Βασίλης Λαλιώτης, Φραγμέντο

Αρχείο 11/05/2016

fav_separator

όνειρο ήτανε με ξύπνησε κι εκεί. επειδή λέει δεν με αγαπούσε αλλά μονάχα με ήθελε… έτσι, τι με ήθελε;… για το τίποτα… γιατί έπρεπε… γιατί την ήθελα έως θανάτου εγώ. το να ξέρεις είναι πράγμα πικρό. να είσαι λίθος ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες και να το ξέρεις. είχα πιάσει τη γριά ποιήτρια και της έλεγα δεν είναι ποίηση αυτό που κάνεις κι εκεί κατάλαβα πως δεν με αγαπούσε. μετά βρεθήκαμε σαν κάτι βιβλιοπωλείο με κόσμο πολύ αλλά πια είχαν πικράνει όλα μέσα μου… είχα πέσει στον κόσμο εκείνων που πέφτουν στις λέξεις επειδή δεν τους αγαπούν αλλά τους έχουν έτσι γιατί βρέθηκαν και ξύπνησα με έναν πόνο στα σπλάχνα σαν από άννα και μη γυναίκα της μίλητος μη με λησμονεί… και δεν ήταν να με ξεγελάσει γιατί την αγάπη να είναι αληθινή την παραμόνευα από μικρός, τη δοκίμαζα στους άλλους της έστηνα παγίδες κι έλεγα τι είσαι μάνα είσαι; τι έπρεπε να είσαι και τί είσαι; κι έπεφτε μέσα μου ένα δηλητήριο πικρό σαν φύλλο πράσινο που είναι όμορφο στην όψη και πικρό στο στόμα κι ύστερα μόνος απέναντι στη φύση και κανείς δεν καταλάβαινε και κάνεις δε θα καταλάβει όσο ζω τι θέλεις σίβυλλα; αποθανείν θέλω… κι αν έχεις δει παιδί αναμορφωτηρίου που του μιλάς και η μισή αλήθεια του είναι αλλού… έτσι με είχε και με γύριζε γιατί έπρεπε να έχει κάποιον να τον γυρίζει που δεν τον αγαπάει για τις χρείες της αγοράς και της επιφάνειας… κι ήρθε το όνειρο και τα ανασκάλεψε όλα αυτά γιατί περάσαν χρόνια αγάπης αληθινής και τώρα το όνειρο έπρεπε να πάει εκεί να βρει πετρωμένες εικόνες και να ελευθερώσει το φόβο τους να ξαναπληρωθεί στα σπλάχνα και να ελευθερωθεί στα ράκη των εικόνων του… και πήγε η αγάπη βαθιά και το ξύπνησε κι ένας τρόμος από κόσμο άπονο… γιατί απέξω υπήρχε ο φθόνος για ένα πολύ και ήταν όντως ένα πολύ να ζητάς το άνευ όρων και να σκηνοθετείς και να πιάνεις σαν τ’ αγρίμια προθέσεις και να θυμάσαι κάπου ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα και να μη σε γελάει το δίνω στο θέλω σου… κι εκείνη ήθελε ν’ αγαπήσει την εικόνα του καθρέφτη της σε άλλον καθρέφτη και να βγάλει δύναμη από την ομορφιά να βγάλει ισχύ από την υποταγή όσων έπεφταν στον κύκλο της… γιατί το δωρισμένο δεν λογαριάζεται στις αγορές και υποτιμάει το δότη του… και θέλουν, νομίζουν, θα το κλέψουν και θα τον παραμερίσουν και θα τον στείλουν κακοαγαπημένο παρά θιν αλός και θα γλεντάνε με δικά του έξοδα… ώσπου ο χρόνος να τους θερίσει τα σπλάχνα ο μέγας δικαιοκρίτης… κι ύστερα θα έρθουν ξανά… μετανιωμένοι όχι, αλλά προσηνείς επιστρέφοντας τα λόγια που τους έλεγες τότε… κι εσύ συσκοτισμένος από την αγάπη να μη θυμάσαι, να ξεχνάς, να μη σε νοιάζει η δικαιοσύνη μα το παρόν σου… κι ο τρόμος σιγά σιγά να χάνεται από τα σπλάχνα σαν όνειρο, όνειρο που ξεδιάλυνε που οι εικόνες του έγιναν ράκη στο φως της μέρας… που το πήρε η αγάπη… το αυτό που ήθελα είμαι… κι ο κόσμος σου ένας άλλος κόσμος, που δεν δίνει θετικό λόγο στο κακό, γιατί το κακό των άλλων είναι μονάχα απουσία καλού… και πάει στο σθένος μιας ζωής που μονάχα θετικά ξέρει να γράφεται και το σέρνει το περιλαμβάνει, του ρίχνει αγάπη ως να βγάλει όλα τα πετρωμένα πράγματα με λιγάκι τρόμο στο όνειρο…

*

©Βασίλης Λαλιώτης
φωτο©Στράτος Φουντούλης, Barcelona 2009

vintage_under2