Υπήρχε γραμμένη

Editorial του Στράτου Φουντούλη

Σαν την ασυνέπεια των ημερολογίων, σκόρπιες δυσκίνητες σκέψεις, όπως αμήχανα παλιά ποστάλια γραμμής Δωδεκανήσου που λικνίζονταν οκνηρά μπρος στην ανεπάρκεια του λιμανιού στη θαλπωρή, δίχως δραματικές κορυφώσεις, απαλά, φυσικά, με την επιμονή και μόνο ως -καλά κρυμμένο- σύμμαχο. Η ανεπαίσθητη, η κομψή, η εν δυνάμει κινησιολογία στα όρια της στατικότητας, λικνίζεται είπαμε, κινείται. Ώρες ώρες έρχονται στο νου• σπάνιες πια, γκογκολικές φυσιογνωμίες ανθρώπων και τόπων, με κάποιο, έστω, ρομαντικό υπόστρωμα χωρίς σφιγμένες υστερίες, χωρίς υπερτιμήσεις, χωρίς αναμενόμενα κοινότοπα κρεσέντο, μια γνήσια, απλή πιστότητα έκφρασης, μια επάρκεια. Τι κι αν φαινομενικά προσφέρω την εντύπωση ότι γάντζωσα βαθιά την άγκυρα, παραμελώντας το εικαστικό μου εγώ. Μπρος μου, ο γέρος συνέχιζε να βρίσκεται καθιστός στο ξύλινο παγκάκι απέναντι από τον ναό του Προφήτη Ηλία, το αχνό χαμόγελό του δεν έχει ακόμα διαγραφεί από την εντύπωση, τον θαυμασμό, που του προκάλεσαν τα δύο περήφανα πορφυρά άτια που προ ολίγου, ανεβοκατέβαιναν τα μαρμάρινα σκαλοπάτια αμέσως μετά την δημόσια ιεροτελεστία, μόνο που τώρα το καπέλο του ήταν αφημένο πάνω στις τσαλακωμένες εφημερίδες στο χώρο πλάι του, γεγονός πρωτοφανές. Στο νου μου, χρόνια τώρα, έχω ταυτίσει τη φιγούρα, την φυσιογνωμία του με καπέλο, από τότε που νέος ακόμη, όταν ανταλλάσσαμε τον καθιερωμένο μας χαιρετισμό, ένα πρωινό καλημέρα, καθώς περνούσα με κατεύθυνση την Πραξιτέλους. Τέτοιες μικρές αλλαγές γενικότερα δεν θα έπρεπε να προκαλούν εντύπωση, καθώς μία πόλη κρύβει πολλά περισσότερα από τουριστικά αξιοθέατα, κι εγώ που ζω μέσω της παρατήρησης, μου διέφυγε η ουσία. Στο μαύρο καπέλο του γέρου, υπήρχε γραμμένη με άσπρη κιμωλία η λέξη Τέλος.

 

*

 

 

«uti non abuti»

Editorial του Στράτου Φουντούλη

Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο στα γεράματά του γράφοντας το «Γερνώντας» καθώς πλησίαζε το βιολογικό του τέλος – το έσχατο· όπως ο ίδιος πιστεύει και ομολογεί, κι αφήνοντας το θαρραλέο ελεύθερο να ξεπηδά ανάμεσα στα διάστιχα των αράδων του λόγου του δεν περιέχει ίχνος ειρωνείας, μόνο η ταπεινοφροσύνη ενός ανθρώπου που συνειδητά παραμερίζει τις ερμηνείες κάθε θρησκείας· «κάθε μάντη και οραματιστή, κάθε σοφό που πιστεύει ή παριστάνει πως ξέρει…», αναγνωρίζει την έλλειψη πίστης ενός ανθρώπου σαν μια πράξη ταπεινοφροσύνης μπροστά «στο μυστήριο των πλανητικών κόσμων» των οποίων μόνο τώρα, «μόλις χτες, αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε το τεράστιο, ίσως απροσμέτρητο μέγεθός του.»

