Αχιλλέας Σωτηρέλλος, Κεντρικός σταθμός (Φυγόκεντρες τάσεις)

Αρχείο 01/03/2017

 

Στάθηκα στην πλατφόρμα του σταθμούκαι άναψα τσιγάρο περιμένοντας την αμαξοστοιχία  να γεμίσει τον ορίζοντα, μπροστά μου οι σιδηρογραμμές εναλλάσσονταν με τις άδειες  αποβάθρες και από μακρυά έφταναν οι καυγάδες και τα αλυχτίσματα των αδέσποτων σκυλιών. Το τοπίο ανέδινε εγκατάλειψη και δυσοσμία. Εδώ γύρω βρίσκονταν τα φτηνά μπουρδέλα, οι κωλομπαράδες και οι αδερφές, εδώ στρατοπέδευαν οι αλλοδαποί ζιγκολό αναζητώντας σε γερασμένες σούφρες το χαρτζιλίκι της ημέρας. Φαντάροι περίμεναν να επιβιβαστούν για να φτάσουν έγκαιρα στη μονάδα και φοιτητές  αδημονούσαν την αγκαλιά των οικείων τους. Ένα υπαίθριο παλκοσένικο, φτιαγμένο από τσιμέντο και σκουριασμένες αποχετεύσεις, νοτισμένο κατουρλιό και σκόνη, τα παράνομα πάθη άναβαν πίσω απ’την κουίντα και στο προσκήνιο έδιναν παράσταση η προσμονή, τα όνειρα, η διάψευση, τα νιάτα, η απόσυρση και η φθορά που σύντομα θα στοιβάζονταν στην επόμενη ταχεία. Για τους περισσότερους ο σταθμός ήταν η αφετηρία ή το τέρμα, για τους υπόλοιπους μόνιμους και τακτικούς θαμώνες του ήταν ένας θαλπερός βούρκος που τα σκατά είχαν τη γεύση της σαμπάνιας και η μπόχα ευωδίαζε αψέντι.

Κάθισα στην αριθμημένη θέση μου, δίπλα σε μια καλοφτιαγμένη ξανθιά που αργότερα θα της έπιανα κουβέντα. Ένα θηλυκό πρεζόνι σεργιάνιζε το διάδρομο ποντάροντας στην ελεημοσύνη των επιβατών. «Σας παρακαλώ καλοί μου κύριοι, τοξικομανής είμαι όχι εγκληματίας, βοηθήστε με να πληρώσω το εισιτήριο για να μη με κατεβάσει ο ελεγκτής, ό,τι έχετε ευχαρίστηση. Σας παρακαλώ, η ουσία είναι στην κίνηση, η ουσία είναι στην κίνηση!».  Συγκράτησα απ’ το προβαρισμένο και χιλιοειπωμένο λογύδριο της  την τελευταία φράση, τόσο παράταιρη και τόσο  σοφή, συμπύκνωνε μέσα της το λόγο που βρισκόμουν στο ίδιο βαγόνι με κείνη. Δεν είχα κάποια ιδιαίτερη δουλειά στη Θεσσαλονίκη, δεν πήγαινα με κάποιο σκοπό, ήθελα μόνο να δραπετεύσω από τα λασπόνερα της πόλης, απογύρευα την κίνηση, την ακαθόριστη προσδοκία, τις σκόρπιες και άχρηστες σαν αποκόμματα αποδείξεων παραστάσεις, τα νεφελώδη και αόριστα όνειρα που γεννούσε η τελετουργία του ταξιδιού και που διαλύονταν με την έλευση στον προορισμό. Τι σημασία είχε; Η ουσία ήταν στην κίνηση, και γω ένα  πρεζόνι που αναζητούσε στην ψευδαίσθηση τη φυγή από την πραγματικότητα.

Έκλεισα ένα φτηνό ξενοδοχείο στο Βαρδάρη απέναντι από τον σταθμό, ήταν το πρώτο που βρήκα στο δρόμο μου. Είχε κοινόχρηστη τουαλέτα, ένα παμπάλαιο εβένινο κρεβάτι εφοδιασμένο με ξεχαρβαλωμένο στρώμα και μια δεκατεσσάρα τηλεόραση. Τα σεντόνια βρωμοκοπούσαν φτηνή λεβάντα και το πάτωμα χλωρίνη. Άναψα ένα τσιγάρο και τράβηξα δυο γεμάτες τζούρες, η καπνίλα γέμισε το χώρο και ανακατεύτηκε αρμονικά με τις υπόλοιπες μυρωδιές, μόνο το σπέρμα και ο ιδρώτας απουσίαζαν για να ολοκληρωθεί η αποπνικτική ατμόσφαιρα του λαϊκού, παρακμιακού, παραβαρδάριου ρομαντισμού.

