Αρχείο 27/05/2014
ΣΤΗΡΙΓΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΤΟΥ Γ. ΡΙΤΣΟΥ
Αυτή δεν μπορεί να είναι η Ελένη. Έτσι γερασμένη, μες στη σκηνοθεσία της εγκατάλειψης. Αυτή δεν θυμίζει σε τίποτε την Ελένη. Όταν το χάραμα, δυο χιλιάδες χρόνια πριν φιλούσε τον Πάρη στα τείχη. Και η φωνή της δεν μοιάζει με τα νερά του σπασμένου φράγματος. Μιλά με δυσκολία, κρατά σφιχτά το μαντήλι στα νευρώδη χέρια της. Χέρια μητέρας και ερωμένης, χέρια που έχουν διαπράξει κάποτε την προδοσία. Η όψη της είναι ένα θαύμα. Κανείς δεν γνωρίζει πως επέστρεψε στο Άργος, πως ζει σ΄αυτό το σπίτι, στο βάθος του πορτοκαλεώνα. Χίλιες λεύγες οριζόντιο βάθος. Το οίκημα είναι πολυκαιρισμένο. Κάποια απ΄τα παράθυρα χάσκουν σαν στόματα παιδιών ανοιγμένα στους μέλλοντες καιρούς. Συχνά θυμάται τα λόγια του ποιητή. Τα συντριβάνια μουχλιασμένα, μια σαύρα στο κορμί της Αφροδίτης και άλλα τέτοια περιγραφικά του θανάτου. Πέρα απ΄το σπίτι ο δρόμος, πέρα απ΄το δρόμο οι πόλεις και οι θολές αναμνήσεις των τυφλών και της θυσίας. Αυτή δεν είναι η Ελένη. Έτσι ακίνητη μοιάζει σκοτωμένη, με τ΄απέραντα χρόνια και τις πονεμένες φλέβες. Έχει πάντα στραμμένο το μέτωπο προς το χωμάτινο δρόμο, πάντα προσμένοντας ένα πρόσωπο, τ΄αρχαίο τάγμα του βασιλέως που επιστρέφει με τη συγχώρεση. Αυτή η Ελένη θα πεθάνει πικραμένη μια μέρα εμπρός στο παράθυρο. Ήσυχα, διακριτικά όπως πεθαίνουν τα δέντρα μια νύχτα που εσύ ανυποψίαστος δίνεσαι σ΄έρωτες και περιηγήσεις στις αλησμόνητες επαρχίες της Κορίνθου. Αυτή η Ελένη διαλύεται κάθε μεσημέρι μες στο φως έτσι που κανείς δεν μπορεί να τη διακρίνει πίσω από το θάμπος της κουρτίνας, Εσύ με πάθος επιθυμείς επιτέλους να σκοτωθεί. Όταν μιλά ξεσπούν βραχνοί θόρυβοι και το κορίτσι που την προσέχει σταματά τις αναγνώσεις και χαϊδεύει τ΄άσπρα μαλλιά της, λεπτά σαν μίσχοι, γερασμένα φίδια στο πηγάδι που τελειώνει στα μάτια. Πολλές φορές περνά τις μέρες της με κλάμματα βουβά, με τ΄αμίλητο πένθος του λάθους. Μονάχα οι ποιητές και τα παιδιά του Άργους μπορούν να περιγράψουν έναν τέτοιο πόνο. Το καλοκαίρι που θα΄ρθει η πρόσοψη του σπιτιού θ΄αλλάξει όψη. Στο χρώμα του χώματος, με την είσοδο πάντα σε υποχώρηση. Μια αίσθηση παρόμοια μ΄εκείνη της Ιερουσαλήμ και των λοιπών αρχαίων πόλεων. Αυτή η Ελένη είναι από τερακότα. Την ώρα της αποφώνησης, αργά τη νύχτα, στο τέλος της ραδιοφωνικής εκπομπής ακούγεται η περιγραφή απ΄εκείνη τη νύχτα όταν υδατογραφημμένη, ισορροπώντας στα τείχη πετούσε τ΄άνθη στους στρατούς. Ύστερα, καθώς λέει αναλήφθηκε με τα υφαντά της ν΄αφήνονται στα χώματα, πάνω σε λίμνες και προάστια. Η Ελένη χάνεται. Στα μαγαζιά της οδού Αχιλλέως και των παραλλήλων αυτής. Μες σε τραγούδια λαϊκά, πονεμένα, κάτω απ΄τ΄άγρυπνο βλέμμα του θαλασσινού γέροντα, όπως κοιτά σε κάθε σπίτι, αμέριμνος και σοφός πολύ. Αυτή η Ελένη γυρνά στο Άργος την Τρίτη χιλιετία. Φέρει πληγές και τη μυρωδιά του αγαπημένου. Και αγαπά πάντα πολύ γιατί μπορεί και κλαίει. Πάνε οι καιροί που μετρούσε το φόβο και συλλογιζόταν με σύνεση τους εραστές της. Τώρα προσμένει τον άγιο στο βάθος του δρόμου, βυζαντινό με μεγάλα μάτια και μυρωδιά κεριού.Αυτή δεν είναι η Ελένη. Είναι το κορίτσι που έγραψε την πρώτη ιστορία, είναι μύθος και παράπονο. Τα γυμνά της πόδια στα νερά, τα γυμνά της χέρια στους ανέμους, τραβώντας πάντα κατά ΄κει που γεννιέται το τίποτε. Ένα βράδυ θα εγκαταλείψει τ΄Άργος. Θα εισβάλλει στα θέατρα, γυρεύοντας την Κασσάνδρα. Μες στ΄όραμα της πελοπονησιακής βραδιάς θα χαθεί πέρα απ΄τα δέντρα, αφήνοντας το σπίτι μόνο με το στεναγμό του. Αυτή δεν είναι η Ελένη. Είναι ένα κορίτσι απ΄το μέτωπο, στο θάλαμο με τ΄αρνητικά των φωτογραφιών, ψημένος πηλός το δέρμα της, δέρμα του σπιτιού και του απογεύματος. Αυτή δεν είναι η Ελένη. Είναι κάποια που δόθηκε στους έρωτες, που διασώθηκε έστω και έτσι.
Αυτή η Ελένη του ποιητή δεν μπορώ να σας πω τι σημαίνει. Είναι πολύ προσωπική. Όπως πράγματα που φεύγουν. Η μνήμη, η στοργή, τ΄αλφάβητο.
©Απόστολος Θηβαίος
Εικόνα βασισμένη στη φωτογραφία του Alex Thompson, flickr creative commons, επεξεργασμένη από τις Στάχτες
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.