  Σκέπτομαι, έχοντας μπρος μου έναν πολυκαιρισμένο ογκώδη τόμο του «Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν ‘Ήλιος’» που μετά βίας κουλαντρίζω μπρος στον ηλεκτρονικό υπολογιστή καθώς γράφω τούτες τις γραμμές, αυτούς που κοπίασαν για την εκτύπωση και την κυκλοφορία αυτού του τιτάνιου –για την εποχή- φιλόδοξου τυπογραφικού εγχειρήματος πριν εξήντα-εβδομήντα-ογδόντα τόσα χρόνια (δεν αναγράφεται πουθενά χρονολογία έκδοσης). Με μηχανική μελαγχολία ανοίγω το τέλος του τόμου, κάτω από τον «Πίναξ μονίμων συντακτών και συνεργατών του ΙΗ’ Τόμου» και «Διά την σύνταξιν του 18ου Τόμου, συνειργάσθησαν μεταξύ άλλων…» κλπ. Η κατάσταση των ονομάτων που «συνειργάσθησαν» είναι πλέον μία λίστα νεκρολογίας. Κανείς εκ «των μονίμων συντακτών και συνεργατών» δεν βρίσκεται εν ζωή.
  Στη ζωή, όπως στα πάντα, υπάρχει ένα αδυσώπητο Κάτι που θα μπορούσα να επιχειρήσω να το περιγράψω, να το καταθέσω μέσα σε τούτο το κείμενο. Στα δεξιά μου στέκεται ο πολυκαιρισμένος 18ος Τόμος του «Ήλιου»· αναπόφευκτα, η κατάθεση αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί μέσα στις σελίδες Του. Κάτω από τον γενικό τίτλο «Χρησιμοποιούμεναι Ξενόγλωσσοι Φράσεις» βρίσκεται το κατάλληλο για τη περίσταση λήμμα, στη σελίδα 1053 ο «Ήλιος» μας προτείνει ανερυθρίαστα το «uti non abuti» (Χρήσθαι ουχί καταχράσθαι) και μας το εξηγεί με μοναδικό τρόπο: «Λατινικόν απόφθεγμα δηλούν ότι επί παντούς πρέπει να γίνεται χρήσις και ουχί κατάχρησις, ανάλογον προς το αρχαίον ελληνικόν: ‘παν μέτρον άριστον’»
  Χρήσθαι ουχί καταχράσθαι. Η ζωή μας, η δική μας η Ζωή, δεν αποτελεί εξαίρεση. Ως γνωστόν αποκαλούμεθα «θνητοί». Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο στο «Γερνώντας» όπως και ο Σαραμάγκου στο «Κάιν», κύκνεια άσματα και των δύο, τιμούν την ανθρώπινη αμφιβολία, «Θέλω απλώς να πω ότι μου φαίνονται πιο πειστικοί οι λόγοι της αμφιβολίας παρά εκείνοι της βεβαιότητας.» μας ομολογεί ο πρώτος τιμώντας τον Επίκουρο με «Αυτό το τίποτα που υπήρξα δεν ήξερε τίποτε για τη γέννησή μου […] και […] το τίποτα που θα υπάρξω δεν θα ξέρει τίποτε για κείνο που ήμουνα…»
  Πόσο μυστηριωδώς γοητευτικά, ανάλαφρα ειρωνικά και περιπαικτικά τα γράφει κι ο δικός μας Δημήτρης Καλοκύρης στο Ποικίλη Ιστορία…  «Τα πρόσωπα αυτά, η γάτα, ο παίχτης, ο αντίπαλός του, το παιδί, η παραλία, ο ποδηλάτης, ο συγγραφέας και ο αναγνώστης του, για λόγους ταντρικής συντομίας αποκαλούνται περιληπτικά Θεός. Τα πάντα υποτίθεται ότι περιέχονται στη λέξη αυτή, αλλά ποτέ δύο άνθρωποι δεν συμφώνησαν στο ακριβές περιεχόμενό της, ούτε συνέπεσαν στις απόλυτες αναλογίες των συστατικών που την αποτελούν.»
Τι αξιοπρέπεια!