Κοντοστάθηκα στο παράθυρο παρατηρώντας τις κουκκίδες των κίτρινων και λευκών φωτών που μετακινούνταν κάτω απ΄το λεπτό στρώμα της ομίχλης. Ένας αντρικός βρυχηθμός γέμισε τη σιωπή και επανήλθε ακόμα πιο δυνατός, παρατεταμένος και κτηνώδης, κι ύστερα σαν καλοδουλεμένη ενορχήστρωση συμφωνικής μπήκε το τρίξιμο των σωμιέδων, τα χτυπήματα της παλάμης πάνω στο γυμνό δέρμα, τα αχ, τα βαχ και τα βρωμόλογα. «Σ΄αρέσει βρωμόπουστα;», «Ναι μωρό μου, άνοιξε μου την κωλάρα, κάνε με γυναίκα, κάνε με την πουτάνα σου», «όλο μέσα μωρή καριόλα, όλο μέσα στο βάζω». Κατέβασα το παντελόνι μου και άρχισα να τον παίζω, απρόσκλητος μες στην ερωτική έξαψη δυο αγνώστων, κρυμμένος πίσω απ’τους χάρτινους τοίχους που τάιζαν την φαντασία και άφηναν την όραση νηστική. Δεν συμμετείχα στο παιχνίδι τους μα το ακολουθούσα με την ασφάλεια του τυχαίου μπανιστιρτζή. «Σε χύνω ρε μαλάκα, έτσι ρε καριόλη άντρα, πάρτα όλα στον κώλο!». Η φαντασίωση ήταν ανώδυνη και ευέλικτη μα δεν απογύμνωνε τα πάθη, αυτά απογειώνονταν μόνο μέσα στους γνήσιους βόθρους της αμαρτίας ενώ εκείνη τα κρατούσε παροπλισμένα και καθηλωμένα στο έδαφος προσφέροντας την παρηγοριά της ψευδαίσθησης στους δειλούς και ατσαλάκωτους κοινωνούς της.

Σε λίγη ώρα θα εγκατέλειπαν το ξενοδοχείο σαν δύο άγνωστοι, αφήνοντας στο δωμάτιο την ελευθερία που για λίγο γεύτηκαν απαλλαγμένοι από τα ρούχα τους και το άβολο, ουδέτερο προσωπείο του ηθικού καθωσπρεπισμού, και μαζί θα άφηναν εκεί μέσα τον άλλο τους εαυτό σαν φτηνό πουκάμισο που θέλησαν να ξεφορτωθούν και η καμαριέρα στοίβαξε στην αποθήκη των «απολεσθέντων» σε περίπτωση που άλλαζαν γνώμη και  γύριζαν πίσω να το αναζητήσουν. Σηκώθηκα και στάθηκα ξανά πίσω απ’ το λεπτό τζάμι του παραθύρου, η πόλη στο πιάτο μου, μέσα στις τσιμεντένιες κυψέλες της διαδραματίζονταν χωρισμοί, καυγάδες, έρωτες και αυτοκτονίες. Παλιοί δαίμονες θέριευαν καθώς οι ένοικοι έβρισκαν παρηγοριά στο πορνό, τα τυποποιημένα σήριαλ και τα ράφια του ψυγείου. Συχνά παρατηρούσαν από το μπαλκόνι την απατηλή πληθώρα των ευκαιριών που απλωνόταν στα πόδια τους, μα πριν διαβούν το κατώφλι τους αυτές θρυμματίζονταν σαν φθινοπωρινά αποξηραμένα φύλλα κάτω απ’ τις σόλες της απόσυρσης, του δισταγμού και- περισσότερο ίσως απ’ όλα- από τη νωθρή μα ανίκητη δύναμη της συνήθειας.

