Αρχείο 29/05/2016
Όπου βάσανα και Ελληνόπαιδος
Τοαγόρι ήταν μόνο δέκα χρονώ. «Μη με χτυπάς άλλο», φώναζε. «Μη άλλο. Πονάω». Φώναζε κι έκλαιγε μαζί: «Όχι άλλο». Οι κραυγές δυνάμωναν, ανάκατες με κλάμα. Σε λίγο ακούγονταν μόνο παρατεταμένα , «Ώωωωχ». Ο άντρας είχε τρεις φορές την ηλικία του παιδιού. Χτυπούσε άγαρμπα: γροθιές, κλοτσιές, χαστούκια, ανάποδες. Οι φωνές του παιδιού ακούγονταν συνέχεια. Ο άντρας λαχάνιασε, σταμάτησε. Κλάμα και λαχάνιασμα έφτιαξαν ένα νέο ηχητικό μίγμα: «Ώωωωχ» – «Α-χα», «Ώωωωχ» – «Α-χα».
Η γυναίκα, που ώς τώρα στέκονταν ακίνητη στην άκρη του δωματίου, σκούπισε τα χέρια της στη ποδιά και πλησίασε το πεσμένο αγόρι. Κάθισε κουκουβιστά, πήρε το κεφαλάκι στα χέρια της και το χάιδεψε. Το αγόρι την αγκάλιασε κλαίγοντας. Μετά εκείνη γονάτισε και το ξάπλωσε στα γόνατά της, συγκρατώντας το με τα χέρια. Ένα δυο λεφτά αργότερα, όταν κλάμα και λαχάνιασμα είχαν κάπως κοπάσει, η γυναίκα είπε: «Έχω στρώσει το τραπέζι. Ελάτε».
Ο άντρας απάντησε με φωνές: «Αυτός δε θα φάει τίποτα. Νηστικός θα κοιμηθεί! Τιμωρία για να μάθει!» και, βλέποντας πως η γυναίκα κάτι ετοιμάζονταν να πει, συνέχισε: «Δεν ακούω τίποτα! Εμπρός, στο κρεβάτι σου κωλόπαιδο! Έτσι όπως είσαι, άπλυτος, με τα αίματα και τις μύξες και τα κλάματα! Α σιχτίρ από δω πέρα!»
Έτσι ο Σταμάτης Δημητρίου Μπέσκος, μαθητής στη Δ΄ τάξη του 9ου Δημοτικού Νέων Λιοσίων (και νυν «Ιλίου») έπεσε για ύπνο πολύ νωρίτερα από το κανονικό, πεινώντας, με δάκρια στα μάγουλα, με τη μύτη να αιμορραγεί και να τρέχει μύξες, με πολλές πληγές και μαυρίλες στο κορμί, μ΄ ένα δόντι σπασμένο, με χείλια ματωμένα. Στο μαξιλάρι τ΄ αναφιλητά δυνάμωσαν. Διάφορα κόκαλά του τα ένιωθε να καίνε από τον πόνο, πρησμένα. Με το παράπονο, τους πόνους και τη πείνα, το αγόρι άργησε πολύ να κοιμηθεί.
Μετά το φαγητό, η γυναίκα μάζεψε το τραπέζι. Μαζεύοντας, σκεφτόταν πώς θα έστελνε το παιδί την άλλη μέρα σχολείο. Σκεφτόταν ότι το παιδί θα ήθελε, ίσως, γιατρό και νοσοκομείο. Σκεφτόταν ότι δεν είχε κάνει τα μαθήματά του. Σκεφτόταν ότι ήθελε να του καθαρίζει το πρόσωπο, να το κρατήσει αγκαλιά, να το παρηγορήσει. Όμως, μόλις έπλυνε και τα πιάτα, ακολούθησε τον άντρα της στο κρεβάτι.
Ο μικρός, πονεμένος και βαλαντωμένος, είχε ησυχάσει και ανάπνεε κλαίγοντας. Ή, ίσως, έκλαιγε αναπνέοντας.
*
©Δημήτρης Φύσσας, από το ανέκδοτο βιβλίο διηγημάτων «Αυτά και οι μετακομίσεις» 1982.
φωτο©Στράτος Φουντούλης, 2011
![]()
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε
![]()

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.