Editorial: H δραπέτης

Του Στράτου Φουντούλη

«Και Σύ; Εσύ, γλυκειά και Μεγαλόχαρη, μέσα στο χέρι σου, κρατούσες την καρδιά μου»

Γεννήθηκες με το σημάδι στο δεξί μάγουλο, έναν λεκέ. Το σήμα του διαβόλου, είπε η γιαγιά. Το φιλί του Θεού, επέμενε ο παππούς. Στο σχολείο σε απέφευγαν. Στο σπίτι δεν σε είπε όμορφη κανείς. Στα γλυκά, χαριτωμένα σου δεκαέξι γνωρίζεις τον νέο με το ίδιο σημάδι-λεκέ στο αριστερό μάγουλο. Βύρωνας, σου είπε. Παγκράτι απάντησες γελώντας. Μοιράστηκες μαζί του ειδυλλιακούς απογευματινούς, βραδινούς και κυριακάτικους ρομαντικούς περιπάτους. Ερωτεύτηκες. Ένα βράδυ τ’ αστέρια αναβόσβηναν αχνά, σιωπηλά• σε άρπαξε, σε έσφιξε τυλίγοντάς σε στην αγκαλιά του. Εσύ, στις μύτες των ποδιών σου, κόλλησες το φλεγόμενο μάγουλό σου στο δικό του. Δύο μάγουλα -σημαδεμένα- φλέγονταν, το ένιωσες. Συνάντησέ με εδώ αύριο βράδυ, σου είπε, θα έρθω απάντησες• κι ήρθε το επόμενο πρωινό όλο φως, ο λεκές στο μάγουλό σου δεν υπήρχε πια• μη πιστεύοντας το ακατανόητο, γύρισες ταραγμένη όλους τους καθρέπτες του σπιτιού, όλες τις γυαλιστερές του επιφάνειες παρατηρώντας με προσοχή το πρόσωπό σου ξανά και ξανά• ο λεκές στο δεξί σου μάγουλο απουσίαζε, κι ήρθε το βραδινό ραντεβού, κι έσπευσες, κόλλησες επάνω του• σε ρώτησε με μάτια γκρίζα και θαμπά: Που είναι. Πάει; Όχι! Σκέφτηκες αίφνης τον εαυτό σου μόνο, ελεύθερο. Έφυγες. Δεν ξαναγύρισες ποτέ.

«Μια γυναίκα, καθισμένη σε σκαμνί, ρεμβάζει στο κατάστρωμα, με ένα μωρό στην αγκαλιά της.»

©Αγριμολόγος

Το κείμενο αρχίζει και τελειώνει με δάνεια του Ανδρέα Εμπειρίκου από τα «Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία», εκδ. Άγρα, 1988

Editorial: Φόλα στα ζώα -Ένας ακλόνητος παραδοσιακός θεσμός

Του Στράτου Φουντούλη

Θα προτιμούσα να επιχειρήσω τη σύνταξη προλόγου του είδους:

