Αρχείο 15.7.2015
Στην μέση του φαγητού, τη στιγμή που καταβρόχθιζα ένα κεμπάπ, σα γυαλιστερή ανατομική λάμα, σα μαχαιριά διαπέρασε τη σκέψη μου και καρφώθηκε στην καρδιά της πρωτόγονης πείνας μου προκαλώντας ένα μικρό σεισμό. Πήρε τη μορφή μιας λέξης: «βίνερ-ρος-μπράτεν».
Ταράχτηκα, τι ήταν αυτό πάλι που τόσο απρόσκλητα ήρθε να βάλει σε δοκιμασία την καλή μου διάθεση;
Μα ναι αν και ξεχασμένη, η λέξη μου ήταν πάντα γνώριμη για έναν απλούστατο λόγο: οι ονομασίες, τα ακούσματα, οι υφές που γνωρίσαμε σε μικρή ηλικία δεν σβήνουν ποτέ τελείως, είναι μάλιστα μερικές που μένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στο μνημονικό μας. Σκονισμένες βέβαια, έτσι που αχρησιμοποίητες φυτοζωούν στο λαβύρινθο του μυαλού μέχρι που κάποια αιτία τις κάνει να εμφανιστούν σαν χλωμά φαντάσματα. Χρόνια δεκαετίες μετά τον σημειολογικό καταιγισμό που μας επέβαλλε η παράξενη εποχή μας, επιβιώνουν πεισματικά. Έτσι κι αυτή εδώ. Βίνερ ρος μπράτεν: ένα φαγητό που συνήθιζα να παραγγέλλω όταν με τον πατέρα μου γευματίζαμε στο εστιατόριο «ΕΛΛΑΣ» σε μια πλατεία Ομονοίας που δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινή.
Bίνερ ρος μπράτεν: ένα υπέροχο στέικ σκεπασμένο από τηγανιτά κρεμμύδια, τραγανιστά καραμελωμένα δαχτυλίδια που έλειωναν στο στόμα … ένα γαστρονομικό θαύμα! Τόσο ωραίο όσο και το βολοβάν καρδινάλ που έπαιρνα στο εστιατόριο Το Πάνθεον, φωλιά σφολιάτας γεμιστή με τα εξωτικά τότε μανιτάρια η ακόμη καλύτερα το παγωτό Μπέϊκερ Αλάσκα που ερχόταν μέσα σε φλόγες σε κάποιο ζαχαροπλαστείο της Κηφισιάς… Και καθώς οι εικόνες του «τότε» απλώνονται ανησυχαστικά σα σταγόνες λάδι στο μάρμαρο, παρασύροντας κι άλλες εξοβελισμένες πλέον από το λεξιλόγιο της καθημερινότητας, με έχει πιάσει πραγματική λιγούρα. Φαγητά ντεμοντέ θα μου πείτε -γιατί και τα φαγητά έχουν τον καιρό τους- αλλά με τη παλιομοδίτικη γλωσσική τους εκπυρσοκρότηση σέρνουν κολλημένη επάνω τους σημαντική δόση νοσταλγίας: τη νοσταλγία της Ευρώπης. Φαγητά που είτε τα ονομάτιζες είτε τα γευόσουν σε ταξίδευαν στο μαγικό αλλού που ήταν κάποτε η Ευρώπη, αποτελώντας μια προ-γεύση, μια υπόσχεση. Και συ σαν άλλος καβαφικός Οδυσσέας την απολάμβανες με την γεύση και τη φαντασία σου καθυστερώντας, παίζοντας με τις Σειρήνες και φλερτάροντας με τις μάγισσες. Άλλωστε δεν δυστυχούσες γιατί ένα κομμάτι ευρωπαϊκής μουσικής, ένας χορός, ένα άρωμα σε παραμύθιαζαν ηδονικά. Η Ευρώπη σε περίμενε, παραδεισένια, αναντικατάστατη να σου αποκαλύψει αργά η γρήγορα τους θησαυρούς της…
Τώρα όμως που έγινε τόσο κοντινή, απομυθοποιημένη, εχθρική, διερωτάσαι αν έχει απομείνει κάτι εκεί που μπορείς να το ονειρεύεσαι. Όσο για το βίνερ ρος μπράτεν αμφιβάλλω αν αντιστοιχεί σε πραγματικό έδεσμα, αν κάπου στη μυθική Βιέννη ικανοποιεί αυστηρούς και αυτάρκεις οικογενειάρχες, εφόσον αυτή η ίδια ονειρεμένη Ευρώπη κατέστρεψε τον εαυτό της, ποδοπάτησε το ίδιο της το όνειρο. Κι έτσι που έπαψε να μας εξάγει τέτοιες λέξεις- τέτοια λαχταριστά πιάτα-υποσχέσεις είναι πια η σκιά του εαυτού της. Μια σκιά όμως απειλητική, εκδικητική, που μας σπρώχνει όλο και πιο ανατολικά, όσο γίνεται πιο τριτοκοσμικά, καταδικάζοντάς μας μια για πάντα στο σουβλάκι.
*
©Ευρυδίκη Τρισόν-Μιλσανή
φωτο©Στράτος Φουντούλης-agrimologos.com, “Bruxelles 2012″
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.