Ευθυμία Δραμαλή, Μια ιστορία με απεύθυνση

Αρχειο 26/06/2017

Mε ποια γλώσσα θα μπορούσε ένα μυθιστόρημα, μέσα από την ιστορία μιας επώδυνης ενηλικίωσης, να καθρεφτίσει μια εποχή; Διαβάζω στο οπισθόφυλλο του «Η Ιστορία της Σ.»: «Η τραυματισμένη παιδική ηλικία, η παρουσία-απουσία της μητέρας και τα προαιώνια αρχέτυπα, το τραγικό και το ιλαρό στον χώρο των αστών και των εξεγερμένων». Και συνεχίζω: «Ύφος μοντέρνου μπαρόκ, γλώσσα ασθμαίνουσα που ενίοτε προσεγγίζει το κόμικ».Αναρωτιέμαι: «Τι είναι μοντέρνο μπαρόκ;» «Κατά τον Μπόρχες», με πληροφορεί η ίδια η συγγραφέας του βιβλίου, «είναι το ύφος που επίτηδες εξαντλεί όλες τις δυνατότητές του και που οριοθετεί την ίδια του την παρωδία». Αλλά το «Η ιστορία της Σ.», σκέφτομαι, δεν είναι  παρωδία. Είναι η πορεία ενός παραμελημένου και εν πολλοίς κακοποιημένου κοριτσιού, ένα μυθιστόρημα που καθώς το διατρέχεις ως αναγνώστης, εσύ,  που νομίζεις πως δεν είσαι τίποτα από όλα αυτά, και που πιθανόν να μην έχεις βιώσει τέτοια δεινά, εσύ που μπορεί να μην ανήκεις σ’ αυτή την εποχή, την εποχή του ΄50, του ΄60 και του ΄70, κατά παράδοξο τρόπο και σαν σε «μηχανισμό νευρωνικής πλαστικότητας» νιώθεις να «σε αναγνωρίζεις». Κολυμπώντας στη θάλασσα των λέξεων και των συνειρμών του, νιώθεις όπως το αλάτι που γυρνά στο φυσικό του περιβάλλον. Να σεαγαπάς και ταυτόχρονα να σε περιφρονείς ή να σε μισείς, να σε θυμώνεις ή να σε οικτίρεις, να σε απορρίπτεις και κάποτε μέσα από την ίδια σου την απόρριψη να σε αποκαθιστάς.

«Κορίτσια που πνίγονται μέσα στα μαξιλάρια τους, βάζα που φτιάχτηκαν κόντρα στους νόμους της βαρύτητας, στο σχήμα ανάποδης πυραμίδας» (σελ. 187)

«Χάσιμο που γυρνάει σε νέο χάσιμο; Παροξυσμός που γυρνάει ξανά σε παροξυσμό. Λιώμα; Λιώμα, αν υποθέσουμε πως το λιώμα δεν είναι πικρό. Θάνατος; Θάνατος, εφόσον ο τελευταίος είναι εντέλει γλυκός» (σελ. 184)

Λέσβος, Αθήνα, Παρίσι, και πάλι Λέσβος. Μυστήρια καλύπτουν μυστήρια, πράγματα που αλλάζουν και την ίδια στιγμή μένουν εκεί που ήταν. Και πώς έχουν τα πράγματα; Μια ιστορία που η μνήμη περιπαίζει. Μια ιστορία γέννησης και πολλών θανάτων. Μικρών και μεγάλων. Πραγματικών και συμβολικών. Καμιά φορά και φαντασιακών. 

«Διαλεκτικός μονόλογος ή αφήγηση με μορφή ερωταποκρίσεων; Παιχνίδι μνήμης και επινόησης ή τοιχογραφία εποχής με θραύσματα φάρσας;» (οπισθ.)

Μια ιστορία που γράφεται βελονιά βελονιά, αλλάζοντας κλωστές, σχέδια και τεχνικές, πότε σε ανθεκτικό και πότε σε εύθραυστο καμβά. Λες και τόποι, χώροι, πρόσωπα, σώματα, γεγονότα, σκέψεις, αισθήσεις, λέξεις, συνθέτουν ένα μουσείο μνήμης σε συνεχή λειτουργία ανάκλησης αλλά και αυτοαναίρεσης. Ένα λεκτικό σύνολο μες στο οποίο πράγματα υπαρκτά και πράγματα επινοημένα διεκδικούν το χώρο τους με την ίδια αγωνιώδη ή παιγνιώδη σοβαρότητα.