«Άνθρωποι σαν και την αφεντιά μου δεν είναι ποτέ ευτυχισμένοι, παρακαλώ να καταγραφεί στα πρακτικά ότι, τέτοιοι άνθρωποι δεν χρειάζονται «τη συμπόνια κανενός»• διότι αποχωρούν από αυτόν τον μάταιο κι ευτυχή τόπο με μιαν εκπληκτική ευχέρεια, κι όταν λέτε σε έναν τέτοιο άνθρωπο ότι οι τοίχοι του χώρου που έχει επιλέξει ως κατοικία είναι λευκοί, γυμνοί• τέτοιοι που• φέρνουν στο νου τοίχους ψυχιατρείου –να ξέρετε ότι δεν αποκλείεται να λάβετε πληρωμένη απάντηση του τύπου: Οι ζωγραφιές μου κρέμονται στους τοίχους της ψυχής μου, τα βιβλία μου καταλαμβάνουν τα ράφια της ψυχής μου, η μουσική μου παίζει στο απέραντο στάδιο της ψυχής μου. Εάν μετά από απαντήσεις του είδους, ενός ανθρώπου του είδους, σεις επιμένετε στην άποψή σας ότι παραμένει άκαρδος• μην  αποκλείετε το γεγονός ότι και η καρδιά του ίσως, κάπου• σε κάποια από τις αμέτρητες σπηλιές της ψυχής του• μέσα κρύβεται…»
Θα μπορούσα να συνεχίσω στο ίδιο ύφος ή να επιχειρήσω να ταξιδέψω σε θάλασσες και σε πελάγη πιάνοντας το νήμα από έναν φοβερό πειρατή, να ζήσω το φόβο του πολιορκημένου Σελήμ Εουταμή, να χαθώ στα περιβόητα σοκάκια του Αλγερίου κάπου στις αρχές του δέκατου-έκτου αιώνα τότε που το Αλγέρι ήταν ακόμη μικροσυνοικισμός προσφύγων της Γρενάδας υπό την προστασία του Πέδρο της Νοβάρας ή κάτι ανάλογο τέλος πάντων• μόνο που έρχονται στιγμές που αναλογίζεσαι αυτό που συμβαίνει γύρω σου. Δεν θα μιλήσω για τη οικονομική κρίση, ούτε για το Γολγοθά του μέσου εργαζόμενου για επιβίωση –ίσως στο άμεσο μέλλον, να γίνει κι αυτό…
Θα μιλήσω για κάτι λιγότερο ποιητικό: για τα τρία νεκρά από φόλα, τουμπανιασμένα γατάκια στις άκρες των πεζοδρομίων. Έπεσαν στην αντίληψή μου τις τελευταίες μου μέρες στην Ελλάδα, σε συνοικία των βορείων προαστίων της Αθήνας… το γεγονός αυτό, μετά από το αρχικό, φυσικό ενστικτώδες σοκ που ένιωσα, το συνέδεσα και με τη παντελή απουσία νιαουρισμάτων τις τελευταίες μέρες, το συνέδεσα επίσης με τη δυσοσμία «ψοφιμιού» που τόσο έντονα ερχόταν από το απέναντι –φίσκα στα σκουπίδια- παρατημένο σπίτι με το οικόπεδό του –από εκεί ερχόταν η ανυπόφορη οσμή. Δηλαδή κάποιος ή κάποιοι κατάφεραν, «δουλεύοντας» συστηματικά να πράξουν μία μίνι γενοκτονία ζώων της γειτονιάς –ίσως και σκύλων μιας ολόκληρης της περιοχής –ποιος ξέρει, είναι πολύ πιθανόν σε μια χώρα όπου η φόλα στα ζώα αποτελεί παραδοσιακός θεσμός εδώ και πολλές δεκαετίες.
Διαβάζοντας τα πληθώρα περιστατικά δηλητηριάσεων ζώων (μέχρι και σε αρκούδες βάζουν φόλες), το φαινόμενο τελευταία βρίσκεται σε εξαιρετική… άνθιση και δείχνει το μέτρο πολιτισμού του μέσου πολίτη που ακόμα και εάν στην πλειοψηφία του, δεν διανοείται να δηλητηριάσει ζώο ή δεν βάζει φόλες, προσπερνά το γεγονός σιωπηλά συνεχίζοντας αδιάφορα τη πορεία στη ζωή, ανάμεσα στη βρομιά χωρίς να διαμαρτύρεται.
Πόσο τυχαίο είναι το εύρος της διαφθοράς, κυρίως η γενικότερη λαϊκή σιωπή ή ανοχή αυτής της νοσηρής πραγματικότητας σε όλο το (οριζοντίως και καθέτως) κοινωνικό φάσμα με τις δηλητηριάσεις οικόσιτων ή μη, ζώων. Μπορεί κανείς όλα αυτά να τα αποσυνδέσει από επαίσχυντες πράξεις όπως δηλητηριάσεις ζώων; Με την γενικευμένη «αθώα» omerta της διαπλοκής σε όλες της δημόσιες υπηρεσίες, σε όλους τους δημόσιους λειτουργούς. Ούτε η ελλιπή λειτουργία της Δικαιοσύνης –η γενικευμένη ατιμωρησία μπορεί να θεωρηθεί γεγονός άσχετο.
Η κοινωνία μας είναι σε μεγάλο βαθμό άρρωστη. Νοσεί βαθύτατα, σε όλα τα επίπεδα, πρωτίστως ηθικά και πολιτισμικά. Η κρίση η πολιτικοοικονομική δεν είναι παρά απόρροια αυτής της γενικευμένης ηθικής σήψης.

