Αρχείο 30/03/2016
Σχέδιο Πόλεως
Όσο μεγαλώνω, σιγουρεύομαι,
πως σαν θα ρυτιδιάσω,
θέλω ένα χαρέμι δίπλα μου
από Ωραίους νέους και κοπελιές
με μάτια γαλανά, αφτιασίδωτα,
να με κοιτούν κατάσταυρα
και να ρουφάω ζωή.
Να λέω τις ιστορίες μου
κι αυτών τα στόματα να χάσκουν.
Πως ήτανε ο άντρας μου
κωλόπαιδο, Ιρλανδός,
με βλέμμα καπνοκαθαριστή
κάθε ζωή, πως συναντιόμασταν
τυχαία, στα αδειανά βαγόνια τρένων
και συστηνόμασταν απ’ την αρχή.
Μα πάντα καταλήγαμε,
αυτός σε πόλεμο αντάρτικο
κι εγώ να γιατροπορεύω
ανάπηρους πολέμου…
Και με το δάχτυλο του άφηνε,
μια καρδιά- φακίδα για διαθήκη.
Το παλιοθήλυκο( του Βάρναλη)
Τσακωνόμαστε αρκετά με τον Κώστα.
Είναι που μοιάζουμε πολύ- το δίχως άλλο.
Πήρα το θράσος κάποτε,
για να με προγυμνάσει!
Τι το θελα η κακογλωσσού,
όλο φωνές μου βάζει…
«Το μέτρο δεν βαστείς
που το’ χεις μαθημένο,
απ’ τους παλιούς ιερείς
και όλους τους μεγάλους.
Ήρθες εδώ τα νεύρα να μου σπάσεις;
Καλογνωμίζεσαι, γράφεις καλά
και δεν ακούς κανένα
όλο του κεφαλιού σου
κάνεις,
φωνήεντα κρατείς στα χέρια σου
μα τα μυαλά ανοιγμένα.»
Και σηκώνεται ευθύς
και κει που λέω θα φύγει
πιάνει απ’ το ντουλάπι, το ψηλό
φλασκί μικρό
γεμάτο κοκκινέλι.
«Βάλε να πιω! Εσύ θα με τρελάνεις.
Αντίς να κάτσεις σπίτι σου
να κάνεις και φαμίλια,
να αραδιάσεις δυό παιδιά
και να προσέξεις άντρα.
λες θ’ αγαπάς τα γράμματα
κανέναν δεν θα πάρεις.
Ε μα είσαι παλιοθήλυκο! Το έχω καταλάβει!
Βαστάς τα φύλλα της καρδιάς
κλειστά
και ανοιχτά τα πόδια, ίσα και μόνο
να βρίσκεις σου τα σύμφωνα
που θα τα κάμεις ποίημα.
Μα και σε συμπαθώ λιγάκι
-Παραδοχή μεγάλη!
Θα γίνεις σίγουρα τρανή
μα θ’ απομείνεις μόνη.»
Κουβέντα δεν πρόλαβα να πω
ούτε καν μια λέξη
χείμαρρος ο Κώστας μου
και ποιος δεν θα πιστέψει!
Άτιτλο
” Στο θέατρο του κόσμου,
με το τέλος ενός έργου, αρχίζει
η πρώτη πράξη ενός άλλου.
Αυτή η πρώτη πράξη είχε κιόλας αρχίσει,
στην τελευταία πράξη του προηγούμενου έργου…”
Η Εύα υπήρξε/ διαλεχτική/ γκόμενα. Κάθε μέρα,/
διάβαινε/ σ’ έναν μεγάλο κήπο./ Αγαπημένα της δέντρα/
οι μηλιές/ – αυτές και οι καρποί της./ Σαν ήταν πράσινες/
προτού/ να βγουν/ οι ανθοί.
Δέντρο,/ φύλλα,/ ανθός,/ πράσινο μήλο,/ ύστερα κόκκινο/
ώσπου συναντούσε/ κάθε φορά/ το χώμα.
Σάπιζε,/ μαύριζε,/ ξεκουκουτσωνόταν,/ γινόταν λίπασμα/ καλό/
και πάλι απ’ την αρχή.
Μια μέρα/ βοηθούσε/ ο άνεμος/ είπε και να!/ το κόψει.
Ήταν το κούνημα/ του μήλου/ από τον άνεμο/ για την απόφασή της/
ρυθμιστής./ [ Ψέμματα/ πως ήτανε/ ο όφις]./ Αμαρτία;
Ενώ ο μπουνταλάς/ Αδάμ,/ έπαιρνε/ τα δέντρα/
και με μαχαίρι/ καλά/ ακονισμένο/ τα’ καμε/ σανίδια./
Κι ύστερα/ μολύβια/ που τα ξυνε./ καλά,/ για να σκαρώνει/ ποιήματα./
Η ζωή,/ είπαν αργότερα,/ είναι φτιαγμένη,/ από διαδοχικούς/ θανάτους/ και/
γεννήσεις.
*
©Σελάνα Γραίκα
φωτο©Στράτος Φουντούλης, “γρι-γρι Λέρος, 2007″
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.