Στο ήθος γενναιοδωρίας Θ.Τ.
Η έλξη σκίρτησε. Στο σημείο ακριβώς που παιχνίδισαν δυο γλώσσες. «Ο παλιός έρωτας με νεράιδες…», άρχισε την ιστορία. Την είχε ακούσει από τον μετανάστη παππού του. Τελετουργική αφήγηση καλοκαιρινή. Η κάθε επιστροφή στον προγονικό τόπο. Οι σταθεροί της παρέας δεν έπαυαν να την εκτιμούν σαν κάτι που ακόμα μάγευε. Τα νέα μέλη σαν να αποκόμιζαν κάποιο ηθικό μήνυμα. Αυτή όμως εστίασε αλλού. Επέλεξε άλλη ερμηνεία. Περίμενε μέχρι να καταλαγιάσουν τα σχόλια. «Αχ αυτός ο φιλαράκος ο ιός!» πρόσθεσε ανέκφραστη.
Ο παλιός ιός, «ο pal ιός», ο φίλος μας, η αρρώστια του έρωτα, κατέγραψε ο αυτόματος μεταφραστής μέσα του. Χαλί αναγνώρισης, κοινός χώρος, παιχνίδι διγλωσσίας. Τόπος διασποράς. Η έλξη των λέξεων ρίγησε σαν συνεύρεση, τους εκτόξευσε. Ήταν μια απόδραση από την κοινή θέα της συμμόρφωσης. Τους δύο ερωτευμένους λογοτέχνες ασφαλώς και δεν έπρεπε να τους δούνε παρέα. Μακριά από το νησί λοιπόν, μακριά από εκεί όπου ακόμα και τα πεύκα έχουν όραση και οι αμμουδιές ακοή.
Στην αρμύρα του δέρματος ψηλάφησε τη γενέτειρά της. Στο Bondi, στα κύματά του, εκεί που το σώμα ελάφραινε, εκεί θεράπευε τις ρωγμές της εσωτερικής εξορίας· «ρευστότητα διέλυε ό,τι υπήρχε ανάμεσα στην πατριαρχία του πατέρα και την αλαζονεία των λευκών που λαχταρούσε και απωθούσε συνάμα· τα καταργούσε. Διάχυτη την πλημμύριζε η πολλαπλότητα του εαυτού, ελευθερία από όρια και ιεραρχίες, η θάλασσα ο τόπος που λάτρευε να κατοικεί, her true home, το βαθύ ανήκω». Έτσι το έθεσε πολύ αργότερα. Η αέναη επανάληψη της ρευστότητας. Διψούσε. Μια ανεξάντλητη πηγή για γραφή. Και αν η τυραννία της απόστασης από την Ελλάδα ήταν ένα ρήγμα αγεφύρωτο, το Αιγαίο στο χωριό προσέφερε διαρκώς νέα καλοκαίρια. Και μαζί τα φαντάσματα της καταγωγής αποκτούσαν διαρκώς νέα ονόματα.
«Κι εσύ, από πού ακριβώς είσαι;» Η αναπόφευκτη ερώτηση ήρθε κάπως αργά, το εκρηκτικό φλερτ δεν χωρούσε το μπανάλ. Δίστασε να ονομάσει την επαρχία. Οκλαχόμα. «Από το όλα χώμα» ήρθε ένα λογοπαίγνιο από το πουθενά, μια αστραπή αστοχίας. Σφίχτηκε. Μα η αφροδισιακή θεά καραδοκούσε, μουλιάζοντας με καταιγίδα τα λόγια του. «Ακόμα και οι λέξεις υγραίνονται όταν αγγιζόμαστε», έσωσε την στιγμή. «Θα μας πότιζε ακόμα και μια Οκλαχόμα από χαλκό», τον αγκάλιασε η ευχέρειά της στα γλωσσικά παιχνίδια. Fan της φαντασίαs, η φαντασία είναι fun, ο Έρως και ο Παν φαν ζωτικής δροσιάς. Τον φίλησε, ανέμισε υγρούς κόκκους άμμου η ηδονή.
Λάμποντας σε νερό ιερό ανίερες ενώσεις. Οι ωκεανοί του Bondi, καθόλου μα καθόλου ειρηνικοί, ξεβράζοντας στρώματα εδάφους τυρφώδους, μίξεις με πηλώδη χώματα, φιλόξενα στις βυσσινιές. Καταρράκτες βοστρύχων κορμιά, ποτάμια πλοήγησης με παράξενα πορθμεία, χείμαρροι απουσίας την άνοιξη, δύο τρία καλοκαίρια αργότερα όπως συχνά συνηθίζεται, αργόσυρτοι παραπόταμοι, λίμνη λιμνάζουσα, το έλος, σχεδόν τέλος.