©αγριμολόγος

Editorial: Φιμώθηκε χωρίς ΕΡΤ, η δημόσια πληροφόρηση;

του Στράτου Φουντούλη

Δεν ήταν το κλείσιμο της ΕΡΤ αυτό που θα έπρεπε αληθινά να μας ανησυχήσει περισσότερο, αλλά ο αντιδημοκρατικός, ο αυταρχικός τρόπος με τον οποίο επεβλήθη καταργώντας το ρόλο του κοινοβουλίου. Για αυτή την επαίσχυντη πράξη έπρεπε να ξεσηκωθεί ο κόσμος και όχι (μόνο) για το κλείσιμο ενός αμαρτωλού –γιατί αμαρτωλός ήταν και παραμένει ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός. Ένα μαγαζί που δεν συμπαραστάθηκε ποτέ σε κανέναν, παρά μόνο στην εκάστοτε κυβερνητική εξουσία –αντιθέτως, σήμερα βλέπουμε πλήθος κόσμου –και προς τιμή του– να κατεβαίνει σε απεργίες, συναυλίες κ.α. εκδηλώνοντας την αλληλεγγύη του σε έναν οργανισμό που δεν του συμπαραστάθηκε (σχεδόν) ποτέ –εννοώ του κόσμου, όπου ενώ ταυτόχρονα με τη μεγαλοψυχία του, δείχνει και την απέραντη –ας μου επιτραπεί η έκφραση– απλοϊκότητά του. Από τις οθόνες της ΕΡΤ, κατά καιρούς απολαύσαμε υπέροχες ταινίες, άριστα ντοκιμαντέρ, προσεγμένες παραγωγές, προσέφερε το Τρίτο Πρόγραμμα, αλλά έως εκεί. Και όχι. Με το κλείσιμο της ΕΡΤ, δεν φιμώθηκε η δημόσια πληροφόρηση, υπάρχουν χιλιάδες άλλα έντυπα που την ενημερώνουν – άλλωστε η πληροφόρηση από την ΕΡΤ υπήρξε πάντα της εκάστοτε κυβέρνησης.Αντιθέτως δεν ξεχνάμε το ανεκδιήγητο, άκρως κυβερνητικό Δελτίο των «Ειδήσεών» της με τον αδιάκοπο ρυθμό του λιβανιστηριού της προς τα φαιδρά ή σοβαρά πρόσωπα της εκάστοτε εξουσίας. Αν απαριθμήσουμε τα φυντάνια που κατά καιρούς, φιλοξένησε στη στέγη της η ΕΡΤ, θα χάσουμε τη μπάλα, εδώ θα την χάσουμε αν το κάνουμε για τα τωρινά «αξιοκρατικά» διορισμένα φυντάνια, ονόματα δεν λέω, διότι γράφω επωνύμως –έχω και οικογένεια. Μόνο ο Διακογιάννης ξεχώρισε και όταν απομακρύνθηκε, η εκπομπή που κληροδότησε στους επόμενους, έκανε τα νεύρα των ποδοσφαιρόφιλων ρετάλια από την ερασιτεχνική ακαμψία των παρουσιαστών της. Ποιος γνωρίζει το ποσοστό αυτών που διορίσθηκαν με πραγματικά, αξιοκρατικά κριτήρια; Όποιος περαστικός αναγνώστης το μάθει (με στοιχεία) και μάθει επίσης ότι αυτοί αποτελούν την… πλειοψηφία, τότε να μου στείλει μέηλ και θα δημοσιεύσω τάχιστα κι ευχαρίστως, το πρωτοφανές για τα νεοελληνικά «ήθη κι έθιμα» ευχάριστο γεγονός. Ανυπομονώ. Διαβάζοντας το κατεβατό μου, δεν αποκλείω να υπογραμμίσετε ιδιαιτέρως την ασχετοσύνη μου, την «έλλειψη» κοινωνικής μου ευαισθησίας προς τόσους εργαζόμενους που χάνουν τη δουλειά τους –πριν όμως, θα ήθελα να σκεφτείτε, διαχρονικά τη, κοινωνική ευαισθησία των ανθρώπων της ΕΡΤ: Πότε κατήγγειλαν τους διαχρονικούς παράνομους διορισμούς στους κόλπους της;Πότε κατέβηκαν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για τη σήψη, τη διαφθορά, τα «περίεργα» συμβόλαια ημετέρων –Μετά έχετε το ελεύθερο να μου προσάψετε όση κακοήθεια επιθυμείτε. Οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ δεν πρωτοτυπούν, η έλλειψη κοινωνικής ευθύνης είναι κοινή σε όλους τους κλάδους των εργαζομένων της χώρας μας. Είδατε ποτέ την ΑΔΕΔΥ να κατεβαίνει σε απεργία καταγγέλλοντας τη βρομιά και τη δυσωδία, τα λαδώματα, τις υπερτιμολογήσεις, τους παράνομους διορισμούς; Το ίδιο ισχύει και για τους γιατρούς με το παραδοσιακό φακελάκι κ.ο.κ. ξανασκεφτείτε τα όλα αυτά στο σημερινό περιβάλλον των 30% ανέργων του ενεργού πληθυσμού της χώρας, μόνον στον Ιδιωτικό τομέα…

