Ασημίνα Λαμπράκου, το πιρούνι του ήλιου και το χαμομήλι

Αρχείο 10/05/2016

fav_separator

(τρόπος πρώτος)

το πιρούνι σπάθιζε τις ακτίνες
το κόκκινο του μπουκαλιού που πατήθηκε
έδωσε τ’ απομεινάρι του στο γεράνι της αυλής
που γεννιόταν στη στεφάνη
το σκάρωμα στήριξε ο κορμός της κληματαριάς
κι ένα μωρό κλάφτηκε όταν τη γλώσσα του την
έκλεψαν γάτες να ζητιανέψουν ένα κομμάτι ψαχνό
του ήλιου που χτυπούσε τα πλακάκια και ύστερα τους
βολβούς μας
το ποδήλατο ήταν ασημί· ο τοίχος λευκός· το κόκ-
κινο στο μπουκάλι απομεινάρι ιδρώτα απολυμένων
εργατών· το χαμομήλι θά ’μπαινε αργότερα στο
ποίημα· δεν είχε ακόμη ανθίσει γιατί ήσουν εσύ
που έφευγες· και το ποίημα γράφτηκε έτσι για να
χωρέσει μια θλίψη από ταπείνωση που ζητούσε
διαφυγή στο όμορφο του ταπεινού και την ανταπό-

εσένα να σε σκέφτομαι θέλω
στους ανθρώπους ν’ ανοίγεις βλέμμα
όπως αναριγώντας το χαμομήλι
σηκώνει στο φως τα πέταλά του

είδαν τη γυναίκα να σκέφτεται πριν δώσει πίσω τη
γλώσσα στο μωρό που οι γάτες είχαν κλέψει ._

[όταν γράφω έτσι που σημαίνει σκέφτομαι έτσι
ανεβαίνει ένας αέρας συμπαγής από τα σωθικά
που έχει τα μάτια σκούρα όπως ο πανικός της
αγάπης που χλευάστηκε κι ο πόνος στο στήθος
δεν είναι κάργες αλλιώς δε θα χανόταν κάτω από
ένα ποτάμι νερό απ’ το ποτήρι στα χείλη μου ._ ]

fav_separator

(τρόπος δεύτερος)

                εκείνα τα μάτια μου τού δύο χιλιάδες είκοσι
                θάχουν διψάσει ουρανό από ήλιο….  
                (θέμα Φρ. Γκ. Λόρκα, Ποιητής στη Ν Υόρκη, Ιντερμέδιο, σελ 21)

το πιρούνι σπάθιζε τις ακτίνες·
οι ακτίνες γύριζαν τη στεφάνη·
η στεφάνη γεννούσε ένα γεράνι·
το γεράνι ήταν στην αυλή·
ένα μπουκάλι πατήθηκε από τη στεφάνη·
το μπουκάλι ήταν κόκκινο·
το κόκκινο του μπουκαλιού που πατήθηκε
έδωσε τ’ απομεινάρι του στο γεράνι της αυλής
που γεννιόταν στη στεφάνη που γυρνούσαν οι ακτίνες
που σπάθιζε το πιρούνι·

το σκάρωμα στήριξε ο κορμός της κληματαριάς·
ο ήλιος χτυπούσε στα πλακάκια·
ο ήλιος χτυπούσε στα πλακάκια κι ύστερα στους βολβούς μας·
ο ήλιος που χτυπούσε στα πλακάκια κι ύστερα στους βολβούς μας
είχε διαμοιραστεί σε λεπτές φέτες ψαχνού·
για να ζητιανέψουν τις λεπτές φέτες ψαχνού του ήλιου
οι γάτες έκλεψαν τη γλώσσα ενός μωρού·
το μωρό κλάφτηκε όταν τη γλώσσα του την έκλεψαν
γάτες να ζητιανέψουν ένα κομμάτι ψαχνό του ήλιου
που χτυπούσε τα πλακάκια και ύστερα τους βολβούς μας·

το ποδήλατο ήταν ασημί· ο τοίχος λευκός· το κόκ-
κινο στο μπουκάλι απομεινάρι ιδρώτα απολυμένων
εργατών· το χαμομήλι θά ’μπαινε αργότερα στο
ποίημα· δεν είχε ακόμη ανθίσει γιατί ήσουν εσύ
που έφευγες· και το ποίημα γράφτηκε έτσι για να
χωρέσει μια θλίψη από ταπείνωση που ζητούσε
διαφυγή στο όμορφο του ταπεινού και την ανταπό-
κριση· κάποιος άκουσε, είπε, τη γυναίκα να σκέφτεται
πριν δώσει πίσω τη γλώσσα στο μωρό που οι γάτες είχαν κλέψει:

εσένα να σε σκέφτομαι θέλω
στους ανθρώπους ν’ ανοίγεις βλέμμα
όπως αναριγώντας το χαμομήλι
σηκώνει στο φως τα πέταλά του

[όταν γράφω έτσι που σημαίνει σκέφτομαι έτσι
ανεβαίνει ένας αέρας συμπαγής από τα σωθικά
που έχει τα μάτια σκούρα όπως ο πανικός της
αγάπης που χλευάστηκε κι ο πόνος στο στήθος
δεν είναι κάργες αλλιώς δε θα χανόταν κάτω
από ένα ποτήρι νερό που άνοιξε τα χείλη μου ._ ]

fav_separator

©Ασημίνα Λαμπράκου
φωτο©Στράτος Φουντούλης

vintage_under2