Κωνσταντίνος Ν. Μακρής, Λάγνα φάλαινα

Της τον είχα χώσει κατάσαρκα. Το κήτος σάλεψε. Ο γυναικείος Λεβιάθαν με κοίταζε μ’ εκείνο το ευτυχισμένο, απρόσμενο, λάγνο χαμόγελο που απλωνόταν πάνω στο παχουλό πρόσωπο και γίνονταν ένα με τη λιπαρή επιδερμίδα του θαλάσσιου τέρατος. Το ωκεάνιο, βρόμικο κρεβάτι, με την τριμμένη κουβέρτα σπάραζε και βογκούσε. Κάθε του αρμός δοκιμάζονταν ακραία. Ο ιδρώτας έλουζε το κορμί μου, κι ο ήρωας θριάμβευε εντός μου.

Ξάφνου, η άσπρη φάλαινα, με ρώτησε ξεφυσώντας ταυτόχρονα υγρά απ’ τον μουσκεμένο της φυσητήρα.

— Τι μου κάνεις μωρό μου, τι μου κάνεις;
— Αϊ σιχτίρ, χάρη σου κάνω, σκέφτηκα, αλλά δεν το πα. Και βουβός που έμεινα, τζίφος.

Λίγο ακόμα και θα έχυνα, να τελειώσει το μαρτύριο και η χάρη. Να κερδίσω κι εγώ κάτι μέσα σ’ αυτή την ολέθρια ήττα. Μα εκείνη, όχι, εκεί, να ρωτάει, «τι μου κάνεις μωρό μου;», και νάτος, ο μόμπι ντικ μου, να γίνεται κουρέλι. Ωχ, δεν τελειώνει αυτή η νύχτα Θεέ μου.

Γύρω στα 125 κιλά. Είχε συμπαθητικό χαρακτήρα, αν και λίγο άτονη ομιλία, αργή, που στην πρώτη εντύπωση την έπαιρνες για ηλίθια. Μα δεν ήταν. Ίσως η ευστροφία της να περιοριζόταν στα απαραίτητα. Αναπνοή, τροφή, σεξουαλική ικανοποίηση. Αν και γι’ αυτό το τελευταίο έχω τις αμφιβολίες μου. Μαλλιά λιτά, λεπτά, αραιά— πρόωρη γυναικεία φαλάκρα. Πρόσωπο συμπαθητικά βοϊδίσιο. Μα με ήθελε πολύ, κι εγώ δεν μπορούσα να αντισταθώ στην επιθυμία της. Στην αρρωστημένη μου ικανοποίηση να την κάνω δική μου. Να της δοθώ, έστω και για μια φορά. Και γαμώτο, σιχαίνομαι τον εαυτό μου, μα δεν ένιωσα καμιά αηδία. Το φχαριστήθηκα, ίσως. Αν και το πουλί μου, είχε αντίθετη γνώμη και δεν συμβάδιζε τόσο με τη γενικότερη ψυχολογία μου.

Το ύψος της δεν ήταν καθόλου άσχημο. Ένα κι εβδομήντα, κι είχε ένα χέρι θεέ μου… Το μπράτσο της ισοφάριζε την κνήμη μου. Της έπιασα το χεράκι και διαβήκαμε τη διάβαση. Την κέρασα με τα πολλά ένα μοχίτο, κι έτσι η απέχθειά μου — μπα δεν ήταν απέχθεια. Με τα πολλά την έψησα. Ήταν ντροπαλή κι ονειροπόλα. Λίγο χυδαία, ίσως λίγο περισσότερο από λίγο. Ίσα ίσα για να ισοφαρίσει τα προσόντα που της έλειπαν. Αλλά τι στο διάολο; Τόσες ώρες στα τηλέφωνα, τόσα μηνύματα στο κινητό, τόσα ξεροκαυλιάσματα για το τίποτα; Έπρεπε να πάρω ό,τι μου δινόταν και το πήρα. Ξόδεψα τις τελευταίες μου δεκάρες για ξενοδοχείο, ποτά και τα ρέστα. Και ναι, την έκανα δική μου. Ο μέσα μου ήρως, θριαμβεύει!

Όταν έφτασα στο σπίτι, έζεχνα πατόκορφα μια περίεργη μυρωδιά πλαστικού, ανακατεμένου με λιπαρά απόβλητα. Τι στο καλό; Ή ώρα ήταν τρεις το πρωί και τα μάτια μου βαρούσαν. Έβγαλα τα ρούχα και μπήκα στο κρεβάτι ανακουφισμένος. Όταν ξύπνησα ήταν πια μεσημέρι, έτρεξα στο μπάνιο ξαλαφρωμένος κι έτοιμος να αντικρίσω την ελευθερία. Α, ρε Ιωνά, νοιώθω επιτέλους στο πετσί μου το μαρτύριό σου!

Α, και κάτι τελευταίο: Προσοχή! Αυτές οι απολαύσεις είναι για λίγους.

*

©Κωνσταντίνος Ν. Μακρής

φωτο: Στράτος Φουντούλης

✳︎