Η ΕΡΤ δεν έπρεπε να κλείσει, όσο αμαρτωλή κι αν ήταν. Υπάρχουν δημοκρατικές, κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Τίποτα δεν εμπόδισε την τριαδική κυβέρνηση να την εξορθολογήσει, να την εξυγιάνει. Το κλείσιμο ενός, έστω και κατ’ επίφαση δημόσιου, ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, δεν επιτρέπεται, ιδιαίτερα σε κράτος δικαίου.

*
©α γ ρ ι μ ο λ ό γ ο ς

Δεν πάει ο νους σε Παιδεία

Η κατάσταση σήμερα -σαν να μην πέρασε μια μέρα
Editorial του Αγριμολόγου στις (παλαιές) Στάχτες τ.15 -2006 
Έχουν περάσει από τότε επτά χρόνια, και σαν να μην πέρασε μια μέρα

Βλέποντας χοροστάσια και μαγαζιά με γύρο γύρο σκουπίδια, παράγκες και σπίτια, οικισμοί και χωράφια, μάντρες οικοδομικών υλικών, δρόμοι και μονοπάτια ριγμένα άτακτα πάνω στη γη. Το βλέμμα ξεχειλίζει από δάση τηλεοπτικών κεραιών. Το σύγχρονο αστικό περίγραμμα της σημερινής Ελλάδας. Το βλέμμα σταματά εκεί• δεν τολμά να απλωθεί ψηλότερα• προσγειώνεται. Φεύγει και γυρνά σε πόλεις και χωριά και φορτίζεται από την υποδοχή σκουπιδιών και μπαζωμάτων και προσπερνά. Η παιδεία απουσιάζει από το οπτικό πεδίο.