«Όπως το φίδι που το χεις πετάξει στη φορμόλη. Στο ταβάνι η υγρασία συνεχίζει να φτιάχνει σχήματα, φιγούρες τυφλές σαβανώνουνε το κρεβάτι της, ένας ουρανός βαγονάκι τρέχει στο πουθενά» (σελ. 185)

Εικόνες έγχρωμες, μονόχρωμες, υποφωτισμένες. Φωτογραφίες παρμένες θαρρείς από φωτογραφική μηχανή που το φιλμ της κάηκε και οι εικόνες έσβησαν μέσα στο άπλετο φως. Με το χρόνο παρόντα αλλά και σε διαρκή αμφισβήτηση, επαναδιαπραγμάτευση, ανακατασκευή. Μια ιστορία σαν τα κρύα και τα ζεστά νερά. Χέρι χέρι με τη Σ. περάσαμε σαράντα κύματα και ετοιμαζόμαστε να περάσουμε άλλα τόσα. Όταν πρωτόβρεξα τα πόδια μου στη θάλασσά της, είδα στην  επιφάνειά της τον καθρέφτη που φανέρωνε όσα ποτέ δε θέλησαν να μου περιγράψουν. Ο βυθός της, σαν τη χαμένη Ατλαντίδα.  Η Σ. μού γνέφει να την ακολουθήσω. Συνεχίζει να μη μιλάει αλλά παραδόξως η φωνή της βρίσκεται παντού. Στο νερό, στην πέτρα, στον αέρα, στη φωτιά, στο σώμα, στο μυαλό μου, στα όνειρα και στην αϋπνία μου. Όχι, δε μ’ ενοχλεί, μόνο που θα προτιμούσα να την ακούσουν κι άλλοι.

«Η Σ. δεν σκέφτεται τίποτα. Μια φυλακή ανοίγει στο εσωτερικό μιας άλλης. Χώρος που βρίσκεται μέσα της και καθόλου στο χώρο. Σκοτάδι που ενίοτε παρηγορεί. Τόπος στενός που όμως πραΰνει. Ούτε και τώρα καταλαβαίνει γιατί την έριξαν μέσα σε τούτο το κακοφορμισμένο κοινόβιο. Αναρωτιέται αν αυτό πραγματικά της συμβαίνει. Αν ο λόγος για το οποίο βρίσκεται εδώ υπάρχει. Αν το ότι υπάρχει, υπάρχει πραγματικά. Υπάρχει; Αν ρωτούσε; Μια τέτοια απάντηση, μάλιστα. Θα άξιζε όντως να της δοθεί. Ακούει την δική της ερώτηση και δεν ξέρει. Την ακούει; Από μόνη της η ερώτηση τρύπωσε μέσα της ή το μυαλό της την επινόησε; Τι συμβαίνει με το μυαλό της;». (σελ. 285)

 Η Σ. έχει πολλά πει κι έναν χάρτη για να σου δείξει. Εγώ τον είδα. Ξέρω πού οδηγεί και τι βρίσκεις εκεί. Πήγα μαζί της. Βαδίζαμε συνήθως τις νύχτες, πολλές φορές χρειάστηκε να κάνουμε τις ίδιες διαδρομές για ν’ ανακαλύψουμε καινούργιες διεξόδους – και τις ανακαλύψαμε. Δε θα σας πω τι είδα – έτσι κι αλλιώς ο καθένας από εσάς θα δει κάτι άλλο. Θα σας πω όμως πού ν’ την αναζητήσετε. Γιατί ο χάρτης της είναι η ιστορία σας – ή μήπως η ιστορία της είναι ο χάρτης σας; Δεν είμαι σίγουρη, καμιά φορά μπερδεύομαι μόνο και μόνο για να την ξανασυναντήσω. Ξέρετε, μόνο έτσι έρχεται, μόνο όταν πρέπει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Θυμάστε; Αυτά που λέγαμε πιο πάνω.

«Ρίχνεις τρύπια βάρκα σε θάλασσα; Καθελκύεις ναυαγισμένο πλοίο;» (σελ. 285)

Μια αφήγηση που αν την πιεις θα ξεδιψάσεις αλλά μπορεί και να μεθύσεις. Μια ιστορία που φορώντας τη, σίγουρα θα τρέξεις αλλά ίσως και να σκοντάψεις. Που δε γυαλίζει κι έτσι δε σε τυφλώνει. Τόσο νόστιμη που δεν τη μασάς,  την αφήνεις να λιώσει αβίαστα μέσα σου. Που το μέτρο της ξεδιπλώνεται και ξεδιπλώνεται… ώσπου κολλά πάνω στο δέρμα σου, γίνεται ένα με το πετσί σου. Λες και τρέφεται από το δικό σου άρωμα, τη δική σου οσμή. Μια ιστορία που έχει κάτι από τον δικό σου λαβύρινθο αλλά και μίτο. Που φτιάχνεται επειδή τη διαβάζεις εσύ, από το δικό σου υλικό, από τη δική σου μνήμη. Μια ιστορία με απεύθυνση. Α-πεύ-θυ-νση.

*

©Ευθυμία Δραμαλή

  • Η Ευθυμία Δραμαλή (γεν. 1979) είναι βραβευμένη ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας.  Τα έργα της  «Εγώ δεν ήθελα να γίνει έτσι» ,  «Και Τώρα η Σειρά Μου» ανέβηκαν το 2015 και 2016 από την Ομάδα Θεάτρου Σημείο Συναρμογής σε σκηνοθεσία Κώστα Ξυκομηνού σε διάφορες σκηνές της Αθήνας.