Αρχείο 9.7.2015
-Ι-
Ο αέρας απελπίζεται στα δένδρα
Το φεγγάρι ανοίγει τα πηγάδια
που τα ξεραίνει αργότερα το φως
Μη φεύγεις μεγαλώνεις την τραγωδία
Άλλωστε στο νησί
δεν κατοικεί κανένας πια
Αυτά τα βήματα είναι άλλων εποχών
Κάποτε θα ’ρθεις και θα είναι αργά
Οι κήποι θα ’χουν διαλυθεί στον ουρανό
Δε θα ιδρώνουν πια τα χέρια
δε θα παγώνουν πια
Μεγάλα πατημένα τριαντάφυλλα θα ’χουν αφήσει
μαύρους λεκέδες στο πάτωμα
Όσο για μένα μη ρωτάς
Είμαι η πιο βαθιά πληγή της μνήμης
Είμαι η πέτρα και η μαύρη συκιά
-VΙ-
Και η χαρά που έρχεται
σαν τιμωρία το φιλί
όταν πια είναι αργά
Μόνο οι καρποί ωριμάζουνε και πέφτουν
Για όλα τα άλλα
η λύπη είναι βαθιά
Παράλυτα χρώματα
μη με λυπόσαστε το καλοκαίρι
Ο ήλιος είναι αυτός
ή το βουνό που σβήνει;
Εμίκρυνε η θάλασσα μέσα στο χέρι
Κι η ελευθερία του πόνου
μου έχει μείνει
Στα φύλλα των πουλιών ο ουρανός αλλάζει
-VΙΙ-
Θάλασσα δεν υπάρχει
Καμιά λέξη δεν την περιγράφει
Φυσούσε το φεγγάρι μεσ’ στα δένδρα
Πέθανε τώρα ή κοιμήσου
Θάλασσα δεν υπάρχει πια
Βυθίστηκε βαθιά στη θάλασσα
-VΙII-
Στο βάζο τρίφτηκαν χαμόγελα
Η καλησπέρα μούδιασε την πόρτα
Είπα δεν είπα λίγες λέξεις
Όταν σε βρήκα έγκλειστο στο πρόσωπό σου
Ο ήλιος αντηχούσε στην ακτή και τα μαλλιά μου έρημα σε άλλα φώτα
Τι γύρευα εκεί σαν μια πληγή
Μ’ άφησες να ριγώ στη μαύρη θάλασσα και το γραφείο σου τι γύρευε στην αμμουδιά.
*
©Ζέφη Δαράκη
φωτο©Στράτος Φουντούλης-agrimologos.com
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.