    Σε ποια μονοπάτια χάθηκε αυτή η περίφημα διακηρυγμένη Ιστορική Συνείδηση, όταν κάποια φυλλάδια όπως ένα της περιφέρειας Αττικής αναφέρει τον Εθνικό Κήπο σαν «Διακοσμητικό πάρκο», όπου στο βλέμμα κυριαρχούν η βρομιά, η λάσπη και η αμορφία; Κλαδιά, ξεραμένα φύλα δέντρων ανάκατα με χαρτομάντιλα, κουτιά αναψυκτικών, χάρτινα περιτυλίγματα από σοκολάτες, κρουασάν, σάντουιτς, τσαλακωμένα πακέτα τσιγάρων, αποτσίγαρα. Πηγαίνετε στο ιερό νησί της Δήλου, ή λίγο έξω από τα Μετέωρα. Περάστε στον Θεσσαλικό κάμπο. Το ίδιο άρρωστο τοπίο. Η παιδεία παντού, εκκωφαντικά απουσιάζει.
    Παρατημένες παιδικές χαρές. Σκουριασμένες αλυσίδες σε κούνιες που τρίζουν, η τραμπάλα σχεδόν ξεχαρβαλωμένη, το μονόζυγο ξεβαμμένο από το χαρούμενο αρχικό του χρώμα. Τα ξύλινα καθίσματα στις κούνιες, η τραμπάλα γεμάτα σκλήθρες. Υπαίθριες τουαλέτες που εντοπίζονται από τη δυσοσμία. Παρκάκια με αγάλματα βρόμικα, χτυπημένα και απεριποίητα. Παγκάκια που κάποτε είχαν τιμηθεί με χρώμα. και τα σίδερα που τα στηρίζουν• σκουριασμένα. Τονίζουν (ανάμεσα στ’ άλλα, την απουσία των Αρχών) βροντερά την έλλειψη παιδείας.
    Δέντρα που στέκουν αγέρωχα. Αντέχουν όσα χρόνια και αν περάσουν• ταλαιπωρημένα, με την εμφανή προσπάθεια να δώσουν καθαρές ανάσες στον περιπατητή. Κοιτούν από ψηλά τους λιγοστούς ελεύθερους χώρους εγκαταλελειμμένους να γερνούν, να εγκαταλείπονται από τις αρχές. Ελάχιστοι κάτοικοι διαμαρτύρονται ή αντιδρούν δυναμικά, δημιουργικά. Οι υπόλοιποι προστατεύονται από τα δελτία των οκτώ και τα πρωτοσέλιδα. Απαθείς, αθώοι και αμέριμνοι θεατές της καθημερινότητας• της ζωής. Παθητικοί θεατές απολαμβάνουν καρέ-καρέ εικόνες του κυκλοφοριακού, της ανεργίας, των σκουπιδιών. Θεατές με την αδράνεια παραδομένου θύματος κοιτούν αποχαυνωμένα τα όνειρά τους να γκρεμίζονται σε δολοφονικές λακκούβες στους δρόμους, σε οργωμένα πεζοδρόμια.
    Τα πεζοδρόμια γεμάτα εμπορεύματα, μηχανάκια, σκουπίδια, καρέκλες και τραπέζια (οι μητέρες με παιδικό καροτσάκι;). Φρεσκοβαμμένοι τοίχοι όμορφων δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς γεμάτοι μουντζούρες (όχι γκράφιτι) και συνθήματα για όλα, ακόμα και για Παιδεία. Σε στατιστική μελέτη διαβάζω ότι το 71,6% βλέπει συχνά γείτονες να πετούν σκουπίδια στο δρόμο. Θλιβερό.
    Εκλογές. Κραυγές μεγαφώνων, κολόνες (οι καημένες…) γεμάτο αυθαίρετες αφίσες υποψηφίων, χορός ασταμάτητος ιδίων προσώπων περί ιδίων ομιλούντων. Εμφανίσεις «καλλιτεχνών» στηρίζουν υποψήφιους. Αλληλοκατηγορίες, παραπληροφορίες, «ανακαλύψεις σκανδάλων», ξεκατινιάσματα και άλλα συμπτώματα γεμίζουν τον ατομικό μας χώρο. Ναι, ακόμα και σε αυτόν τον χώρο που ζούμε, σε κατάσταση συνεχούς μορφωτικής απαξίωσης, ακόμη και εκεί μας πλαγιοκοπούν.
    Δεν είμαι μηδενιστής, υπάρχουν μερικοί που αντιστέκονται και δημιουργούν. Δεν είναι όλα μαύρα, υπάρχουν επιτεύγματα σε όλους τους τομείς, αυτά όμως είναι η εξαίρεση. Το πολύ μικρό και ασήμαντο αυτό άρθρο δεν μπορεί να χωρέσει όλα όσα πονούν.
*
©Στράτος Φουντούλης. Βρυξέλλες, 4 Οκτωβρίου 2006.

αγριμολόγος: Flatus Vocis

Του Στράτου Φουντούλη

Ποιος ήταν ο Παντελάου, του οποίου στο μπαούλο υπάρχουν πολλές επιστολές και ένα προσχέδιο περιγραφής των ουρανίων και αστρικών του οράματος; (Ή μήπως οι επιστολές αυτές δεν γράφτηκαν ποτέ από αυτόν; ) Ποιος ήταν ο Πέρο Μποτάλιου, δημιουργός ενός φιλοσοφικού διηγήματος με τον τίτλο O Vencedor do Tempo που δημοσιεύτηκε πρόσφατα; Ποιος ήταν ο Σ. Πατσέκο, δημιουργός μιας μεγάλης ποιητικής σύνθεσης στα απόνερα της αυτόματης γραφής; Και ο Σήζαρ Σηκ; Και ο δόκτωρ Νάμπος; Και ο Φέρντιναντ Σούμαν; Κι ο Τζάκομπ Σατάν; Και ο Εράσμους; Και ο Μίστερ Ντέαρ; Ποια ήταν αυτά τα πρόσωπα με τα απίθανα ονόματα, όπως ο κύριος Καπ του Μοντάλε; Ατομικότητες που περιμένουν, στο σκοτάδι ενός μπαούλου, να βγουν στο φως για να ζήσουν, ή μήπως απλά ονόματα που σκάλωσαν για πάντα σε κάποιο σημειωματάριο, χαμένες υπογραφές, εκτοπλάσματα του πιο φανταστικού ληξιαρχείου της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα; (*)