Συμφώνησαν να κλείσει ο κύκλος. Εκεί ακριβώς που είχε ανοίξει. Εκεί που τα ελαιόδεντρα ανεμοδαρμένοι κατάσκοποι και εκεί που οι άνεμοι μεταφορείς κωδικών. Για τους ντόπιους to go & sip news. Εκεί που η ακολουθία των εφτασφράγιστων μυστικών συντάσσει ένα αναγκαίο καμουφλάζ. Δεν αγγίχθηκαν. Και να προέκυπτε δεν θα αντιστοιχούσε στα περασμένα. Του ζήτησε όμως να μπει στον χορό της παρέας, κάτι που τον ξάφνιασε, αφού γνώριζε καλά πως δεν χόρευε. Σαν ομίχλη θυμάται τα υγρά μάτια να τον προσκαλούν, το πρώτο τρέμισμα μιας θύελλας εκεί. Και αυτός της χάρισε το χορό, μια τελευταία υπόκλιση -τόσο μα τόσο αδέξια- στην ισχύ της γοητείας της.
Χορτασμένη πλέον η Αφροδίτη. Επιλέγοντας την ειρωνεία για επιδόρπιο. Το κονιάκ της τελετής λήξης να ποτίζει μια δεύτερη ζωή στην ηλεκτρισμένη στιγμή. Κεντρικό πρόσωπο σε αυτήν την αλχημεία ο Ιταλός φίλος. Διακριτικός μάρτυρας της ιστορίας, φωτογράφος. Αναγνώρισε την κατάσταση, αφουγκράστηκε την στιγμή, εστίασε στη μορφή της και μόνο (θαυμάζοντας ίσως κρυφά), το μυστικό οπωσδήποτε να προφυλαχθεί. Το μοιραίο κλικ: Το ξαναμμένο της πρόσωπο, το τόξο των φρυδιών, το τελευταίο βέλος που εκτοξεύεται προς άγνωστο αποδέκτη τώρα. Όταν την πρωτοείδε τον διαπέρασε το φως. Σκίσιμο στην μνήμη διαμπερές από φως.
Στοιχειωμένη και η ανάγνωση του βιβλίου της. Με τις λέξεις να σαλεύουνε σαν φαντάσματα. «Η καταιγίδα έπνιξε την φράση στο στόμα της, αποζήτησε τα χείλη του. Υγράνθηκε το σώμα με κάτι σαν συμπύκνωση και διάχυση μαζί, μια αιώρηση πάνω από όλα όσα χωρίζουν την πραγματικότητα από την φαντασία. Την ρευστότητα της θάλασσας αλλά όχι πια μόνη σου, άκουσε μια φωνή να της απαιτεί. Η συνέχεια θα έρθει στην γραφή: ‘Μην εκπλαγείς αν μας συναντήσεις στο μυθιστόρημά μου,’ τον προετοίμασε».
Πράγματι, έτσι είχε ειπωθεί. Κάτι είχε προαισθανθεί από νωρίς μα ο πυρετός του για εκείνη έσβησε τις υποψίες πριν καν τολμήσουν να ξεμυτήσουν. Άραγε εκείνη -γνώστης καλοκαιρινών θαυμάτων- προανήγγειλε το τέλος του έρωτα ως αρχή της φαντασιακής του απόδοσης; Άγνωστο. Η μόνη βεβαιότητα καταστάλαξε ως κοινοτυπία και ο στρόβιλος της συνεύρεσης τροφοδοτούσε το σώμα με μελλοντικές γραφές.
Επιλεκτικά, βέβαια. Ίσως να είχε λόγους, ίσως όχι, το στοιχείο της νεράιδας δεν χώρεσε στην λογοτεχνική απόδοση. Τον είχε ρωτήσει για την ιστορία του παλιού έρωτα. Για ποιο λόγο η αφήγησή της κάθε καλοκαίρι, «μήπως για να γητεύεις με φολκλόρ τις τουρίστριες;», του είπε σαν πείραγμα. Ωραία άνοιξε θέμα συζήτησης, ξωτικά, νύμφες, λαογραφία, family lore, χρηστικά παρελθόντα, ήταν διαβασμένη. «Αλληγορία για το πως διαμορφώνω τον εαυτό μου στα φάσματά του. Τα πολλαπλά του φάσματα, πως λειτουργώ με τα πολλά μου φαντάσματα, τους διπλούς και τριπλούς εαυτούς μου», τόνισε με μια συνειδητή επανάληψη λέξεων. «Την πολυμορφία της νεράιδάς μου, την υβριδικότητά της, την ηλεκτρίζει ένα ήθος, ένας βαθύς τρόπος πλοήγησης. Ένας ηθικός προσανατολισμός -ας τολμήσω τη φράση- με κέντρα βάρους, αυτό επιθυμώ να τίθεται ως ερώτημα στο πάρτι της πολλαπλότητας». «Αχ ο μοντερνιστής μου στον ωκεανό της μεταμοντερνικότητας…» ανέβασε τον πήχη θεωρητικά.
Εξουθενωμένος επιστρέφει στην φωτογραφία, φορτίζεται, φανερώνεται η αφετηρία για τoν δικό του επίλογο. «Πλησιάζω σε απόσταση αναπνοής τα μεγεθυμένα μάτια, τριπλάσια στον τελετουργικό αποχαιρετισμό που ποιεί η γητεύτρα μάγισσα. Επιθυμώ για τελευταία φορά να με κατοικήσει ο λατρευτικός της πόθος. Μήπως η έκθαμβη λαμπρότητά της είναι το τελευταίο δώρο της μνήμης; Μια ύστατη δοκιμή δύναμης που με μεταμορφώνει σε χορευτή που με μεταλλάσσει για χάρη της; Χωρίς δυϊσμούς (έτσι θα το έθετε αυτή), σπονδή ταυτόχρονα στο μεγαλείο του έρωτα και στον βωμό της εξουσίας του.
Η απόπειρα αναπαράστασης ήτανε μάταιη, η στιγμή έχει δραπετεύσει. Δεν υπάρχω πλέον ως αντικείμενο της ματιάς της, έχω εκτοπιστεί. Σεβαστή η παρέμβαση του φωτογράφου φίλου, απόλυτα κατανοητό το πώς και το γιατί της απουσίας. Το θέμα έγκειται αλλού, στην απόφασή της. Στις μετατοπίσεις που επέφερε. Η στιγμή έχει μεταφερθεί στον μαγνητισμό ενός άλλου οπτικού πεδίου, σε έναν χώρο που το βλέμμα της απλόχερα απλώνεται. Την δύναμη της σαγήνης επιλέγει πια να εκθέτει σε κοινή θέα. Στέρεη, συμπαγής απόφαση. Εκρηκτικά μόνη πλέον στο φβ να θέλγει, επιθυμίες ρευστές.
Σε υγρό τοπίο επιθυμώ να την αποχαιρετήσω, καταδύομαι. I see a salty seabed in her ocean, θαυμάζω τα κοράλλια, αναπνέω τα σκοτεινά οξυγόνα που αρμονικά μας ανέστησαν. Αφήνομαι σε υπόγειες ροές, απλώνομαι σε χορογραφίες πολυπόδων, διαθλάσεις χρωμάτων. Διαχέεται η οσμή της, μνήμη γεύσης από τον βυθό. Μα να και η ωκεάνια νεράιδα της ιστορίας εμφανίζεται, σε μια τόσο δα γωνιά παραμελημένη, πλησιάζω να την αγκαλιάσω μα σαν να ασφυκτιεί, ‘αφήνεσαι και σε παρασύρει πάλι η ομορφιά, το ρευστό και το εύγεστο, αρκετά πια με την αισθητική’, με μαλώνει, ‘άλλα σ’ έχω ακούσει να θαυμάζεις σε μένα, κέντρα ήθους, τους τόπους και τους τρόπους τους’. Με απομακρύνει από την τρυφερότητά της, ψυχρά ρεύματα με ανατρέπουν, συνέρχομαι. Ο λόγος του αφόρητου πόνου με βουλιάζει. Ανελέητα, οδυνηρά. Από τον πολύτιμο δεσμό στην αγορά γοητείας. Από το ειδικό βάρος της σχέσης στην κοινωνία του θεάματος. Παγώνω. Πριν τα κέντρα της μεταφερθούν αλλού -δεν θέλω να γνωρίζω πια προς τα που-, συμπυκνωμένη, η εκστατική της ρευστότητα εκεί κάποια στιγμή παγιώθηκε».
*
©Γιώργος Αναγνώστου
φωτο: Στράτος Φουντούλης
*
Ο Γιώργος Αναγνώστου (Ορεστιάδα 1960) ζει και εργάζεται στην Αμερική. Έχει δημοσιεύσει το βιβλίο Χαρτογραφήσεις της λευκής εθνοτικότητας: Λαϊκή εθνογραφία και δημιουργία χρηστικών παρελθόντων στον ελληνοαμερικανικό κόσμο (Νήσος 2021), καθώς και τις ποιητικές συλλογές, Διασπορικές Διαδρομές (Απόπειρα 2012), (https://apopeirates.blogspot.com/2012/04/blog-post_20.html) και Λόγοι Χ Επαφής, Επιστολές εξ Αμερικής (Ενδυμίων 2016). (https://endymionpublic.blogspot.com/). Διατηρεί το μπλογκ, Διασπορική Σκοπιά: Ποιητικές Εν-τάσεις Στιχοπλοκές. (https://diasporic-skopia.blogspot.com/)

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.