Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου, Κατά κόσμον Τζιμ

Αρχείο 10.7.2015

fav-3

Κάθε χρόνο συρρέουν στην πόλη μας ταξιδιώτες. Φθάνουν με τους σιδηρόδρομους, έξαλλοι, κατάκοποι, ζωντανά κάρβουνα απ΄την καρδιά του κήτους. Κατασκηνώνουν στο μεγάλο, κατηφορικό λειβάδι, μες στους ροδώνες κάνουν έρωτα, χορεύουν, εξαντλούν τις πιθανότητες κάθε μιας νύχτας. Άλλοι έρχονται με πολύχρωμα φορτηγά. Ένα κομβόι από τέτοια αντίκρισαν σήμερα, να πλησιάζει την πόλη τα παιδιά της ομάδας ποδοσφαίρου. Αφού χάρηκαν με την ψυχή τους τις ερωτικές προοπτικές που ανοίγονταν, επιδόθηκαν στην προσφιλή τους συνήθεια, χτυπώντας τα κορμιά τους με πείσμα και σφρίγος ακατανόητο. Τα φορτηγά ετοιμάζονταν να κατακτήσουν την πόλη.

Τέτοια εποχή γιορτάζουν τη μνήμη τον βασιλιά σαύρα. Φτιάχνουν δώρα από σκούρο, πράσινο χρώμα, βάφουν τις πόρτες και τα παράθυρά τους με τον ίδιο τρόπο. Στους δρόμους ακούγονται στη διαπασών τα τραγούδια του βασιλιά σαύρα. Όλοι ψιθυρίζουν τα λόγια. Στις εσοχές σιγοκαίνε ταπεινές φλόγες εμπρός απ΄το πορτραίτο του βασιλιά.

Απόψε, μωρό μου έλα και άναψε τη φωτιά μου, έλα και κάψε αυτή τη νύχτα.

Ο βασιλιάς σαύρα σκοτώθηκε. Βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στο Παρίσι. Η σύζυγός του Παμ εμφανίστηκε συντετριμμένη. Ο βασιλιάς εκείνο το βράδυ έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών. Η Παμ είναι σε κακά χάλια. Ο βασιλιάς βαδίζει τώρα σ΄άλλες πόλεις. Κάτι σαν αυτές τις μετατοπιζόμενες πολίχνες των Ιταλών ποιητών, φτιαγμένες μονάχα από κιμωλία και ανάμνηση. Ο βασιλίάς σαύρα, κατά κόσμον Τζιμ, κατοικεί σήμερα δωμάτια εφηβικά, παμπ, μπράτσα ηλεκτρικών κιθάρων. Είναι άγαλμα από τερακότα ή χαλκό και πολύχρωμη χαίνα στις νότιες, εύκρατες, θηλυκές ηπείρους. Ο Τζιμ είναι όμορφος, με τη διονυσιακή έννοια του όρου. Είναι τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα στον τάφο του που αφήνει ένας άγνωστος επισκέπτης και άλλα μυστικά πράγματα.

Έλα μωρό μου και άγγιξέ με, μην φοβάσαι. Πες μου για την υπόσχεσή σου. Εγώ θα σ΄αγαπώ μέχρι τ΄αστέρια. Έλα, έλα και άγγιξέ με μωρό μου.

Στους δρόμους των μεγάλων μητροπόλεων τ΄αγόρια πασχίζουν να μοιάσουν στον Τζιμ. Πάντα ν΄ακολουθούν τον ήλιο και τα υπέροχα εκείνα κορίτσια του Λος Άντζελες με τα μάτια που ΄χουν το χρώμα της ελπίδας, ξέφρενα μάτια σ΄άλλα χρώματα και συχνότητες.

Το καραβάνι έφθασε. Ως να πέσει η νύχτα οι εκδρομείς θα΄χουν ανάψει μεγάλες φωτιές και θα΄χουν γράψει τ΄όνομα του Τζιμ με γέρικες, ογκώδεις πέτρες απ΄τα πόδια του βουνού. Ο βασιλιάς σαύρα χτυπά τις πόρτες μας, τρυπώνει στα κοριτσίστικα δωμάτια και βάζει φωτιά στα όνειρά τους. Μια απ΄αυτές τις φορές, ο βασιλιάς σαύρα θα προβάλει μέσα απ΄τα πύρινα όρη, μέσα απ΄ανέμους και μοναξιά.

Αυτό είναι το τέλος, όμορφε φίλε μου, αυτό είναι το τέλος μοναδικέ μου φίλε, το τέλος.

Η ελευθερία σου με πονά, όμως δεν πρέπει ποτέ να μ΄ακολουθήσεις. Εδώ τελειώνουν τα χαμόγελα και οι λυγμοί, εδώ τελειώνουν τόσες και τόσες νύχτες που προσπαθήσαμε να πεθάνουμε. Αυτό είναι το τέλος.

Ο βασιλιάς σαύρα, κατά κόσμον Τζιμ Μόρισον, εξέρχεται των αρχαίων πορτραίτων, πίνει με το σώμα του όλο τον ηλεκτρισμό αυτού του κόσμου. Ο βασιλιάς σαύρα, κατά κόσμον Τζιμ, είναι ένα απ΄εκείνα τ΄άστρα που μπορούν να γεμίσουν το πηγάδι του κόσμου. Τον Τζιμ τίποτε δεν το κρατά αιχμάλωτο, μήτε η τέχνη ή τα ποιήματά του που προσμένου ν΄ανακαλυφθούν. Στην πόλη όσο κρατά η γιορτή του βασιλιά σαύρα, όλοι ανεξαιρέτως οι καθρέφτες της ζωής μας κοιτούν τους τοίχους, κοιτούν τους τοίχους.

Μια γυναίκα έγραψε. Ο ποιητής είναι ένα πολύ μικρό παιδί, κάποιος που έχει πυρεττό μες στη νύχτα, που δρα και ζει αυτόματα, που έχει άγνοια κινδύνου. Ο Τζιμ, μια ολοζώντανη ποσότητα που χάνεται στο ηλιοβασίλεμα μια απ΄τις ατέλειωτες μέρες της συγκομιδής. Περήφανος πλασιέ οραμάτων, δίχως τέρματα.

*

© Απόστολος Θηβαίος