Η ετερωνυμία του Πεσσόα, δηλαδή έγινε ένας «άλλος από τον εαυτόν του» όπως λέει ο Tabucchi που συνεχίζει λέγοντας ότι, δεν κινείται στον χώρο μιας καθαρής περιπλάνησης […] η προσποίηση του Πεσσόα είναι πάντα μια προσποίηση υπερβατική, είναι λόγος, αλλά με την έννοια του εν αρχή ην ο λόγος• κι αυτός ο λόγος σίγουρα δεν είναι το λογοτεχνικό «κείμενο». Η ετερωνυμία του –προσθέτω εγώ- αχρηστεύει την αυθεντία της υπογραφής κάτω από οποιοδήποτε κείμενο. Τι σημασία και βάρος μπορεί να κουβαλά ένα οποιοδήποτε όνομα μπρος στην ουσία του κειμένου, η χρήση οποιουδήποτε ψευδώνυμου είναι ζήτημα έλασσον, πρωτεύει πάντα, μα πάντα, το ίδιο το κείμενο, αυτό ταξιδεύει με σκαμπανεβάσματα μέσα στο χρόνο. Με «τον τρόπο του», του ανθρώπου με τα «χίλια πρόσωπα», ο Πεσσόα, και σε αυτό συμφωνώ με τον Tabucchi, απαιτεί αναγνώσεις ικανές να απορρίπτουν κάθε αλαζονική ερμηνεία, ενώ αντίθετα επιζητεί αναγνώσεις ικανές να τον ακολουθήσουν σε έναν υποθετικό χώρο επιβεβαιώνοντας τον Μπόρχες που κάποτε σε μια διάλεξη τόνισε ότι «Ένας άνθρωπος έλεγε μια ιστορία• την τραγουδούσε• και οι ακροατές του δεν τον έβλεπαν ως έναν άνθρωπο που επιχειρούσε δύο πράγματα, αλλά ως κάποιον που επιχειρούσε ένα πράγμα που είχε δύο όψεις, Ή ίσως να μην αισθανόταν ότι είχε δύο όψεις, αλλά το σκέφτονταν ολόκληρο ως ένα ουσιώδες πράγμα».(**)
Ο Μπόρχες αναφερόμενος στον Whistler συμπληρώνει: « Η Τέχνη συμβαίνει». «Δηλαδή, υπάρχει κάτι μυστηριώδες στην τέχνη. Θα ήθελα να διαβάσω τη φράση του με ένα νέο νόημα. Θα έλεγα: Η τέχνη συμβαίνει κάθε φορά που διαβάζω ένα ποίημα». (***), και προσθέτω, Τέχνη δεν συμβαίνει μαθαίνοντας αποκλειστικά και μόνο το όνομα του δημιουργού.
Ο δικός μας Εμμανουήλ Ροΐδης στον καιρό του, χρησιμοποίησε ουκ ολίγα ψευδώνυμα, το γεγονός αυτό έχει μήπως άλλη σημασία πέραν του ότι δεν θα υπήρχε Τέχνη χωρίς το παιχνίδι του δημιουργού;
Εξ ου κι η μεγάλη πίκρα του έντυπου κατεστημένου λόγου σήμερα, ο κάθε πικραμένος ιστολόγος υιοθετώντας ένα ψευδώνυμο έχει τη δυνατότητα να δημοσιοποιεί (τι θράσος) –μέσω διαδικτύου- κείμενα ποιότητας (δωρεάν) με αποδέκτες μερικές χιλιάδες αναγνώστες.
Το παιχνίδι συνεχίζεται.

.
.

.

(*) Antonio Tabucchi «Η Νοσταλγία του Πιθανού», γραπτά για τον Πεσσόα. Εκδόσεις Άγρα.
(**) Χόρχε Λούις Μπόρχες «Η τέχνη του στίχου» Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(***) Στο οπισθόφυλλο του ιδίου βιβλίου.

*
© α γ ρ ι μ ο λ ό γ ο ς

(δεν περιμέναμε την) Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

Οι τελευταίες τριάντα αναρτήσεις του περιοδικού, με ημερολογιακή σειρά, ξεκινώντας από τις πρόσφατες…

1- Ασημίνα Ξηρογιάννη, Εποχή μου είναι η ποίηση

© Εικαστικό έργο: Στράτος Φουντούλης, «Une lettre jamais reçue 2, 60×60 cm. mixed media on canvas, 2007″