξύ τους δεν μιλούν γιατί είναι εχθροί. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για έναν άνθρωπό που ζει στον δρόμο είναι να του πάρουν τα ελάχιστα πράγματα που κουβαλάει στη σακούλα του, ή να χάσει τη θέση που έχει βρει σε μια απάγκια γωνιά. Και αυτά, μόνο ένας όμοιός του τα λιμπίζεται. Δεν μιλούν και γιατί αυτοί που ζουν ενταγμένοι στην κοινωνική  κανονικότητα, δεν τους απευθύνουν ποτέ τον λόγο. Παριστάνουν ότι δεν τους βλέπουν. Ίσως το κάνουν από διακριτικότητα. Όμως εκείνοι, οι απέναντι, έδειχναν αγαπημένοι, σχεδόν ευτυχισμένοι. Φαίνονταν σαν αδέσποτες γάτες ξαπλωμένες σε μια λιακάδα, παρόλο που ψιλόβρεχε πάνω από το γυάλινο στέγαστρο.

Είχε τελειώσει από ώρα την τορτίγια και το βάσκικο λευκό κρασί. Ήταν ώρα να γυρίσει στο ξενοδοχείο της και άρχισε να προχωρά προς την επόμενη γέφυρα, τη μακρινή. Δεν ήθελε να περάσει από κοντά τους. Ήθελε να κρατήσει στη μνήμη της ότι έδειχναν ευτυχισμένοι. Ήθελε να θεωρήσει ότι αυτοί οι άστεγοι ήταν αλλιώτικοι. Τους άρεσε η αστεγία τους. Επειδή ήταν απόγονοι των προϊστορικών καλλιτεχνών του σπηλαίου της Αλταμίρα. Επειδή οι πρόγονοί τους ζωγράφιζαν τους βίσωνες που σκότωναν για να τους δώσουν πίσω τη ζωή τους. Επειδή δεν ζωγράφιζαν ανθρώπους, γιατί ίσως, ακόμη τότε, ένοιωθαν αναπόσπαστοι από το περιβάλλον τους. Ήθελε να πιστέψει βαθιά ότι η ζωή δεν είναι τόσο δύσκολη ώστε να σε πετάει έξω, στην απέναντι όχθη.

____________

*H Ρία είναι ποταμός που δέχεται την παλίρροια από τη θάλασσα εξ αιτίας γεωλογικών ιδιομορφιών.

*

©Κία Φιλιππίδου

φωτο: Στράτος Φουντούλης

✳︎