Βγήκα απ’ το ξενοδοχείο παίρνοντας τους δρόμους, ήθελα να εναρμονιστώ στον παλμό της πόλης, να γίνω κομμάτι του οργανισμού της, άφησα το παχύ έντερο ανηφορίζοντας προς την καρδιά της. Στις δώδεκα και κάτι οι σφυγμοί χτύπαγαν κόκκινο. Λαδάδικα, Βαλαωρίτου, Αριστοτέλους. Φοιτήτριες με παραπανίσιο μέικ απ, απλωμένο όχι για να τονίζει τη θηλυκότητα αλλά να καλύπτει τις ηλικιακές ανασφάλειες, γραμμωμένα τσογλάνια, κομψευόμενοι δανδήδες, απεγνωσμένες τριανταπεντάρες, αντροπαρέες στο κατώφλι της μέσης ηλικίας, εγκλωβισμένες ανάμεσα στη δουλειά και τον ψυχαναγκασμό του ξεδώματος που αναγνώριζαν στις νεότερες εκδοχές τους τα ανεπίστρεπτα χρόνια του ξέγνοιαστου και ανέμελου βίου τους. Ένα πελώριο, υπαίθριο νυφοπάζαρο.  Για κάθε μουσικό, αισθητικό και ενδυματολογικό γούστο υπήρχε το κατάλληλο μπαρ, όμως όποια πόρτα και αν άνοιγες ο ερωτισμός ξεπρόβαλε τυποποιημένος σε συσκευασία δώρου και τυλιγμένος με χριστουγεννιάτικη κορδέλα.

Η αληθινή μαγεία βρισκόταν στις κάμαρες του νου, τα ντουλάπια της νοσταλγίας και τα ράφια των αναμνήσεων. Βγήκα στη Ναβαρίνου βαδίζοντας πάνω στα ίδια χνάρια που είχα αφήσει δέκα χρόνια νωρίτερα. Τότε που είχα διανύσει πεντακόσια χιλιόμετρα για τα μάτια μιας γυναίκας και έναν πόθο που θα έμενε ανεκπλήρωτος. Ήταν αδιάφορη και ασχημούλα, μα και’ γω νέος και αφελής. Γραπωμένος απ΄ το δόλωμα της ίντριγκας, τα κινηματογραφικά καρέ, παραδομένος στις φλόγες που φούντωναν οι ακαθόριστες προσδοκίες και η δίψα για ζωή και συγκινήσεις. Δεν ήταν το εξυψωμένο είδωλο της που με είχε φέρει εκεί, αλλά η τελετουργία του ταξιδιού, η γλυκιά ζάλη της ερωτικής ταλαιπωρίας, τα νεανικά τεχνάσματα που θέριευαν τις ονειροπολήσεις. Τα δυο ποτήρια σκέτο ουίσκι για να κατέβει το φαρμάκι της απόρριψης ήταν η πιο έντονη ανάμνηση από τότε, ίσως πιο μεθυστική από την ατελή και νωθρή πραγματικότητα που θα μου αποκάλυπτε η εκπλήρωση του πόθου. Το καφέ απέναντι είχε γίνει τώρα κατάστημα χαρτικών ειδών και τα πρεζόνια είχαν ανηφορίσει στη Ροτόντα, μόνο το παλαιοβιβλιοπωλείο απ’ το οποίο είχα αγοράσει μια νουβέλα για το γυρισμό βρισκόταν  στη θέση του.

Το είδωλο της θα εξασθενούσε σταδιακά, θα θρυμματιζόταν κάτω από τα σώματα κάθε είδους, χρώματος και φυλής γυναικών που θα κούμπωναν πάνω στο δικό μου, θα πλαισιωνόταν από την ανοικειότητα μιας προηγούμενης και ξένης ζωής. Ο χρόνος ήταν αμείλικτος μα και δίκαιος, φίλτραρε στο πέρασμα του τις εμπειρίες διαχωρίζοντας το ανούσιο από το ουσιώδες, το σπουδαίο απ’ το ασήμαντο. Χλεύαζε τα εφηβικά καπρίτσια μα επιβράβευε τους αφελείς ενθουσιασμούς και στο τέλος επανέφερε τα πάντα στη σωστή τους διάσταση. Τι άλλο μου έμενε, μια κατηφοριά στην προκυμαία, ο Θερμαϊκός στα πόδια μου και τα φορτηγά πλοία στον ορίζοντα καλυμμένα απ΄την αιθάλη. Η ουσία ήταν στην κίνηση, η ουσία ήταν η ίδια η κίνηση, ακόμα και αν παρέμενες στάσιμος δεν μπορούσες να την αποφύγεις. Κοιτάζοντας πίσω θ’ αντίκριζες το παρελθόν σου απομακρυσμένο, άπιαστο και αμετάβλητο…

*

©Αχιλλέας Σωτηρέλλος

φωτο©Στράτος Φουντούλης

vintage_under2

Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε