
Ξυπνῶ ἀπότομα
Μιὰ ἄγνωστη ἀνεβοκατεβαίνει στὸ πέος μου!
-«Σστ, τὸ χρῆμα ἐξουσιάζει μυαλὰ καὶ σώματα,»
ψιθυρίζει δείχνοντας ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο:
Ἕνας ὑπερφυσικὸς ἐγκέφαλος,
Μαρμαίρει πάνω ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ μητρόπολη
Ἀλλεπάλληλες ἀστραπές,
Μεταδίδουν ἐντολὲς σὲ μαγευμένα σώματα.
Ἡ Ἄγνωστος λύνει τὰ μάγια ξεσπῶντας σὲ ὀργασμὸ
Τὸ κορμί της διασπᾶται σὲ χίλια κολιμπρὶ
Διαφεύγουν ἀπ’ τὸν φωταγωγὸ
Συναθροίζονται ἀλλοῦ δομῶντας τὸ σῶμα ἐκ νέου.
Τὴν αὐγὴ διέρχεται ὁ σιτευτὸς τραπεζίτης,
καθισμένος στοὺς ὤμους τοῦ πρωθυπουργοῦ
Καθὼς ἀνάβει τὸ ποῦρο στὸν ἥλιο,
Ἀπανθρακώνονται ἀμφότεροι.
Χράπ! ἐξαφανίζεται τὸ μισὸ δωμάτιο
Ἀδηφάγο κενὸ καταβροχθίζει τὴν πόλη
Οἱ δρόμοι κόβονται ἀπὸ ἀβυσσαλέους κρημνοὺς
Κολοβωμένα κορμιὰ πασχίζουν νὰ διαφύγουν
Τρώγει ὁ Θεὸς τὸν κόσμο!
Στὸ Σύνταγμα χιλιάδες σώματα παραληροῦν
Ὅλες οἱ λέξεις ποὺ εἰπώθηκαν ἀπὸ Γενέσεως,
Ἐπιστρέφουν στὰ στόματα τώρα
Ἄκρα σιωπή• ποτέ, τίποτε δὲν ἐλέχθη!
Βρίσκομαι στὴ λεηλατημένη Βουλὴ
Μιὰ νεαρὰ μοναχή,
Οὐρεῖ ὄρθια παραμερίζοντας τὸ ἐσώρουχο
-«Ὦ Κύριε, γάμησόν με, γάμησόν με..,» προσεύχεται
Τὴν ἀγκαλιάζω
Καὶ μὲ τὰ στήθη της, -δυὸ κεφαλὲς παρδάλεων,
Μὲ κατασπαράσσει.