Αρχείο 30.5.2014
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Παράθυρα φορτωμένα με ευθύνες
γι’ αυτά που είδαν και δε μίλησαν
τα τζάμια η άλλη όψη του ήλιου
παραμορφωμένη
οι αιθέρες κρατούν καλά τα σύννεφα
που διέφυγαν απ’ το δωμάτιο.
Μην προσπαθήσεις να προσεταιριστείς
τις υλικές λέξεις
είναι μόνο για όσους μπορούν
να τρέφονται με λόγια πολλά.
Οι άλλες λέξεις θ’ αποκρυπτογραφήσουν τη ζωή μας
και θα σου μάθουν να μη ζητάς μεγάλες χάρες
μονάχα το σώμα μου
που περιμένει στη γωνιά το άγγιγμά σου.
Δύσκολες αυτές οι λέξεις
ίσως αμεληθούν γρήγορα
απ’ την ανάγκη μιας σύγχρονης ανάγνωσης
της ταλαιπωρίας και της απόστασης.
Αυτά τα νιώθεις όταν επιστρέφεις σ’ εμένα
γιατί η ενοχή είναι αφόρητη
τώρα δεν είσαι μόνη
τώρα οι λέξεις σου μπερδεύονται
δεν είναι πια υλικές.
Τα σύννεφα διαλύθηκαν
και τα παράθυρα αθωώθηκαν
και τα τζάμια γέμισαν πια ήλιο
καθώς με φίλησες
κορίτσι των άυλων λέξεων.
ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ
Τα χρόνια που ξοδεύτηκαν απ’ τη βιασύνη μας
για να προλάβουμε τη συνάντηση
του κορμιού με την άγρια σκέψη
τα στατικά μεσημέρια
από την κούραση της πρωινής συζήτησης
με τους απόμαχους ή τους άνεργους
η άσπρη γραμμή στον ορίζοντα
και τ’ αεροπλάνο που την τέμνει
εσύ, εγώ, οι φίλοι, οι άγνωστοι
είναι εικόνες
που εκτίθενται σε μουσεία καθημερινής χρήσης
χωρίς εισιτήριο εισόδου˙
ίσως γιατί δεν έχουν τίποτα να πούνε
ή δε θέλουν ν’ αποκαλυφτούν σε λίγους.
Τώρα που γίναμε όλοι καλλιτέχνες
μας άφησε το νερό και κύλησε μακριά
έξω απ’ τη στείρα λογική μας.
Οι πηγές κυριεύτηκαν από επιδρομείς τόσο ξένους˙
οι πηγές οι νηστικές από υγρασία
οι πηγές, και πιο πέρα
ένα μικρό τριζόνι της ερημιάς
αφουγκράζεται τους παλμούς της πολιτείας.
Το λάθος μας το μετρήσαμε στα δάχτυλα
δεν ήταν μόνο δικό μας
ήταν μια κραυγή από αναδυόμενα δελφίνια
που έβγαιναν στη στεριά.
Τις σάπιες ρίζες τις άκουσα και σήμερα
να δίνουν παρηγοριά στους βλαστούς, στα φύλλα
κι αυτά με τη σειρά τους
να ικετεύουν τον αέρα να σωπάσει
να φανεί ο υλοτόμος με το πριόνι –
τι ωφελεί η καθυστέρηση
μιας που η αρρώστια επεκτάθηκε στη σκέψη ;
Ίσως εκείνο το δέντρο με τη νωχελική όψη
είναι μια αντιγραφή πολλών σωμάτων
που ντρέπονται να κυκλοφορήσουν στην αγορά
γιατί εκεί συχνάζουν μόνο οι καλλιτέχνες των μουσείων.
Καλά είναι τ’ αγάλματα – έστω και ακέφαλα –
μα πιο καλά τα άλλα, τα ντροπαλά.
ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ΒΡΟΧΗ
Δε ζητάω πολλά˙
μόνο μια βροχή ανοιξιάτικη
που θα σου φέρει ξανά στο νου
ζωηρά χρώματα και δυνατούς ήχους.
Εκείνο το βράδυ με δυσκόλευε πολύ η μουσική
ενώ εσύ στεκόσουν στην άκρη του δωματίου
και κοίταζες με αφέλεια τις κινήσεις των παιδιών.
Ήσουν κι εσύ παιδί
μα πάντα προτιμούσες τη σιωπή.
Μιλούσες με τις άκρες των δαχτύλων
καθώς αιωρούσες τα χέρια σου αναίτια.
«Η βροχή έχει ήχο
η βροχή έχει χρώματα» έλεγες.
Μα η ζωή σου είναι βροχή στεγνή
μια καθιερωμένη τελετή
χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξίες
χωρίς την παρουσία μας στους κύκλους των ματιών σου.
Μήπως εσύ μας αγνοείς
ή εμείς σε περιφρονούμε;
Έχουμε πια αποβάλει
εκείνη τη μικρή δειλία που αισθανόμασταν
όταν μαδούσαμε τις μαργαρίτες
όταν κοιτάζαμε το δειλινό να σκεπάζει την πόλη˙
την πόλη που την ήξερες πιο καλά από μας
ενώ για εκείνη ήσουν ανεπιθύμητη.
Τώρα πια δεν υπολογίζουμε τη φρίκη
στο αντίκρισμα της πρώιμης απογοήτευσης.
Οι κίνδυνοι είναι ανίσχυροι
για να εισβάλουν σε φλέβες αλλιώτικες
που η ροή του αίματος έχει λοξή διεύθυνση˙
εκεί μέσα είμαστε μα δεν πνιγόμαστε
γιατί το αίμα μας εκβάλλει στη δική σου οπτασία.
Αν κάποτε αγαπήσεις τη βροχή
πρόσεξε μην την εξαντλήσεις…
Τ’ ΑΓΚΑΘΙΑ
Τ’ αγκάθια τρυπάνε την πέτσα με μια γλυκύτητα
σαν το χάδι που ρουφάς στην εξοχή.
Είναι αγκάθια τονωτικά
η μόνη λύση για τις ώρες του χειμώνα
που βουβοί κοιτάμε τους δρόμους
να χάνονται μέσα στην ομίχλη
και τ’ αυτοκίνητα που ρίχνουν τον όγκο τους
πάνω στην άσφαλτο
λες κι εκδικούνται για τον άχαρο ρόλο τους :
να μεταφέρουν κορμιά
στολισμένα με λέπια αμάθειας.
Είναι αγκάθια του Γενάρη
είναι αχτίδες της πρόωρης άνοιξης
ένα καλωσόρισμα επιφυλακτικό
που κατεβαίνει ως το μυχό των οστών
μέσα στα σκοτάδια του αίματος,
παντού διέρχεται ασβεστωμένο
μήνυμα μιας νέας ανακαίνισης.
Και πάλι έχουμε λόγους να μιλάμε
ν’ αναρωτιόμαστε γι’ αυτή την άφιξη
ενώ γνωρίζουμε πως γρήγορα θ’ αναμειχθεί
με την γκρίζα διαδρομή των εβδομάδων
και θα ξεχαστεί όπως όλα τ’ αναπάντεχα
αφού τα μάτια κοιτάνε πάντα κάτω .
ο χειμώνας της ψυχής δεν έχει ήλιο.
Από ©Γιώργος Γκανέλης
Ανάπηροι δρομείς
εκδ. Στοχαστής, 2012
Σύντομο βιογραφικό
O Γιώργος Γκανέλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι καθηγητής Φιλολογίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ανάπηροι δρομείς» το 2012 και «Ο σκοπευτής της μνήμης» το 2013, όλες από τις εκδόσεις Στοχαστής.
φωτο©Στράτος Φουντούλης, “Hoeilaart No2″ 2008
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.