Γεωργία Παπαγιαννακοπούλου, Στολίζουμε μόνο το κενό με λέξεις

Ο Αύγουστος

Πέθανα μια μέρα του Αυγούστου
Με σκότωσε η Παναγία σας — η δική μου είχε υποσχεθεί ζωή

Από όταν ήμουν βρέφος στην κούνια μου
Είχε στείλει τρεις νεράιδες
Να μου προσφέρουν τα χαρακτηριστικά που θα με έκαναν να θέλω

Μα τα σεντόνια άνοιξαν κόκκινους κύκλους
Πύλες προς τον Πλούτωνα- εκείνες Τον φοβήθηκαν και έφυγαν

Έτσι έμεινε ένα σώμα που αρνήθηκε η μοίρα

Όσο εσείς ψέλνατε στις εικόνες σας— στην εικόνα μου — τι πρωτότυπο
Δε μου προσφέρθηκε κομποσκοίνι μα λεπίδα

Πώς νιώθεις που πηδάς ένα νεκρό σώμα;

*

Οι καμπάνες

Υπάρχει λόγος που η κόλαση είναι κάτω και ο Θεός απάνω

Εδώ κάτω μικρά τετραγωνάκια
Μαύρα και άσπρα
Τα κοιτάς
Ώσπου γίνονται το πάτωμα του κελιού σου

Ο έρωτας φεύγει
και αφήνεις την πόρτα μισάνοιχτη
Για αυτόν που θα σου καλογυαλίσει καλύτερα τα λουστρίνια
Να πας την Κυριακή στην εκκλησιά

Φρίκη

Μην τυχόν και βγάλεις άχνα
Σιωπή
Οι καμπάνες δεν χτυπούν για εσένα
Ακόμη
Τα καλά κορίτσια δεν φοβούνται —μόνο υποτάσσονται
Δέχονται την ανυπαρξία του αφέντη τους — ευλογία του απτίσματος
Προσφέρουν αυτό που κατέχουν περισσότερο
Τον εκφυλισμό τους

Δεν αλλάζουν οι καιροί
Μην γελιέσαι
Ούτε εμείς αλλάζουμε
Στολίζουμε μόνο το κενό με λέξεις
Νεκροταφεία με πολύχρωμα λουλούδια
Σε λίγο θα διψούν
Να δανειστούν
μπόλιασμα

Θεέ, κοίτα.
το κελί μου είναι στρωμένο από το μάγουλο που γύρισα—
όπως ζήτησες.
Τώρα;
Με αγαπάς;

*

Το παγκάκι

Κάθομαι στην άκρη του παγκακιού,
ως ευχή πως θα έρθει κάποιος δίπλα μου

Τα ξυπόλυτα μαύρα πόδια ενός μικρού αγοριού είναι πιο αληθινά από ό,τι μπορώ να σκεφτώ
Θα χαμογελάσω στον σκύλο αλλά όχι στον ιδιοκτήτη του
Αυτή είναι η φύση του ανθρώπου

Τα πόδια μου είναι μαλακά και ολοκάθαρα
Ευτυχώς γιατί δεν φτάνω στον νιπτήρα πια
Όταν περνάει η ζωή από πάνω σου και όχι από μέσα σου—
ούτε εσύ θα μπορείς.

Αν λερωθούν τα πόδια μου,
θα πρέπει να κάνω ολόκληρη μπάνιο
Όλα σε τάξη

Δεν λερώνω τα σεντόνια μου πια μπαμπά

*

Όριο

Ταλανίζει μέσα μου η απορία.
Φυσώ να φύγουν τα σύννεφα — μα μάταιο.

Πού τελειώνει η πραγματικότητα
και πού αρχίζει το όνειρο;

Αν αλητεύτω σε αυτό το βιβλίο
που τιτλοφορείται ως μνήμη,
τότε νιώθω πως πνίγομαι.

Ίσως η ασφυξία μου
να είναι η κάθοδος μου.

Ποιος θα αντέξει τέτοιο δάκρυ της ύπαρξης;

Από την καθαρότητα του ύπνου μου
σου γράφω.
Μόλις προλάβεις να καταλάβεις,
θα έχεις ήδη ξυπνήσει.

*

Ο τελευταίος λόγος

Στέκομαι αμάλγαμα
Ο Θεός κρύβει τις παντόφλες του στο βράδυ
περιμένοντας πως εγώ,
θα δικαιολογήσω την απουσία του

Μα τρέχει το αίμα –
κοίτα το— βαθύ κόκκινο, υπαρξιακό.
Μια γυναικεία ύπαρξη,
που αιμορραγεί την δουλεία της στον θάνατο.

Μα εγώ γράφω γιατί θέλω να έχω τον τελευταίο λόγο σε Εκείνον

Ούτε στον νου μου πια εμπιστοσύνη,
ούτε στην καρδιά μου.
Ο νους εξάντλησε τη μορφή του έρωτα —
κάθε εραστής, ένας βρικόλακας που πίνει
το αίμα των ονείρων μου.

Κι η καρδιά,
μια ιερόσυλη κλέφτρα,
στέρησε τον Θεό απ’ το λιβάνι του.

*

Σώπασε

Δάκρυα έρεαν σαν το ποτάμι του Ιωάννη Βαπτιστή,
καθείλες πάνω στο σώμα της.
Οι άλλοι την όριζαν τρελή — μια Μέγαιρα.
Ζήσε τη ζωή σου, φώναζαν∙
κανείς δεν θα νοιαστεί.

Όμως ο χρόνος ρέει,
υφαίνει κλωστές στο παραμύθι του
κι εμείς πεθαίνουμε
ακροβατώντας πάνω τους.

Εγώ θα ήθελα να σβήσω
μέσα σε εκείνη τη σταγόνα —
εκεί όπου δεν ακούγεται
ούτε το απόηχο των φωνών.

Κρύσταλλο.
Γαλήνιο.
Αμόλυντο.

Ακόμα και οι ακτίνες του ήλιου
δεν μπορούν να το αγγίξουν.
Πλημμυρίζει από καθαρότητα.

Σώπασε.

*

Βιογραφικό σημείωμα:
Η Γεωργία Παπαγιαννακοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999.
Ζει και εργάζεται στην πόλη, μελετώντας παράλληλα την ανθρώπινη ψυχή μέσα από σπουδές στην Ψυχολογία.
Η ποίηση της κινείται ανάμεσα στο βίωμα και το άφατο· αναζητά το ίχνος της επιθυμίας, τη μνήμη της απουσίας, τις μικρές ρωγμές όπου επιμένει το φως.
Αυτό είναι το πρώτο της βήμα στον δημόσιο λόγο.

✳︎