Πέτρος Κυρίμης, Η Σουλάρα [2014]

Αρχείο 26.5.2014

Το σπίτι της, δυο δωμάτια κουζίνα μπάνιο, ήτανε τέρμα Παλαμηδίου σε μια περιοχή που τη λέγανε Άγια Σοφιά, αλλά ούτε που πήγαινε να μείνει εκεί, γιατί τον πιο πολύ καιρό τον πέρναγε μέσα στον χώρο που δούλευε. Στο μπουρδέλο της κυρά Ζωζώς. Εκεί μόνο, έχοντας καθημερινό νταραβέρι με τους πελάτες και την κυρά Ζωζώ μόνιμα πάνω από το μαγκάλι της, είχε την αίσθηση ότι η ζωή της δεν είχε σταματήσει πριν τέσσερα χρόνια, την ημέρα εκείνη που η μοίρα της έφερε μπροστά της τον Μιχάλη τον Καλαματιανό, επιβάτη στο ποστάλι που έκανε τη γραμμή στα Δωδεκάνησα.

Όταν το πλοίο είχε πιάσει Ρόδο, να φορτώσει και να ξεφορτώσει, ήτανε έξι η ώρα το απόγευμα, Αύγουστος μήνας, καλοκαίρι του ΄61. Η Σούλα ήτανε είκοσι δυο χρονών. Έκανε με μια φίλη της, τη συνηθισμένη βόλτα κάτω στο Μανδράκι και κάτσανε να χαζέψουνε το πλοίο.

Ο Μιχάλης ο Καλαματιανός, όρθιος πάνω στην κουπαστή, χάζευε τον κόσμο έξω κι αυτός. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και τότε ρώτησε έναν με στολή που πέρναγε δίπλα του, πόση ώρα θα φορτώνουνε και θα ξεφορτώνουνε κι όταν ο άλλος είπε περίπου μια ώρα, κατέβηκε και πήγε ίσια στη Σούλα, που από τότε θα μπορούσε κανείς να την πει και Σουλάρα, γιατί ήτανε έτσι φτιαγμένη που θα νόμιζε κανείς ότι ερχόταν κατευθείαν από τον Κολοσσό της Ρόδου, έτσι ψηλή και γεροφτιαγμένη, με τα πόδια σε ελαφρά διάσταση και τα χέρια σηκωμένα να συγκρατούν τα πλούσια μαλλιά της από το απογευματινό θαλασσινό αεράκι, ο Μιχάλης έπαθε την πλάκα του κι όταν σε λίγο της έλεγε ότι θα την έκανε μεγάλη σταρ του σινεμά, θα ήθελε πολύ να ήτανε αυτό που της είπε ότι ήτανε. Σκηνοθέτης.

Αλλά ήτανε μόνο ψεύτο αγαπητικός στη Τρούμπα.

Η Σούλα πολύ αργότερα, όταν ήτανε πια σπιτωμένη και δρόμος επιστροφής δεν υπήρχε, αποφάσισε να μην εμπιστεύεται πια άντρες με το όνομα Μιχάλης.
Μόλις κάποιος της έλεγε ότι τον λένε Μιχάλη, εκείνη έλεγε σίγουρη τη γνώμη της, ότι ήτανε ψεύτης. Και ούτε πελάτη έπαιρνε με το όνομα αυτό, αλλά και τον ίδιο τον Καλαματιανό στον χρόνο επάνω, του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι, λέγοντας του ότι από δω και πέρα να πάει να βρει άλλη πρωταγωνίστρια και άρχισε να αποταμιεύει, με το όνειρο κάποτε, να γυρίσει πλούσια στο νησί της και στους δικούς της.

Είχε αγοράσει ένα μικρό τρανζίστορ με δόσεις και το είχε πάνω στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι, στολισμένο όπως κάτι φορτηγατζήδες τα παρμπρίζ.

Κάθε πρωί, στις εννέα και μισή, μια σκόνη πλυσίματος, πατρονάριζε από το ράδιο ένα θέατρο σε συνέχειες. Το λέγανε, «Μικρή, πικρή μου αγάπη».

Η Σουλάρα δεν είχε χάσει κανένα επεισόδιο. Ότι κι αν ήτανε να κάνει εκείνη την ώρα το παράταγε, με το που άκουγε την χαρακτηριστική μουσική, που είχε γίνει εκείνη την εποχή, πιο γνωστή στον κόσμο κι από το πιο μεγάλο σουξέ του Καζαντζίδη.

Κανείς δεν τολμούσε να την ενοχλήσει στη μισή ώρα που κρατούσε το επεισόδιο, ούτε πελάτης, ούτε φίλος, ούτε ακόμα και η κυρά Ζωζώ.

Το τέλος της εκπομπής, την εύρισκε βουτηγμένη στο κλάμα μα ευτυχισμένη.

Άρχιζε να τραγουδάει φάλτσα, αλλά με πάθος το «πότε θα ανοίξουμε πανιά να κάτσω στο τιμόνι…» Μόνο που εκεί που έλεγε το τραγούδι … να δω της Λέρου τα βουνά να μου διαβούν οι πόνοι… Εκείνη έλεγε το δικό της νησί που ήτανε η Ρόδος και όλα ξαναμπαίνανε στη θέση τους κι άκουγες τη φωνή της κυρά Ζωζώς να λέει ρουτινιάρικα στον πελάτη που περίμενε, δείχνοντας του τη σκάλα προς τα πάνω, «Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα».

vintage_under2

©Πέτρος Κυρίμης
Fωτογραφία του 19ου αιώνα, ειδικά επεξεργασμένη από τις Στάχτες