Αχιλλέας Σωτηρέλλος, Κλειστή στροφή

Στην Άρτεμις

Σ’ έφερα στο νου μου ξανά, βλέποντας τις ροδιές στην άσφαλτο να καταλήγουν στο γκρεμό. Δεν συναντιόμασταν συχνά, ήταν οι αναμνήσεις που στοίχειωναν μέρες ανύπαρκτες και βράδια στα σχοινιά. Μια λούπα σαν ρεφρέν που προσπαθούσε να σώσει ένα άνοστο τραγούδι.

Και ήξερα πως λίγοι σε κατάλαβαν και ακόμα λιγότεροι σε αγάπησαν. Χωρίς αμφιβολίες, όρους και στεγανά. Μονάχα με την όσφρηση, την όραση και την αφή. Ήσουν η βροντή, η έκλαμψη και η ταχύτητα. Ένα «φίλα με» στο χείλος της χαράδρας και ένα «άσε με» στο κατώφλι της εξώπορτας.

Ο Σελίν, ο Σενέκας και ο Μπωντλαίρ.

Μετά την Επίδαυρο προσπέρασα σε κλειστή στροφή χωρίς ορατότητα. Δεν γύρεψα ποτέ το λόγο ούτε έψαξα την απάντηση. Όπως έκανα και μαζί σου, ή όπως έπρεπε να κάνω κάθε που χανόμουν στους ατελεύτητους διαδρόμους της λογικής.

Τα φώτα απέναντι με τύφλωναν.

Μικροί θάνατοι σε κακοτράχαλους επαρχιακούς.

Το κουφάρι μιας πατημένης αλεπούς στην άκρη του δρόμου.

Γνώριζα πως η χτεσινή ήταν και η τελευταία φορά που σε είδα. Με τη σιγουριά του λογοτέχνη για το έργο του, του εραστή για την αποχώρηση του, του θανατοποινίτη για την εκτέλεση του.

Κυρίως δε με τον κυνισμό που απεχθανόταν τη φθορά, τον κατήφορο, τα σκοτάδια και τα σκέλεθρα…

*

©Αχιλλέας Σωτηρέλλος

φωτο: Στράτος Φουντούλης