Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Θερμοπύλαι

αυγουστιάτικα φωσάκια

Νίκη

Ανταπόκριση από ένα ταξίδι στην Σαμοθράκη

Το βράδυ έφυγε το πλοίο. Κυρίως παρέες, οικοδομικά υλικά και κάτι βαριά φορτηγά της εφοδιαστικής αλυσίδας. Έτσι σκοτεινά που ‘ταν τριγύρω η θάλασσα μου φάνηκε πως ξάφνου βρεθήκαμε στο πουθενά και για λίγο, η καρδιά μου σφίχτηκε. Γρήγορα συνήλθα και αποφάσισα να τριγυρίσω στο πλοίο. Να διαβώ και εγώ μέσα από τα σαλόνια, να κατευθυνθώ στην πλώρη, στο κατάστρωμα να σταθώ, σαν του Νέου Κόσμου τους καπετάνιους.

Είχε δυναμώσει ο αέρας και ήταν καλύτερα να βρει κανείς λίγο απάγκιο. Οι περισσότεροι κατέκλυσαν το σαλόνι και μερικοί στοιβάχτηκαν κατά μήκος του διαδρόμου που διατρέχει εξωτερικά το πλοίο. Οι φροντιστές τους ζήτησαν ευγενικά να αφήνουν ελεύθερο το χώρο, εκείνοι συμφώνησαν και η νύχτα προχώρησε.

Τότε ήταν που την είδε. Γελούσε με την παρέα της και είχαν σαν από θαύμα συγκεντρωθεί πάνω από τη μορφή της, παράξενοι σχηματισμοί των άστρων. Μα εκείνη, κατάμεστη από αθωότητα, γελούσε ανίδεη για το θαύμα που κουβαλούσε. Αργότερα απομακρύνθηκε, μίλησε με κάποιον και πήγε στην πλώρη κρατώντας ανά χείρας τη φωτογραφική της μηχανή.

Έτσι από μακριά που την κοιτούσα θυμήθηκα τους παλιούς ζωγράφους που μελετούσαν το θέμα τους. Κάπως έτσι διασώζονται σήμερα τα πρόχειρα σκίτσα της ανατομίας , του χεριού, του ώμου. Το χρωστούμε στους θηρευτές της λεπτομέρειας, εκείνους που σχολαστικά μελετούν το θέμα τους.

Κάποιος την φώναξε, Νίκη, Νίκη! Εκείνη έδειξε το νησί που διαγραφόταν πια ξεκάθαρα και η φωνή συνέχισε, κυρίες και κύριοι η Νίκη της Σαμοθράκης. Και είδα, τότε, που δεν ήταν ίδια. Το κορίτσι που αγαπούσα είχε πια μια όψη γκρίζας πέτρας. Στη ράχη της φτερά, στα χέρια της η δόξα. Θα λείπει για πάντα το πρόσωπό της. Μα ξεκάθαρη θα μένει η πεποίθηση πως μορφές σαν τη δική της,  πλάστηκαν μες σε κατάσταση έρωτος, τίποτε λιγότερο.

Δεν την ξαναείδε. Μόνο κάτι σαν φευγαλέο βλέμμα, αυτό ήταν όλο. Μα σαν κοίταξε στην πλώρη του καραβιού τους, εκείνος μόνο μες στον κόσμο, κατόρθωσε λέει να την δει που ακουμπούσε αιώνια στεφάνι δάφνινο, γυναίκα ασημένια. Του ρούχου της τις πτυχώσεις είδε και δάκρυσε.  Καμιά δεν θα ξαναγαπήσει όπως αγάπησε ετούτη τη Νίκη, την Νίκη της δικής του Σαμοθράκης.

Θερμοπύλαι

Άνθρωποι και Εργασία

Σηκώθηκε στις 3 το ξημέρωμα. Έφτιαξε έναν καφέ και ατένισε έτσι το τίποτε. Κινδύνεψε να αποκοιμηθεί και είπε να βάλει μπρος, να ετοιμαστεί. Μια ψυχή που είναι να βγει, λέει ο λαός που ‘ναι και θυμόσοφος. Ξεχώρισε τα ρούχα της στολής του. Καθάρισε την περικεφαλαία και πέρασε γράσο την ασπίδα να γυαλίζει κάτω από τον ήλιο. Έπειτα φόρεσε τις επιγονατίδες, την χαρτονένια πανοπλία του και πήρε το ντε σε βο για τ’άγαλμα.

Διότι δεν σας είπα ο Γιώργης δουλεύει τρία χρόνια τώρα με απευθείας ανάθεση του δημοτικού συμβουλίου. Εκτελεί χρέη ιστορικής αφύπνισης, όπως επισημαίνει ο δήμαρχος. Εδώ και τρία χρόνια από το πρωί ως τις πέντε το απόγευμα στέκει ακριβώς στο σημείο που σήμερα βρίσκεται το άγαλμα του Λεωνίδα. Άμα φτάνουνε τίποτε τουρίστες φωτογραφίζεται μαζί τους, ίσως του δώσουνε και κάτι. Η εθνική οδός λίγο πιο πάνω δεν ησυχάζει ποτέ.

Μερικοί νιώθουν παράξενα με την παρουσία του και αδιαφορούν τελείως. Μα αυτός είναι ο Λεωνίδας, των Θερμοπυλών το φόβητρο. Εκείνος μονάχος του, άμα χρειαστεί να φυλάξει το πέρασμα. Με όλους τους στρατούς θα τα βάλει και θα τους νικήσει.

Κάποιοι υπερβάλλουν, θυμούνται φράσεις από χαρακτηριστικά φιλμ της μεγάλης οθόνης, άλλοι ζητάνε να βάλουν την περικεφαλαία του και γελούν. Ο “Λεωνίδας” του εννέα πέντε, καμιά φορά καπνίζει στη ζούλα πίσω από τ’αρχαίο πουρνάρι. Προσέχει γιατί πού ακούστηκε ήρωας πράγμα να καπνίζει.

Και όμως ο Γιώργης πάντα συλλογίζεται πώς θα σφίχτηκε η καρδιά του ήρωα εκείνη τη νύχτα σαν ‘μαθε πως φθάνουν κατά χιλιάδες οι εισβολείς. Τριακόσιοι εκείνοι τι να σου κάνουν. Να τον λύγισε άραγε η ευθύνη, να περιφρόνησε τον φόβο για τον δοξασμένο θάνατο, κανείς δεν το ξέρει.Εκείνες τις ώρες ο Γιώργης τις σκέφτεται πολύ. Συγκινείται και από ότι λέει στην κάμερα του ρεπορτάζ, υπόσχεται πως όσο στέκει στα πόδια του θα φυλάει Θερμοπύλες. Ακριβώς όπως θα ‘κανε και ο Λεωνίδας, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι, λέει.

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης

❀