Αρχείο 22/08/2017
Τρεις πυρκαγιές
και
ένας *θρήνος
Στα κιονόκρανά τους
γλάστρες με άνθη
I.
Η Μπερνάρντα ζει σ΄ένα σπίτι από ηλιοτρόπια και ανδαλουσιανό θάρρος. Από μακριά το αντικρίζεις να μετεωρίζεται, να χάνει και να κερδίζει τη σημασία του μες στ΄απροσδόκητο. Η Μπερνάρντα ζει μονάχα τις νύχτες. Εκεί απάνω έχει τρία δικά της άστρα και τα φροντίζει σαν μάνα. Τα ονόματά τους θα παραμείνουν μυστικά. Η Μπερνάρντα απλώνει τα χέρια της που είναι όμοια με φτερά. Νύχτες ολόκληρες αυγκρατεί στα δάχτυλά της μια λεπτομέρεια. Είναι ζωγραφισμένη με παστέλ, λένε όσοι έφθασαν κάποτε κοντά της. Όσοι άγγιξαν τις αδιόρατες λεπτομέρειές της, εκείνοι που στάθηκαν στον ίσκιο της, εμπρός από παράθυρα κλεισμένα, λένε τα μαλλιά της τινάζονται στον άνεμο, λένε πως γίνονται υφαντά και η χρυσή βροχή της νιότης μας.
Στ΄όνειρό της έρχεται ένας νέος με του νότου το αίμα. Έρχεται μες στο παράξενο μπουλούκι του καιρού με αγκαλιές αιμάτινες από το βάθος της πιο ωραίας ιστορίας. Χτυπά την πόρτα της, δεν γυρεύει το πρόσωπό της. Μιλά με αινίγματα, με στίχους, με ποιήματα. Φτιάχνει ζωγραφιές στον άνεμο. Τον τρυγητή, τον συλλήπτορα, τον ναυαγό, τον μεγάλο μόνο. Πίσω στο φόντο χαράζει γραμμές για τους νυκταγωγείς που ακολουθούν. Τα λόγια του είναι όλο και όλο ένα μαγικό περιβόλι, φορά στεφάνια απ΄το τίποτε. Ωραία, ανδαλουσιανά απογεύματα, κρυσταλλωμένα σώματα που αγαπήθηκαν, βοές των πόλεων ψιθυρίστε με δόξα και πόνο τ΄όνομά του. Μπερνάρντα, μην πιστέψεις όσα λέει. Πίσω απ΄το κλειστά σου φύλλα, προτού όλα σου αποκαλυφθούν πες μια ακόμη φορά την προσευχή που σβήνει τα αίματα, που κάνει κάπως απατηλά και όμορφα εκείνα τα κουρέλια που είπαμε ζωή.
Διαβάζει τα σημάδια του ουρανού η Μπερνάρντα. Γνωρίζει τα σχήματα που παίρνουν τα σύννεφα, κατέχει όλους τους ανέμους, φορά ψεύτικο χρυσάφι στο λαιμό της, όλο φαντασία και πόνο το βιος της. Κρουστός και μελαμψός ο νέος γέρνει στις πύλες και ανάβουν τα ποιήματα σαν προκυμαίες. Και ζωντανεύουν οι Μάγιες όλου του κόσμου κάτω απ΄το αναμμένο κάρβουνο Μπερνάρντα.
Θα φανεί μες στον ορίζοντα, θα δεις, σαν καταιγίδα με ορχήστρες λαϊκές πίσω του και θεατρίνους και ένα σωρό ψυχές που ΄ζησαν με το τριαντάφυλλο στο στόμα. Θα φανεί με πομπές και όργανα ξέφρενα, ακουμπώντας στα πόδια σου συγχορδίες με ολοπόρφυρες κορδέλλες και γέλια. Ο Φεντερίκο φωνάζουν οι ακροβάτες και οι θαυματοποιοί που ζουν στην αυλή της Μπερνάρντα. Πίσω του μια ολόκληρη Ανδαλουσία με κήπους βαθύτατους, αχανείς, με θρύλους και αίματα και παλάτια οραματικά. Δεν σκοτώνονται τα ποιήματα, τ΄αραβουργήματα που περιγράφουν τη νιότη σου δεν πεθαίνουν. Κοιμούνται κάτω από στρώματα μοναξιάς, μες στις φωνές μικρών, ολόδροσων οδαλίσκων. Όταν τραγουδούν τις πυρκαγιές.
Φεντερίκο.
II.
Τ΄άστρο της αυγής σκοτώθηκε απάνω σε μια αγάπη. Απάνω σε μια στροφή χορού αρχαίου.Μάταια προσμένουν άνθρωποι και πράγματα να δώσει η μέρα τον καρπό της.
Κάποιος φάνηκε στην πύλη. Όλος από αίμα, σαν Χριστός λησμονημένος ήρθε και ακούμπησε έξω απ΄τις πύλες.
Έφθασα ως εδώ, βασιλιά μου για να πεθάνω, να σμίξω με του τίποτε τη φωνή και τ΄αβαθή του ουρανού. Τίποτε πια δεν ζητώ, η νύχτα θα ποτίσεις τις αυλές μας, θα πνίξει τους κρίνους για πάντα. Μικροί φωτισμοί ανάψανε στους αγρούς καθώς περνούσαν οι αιώνες με τις φορεσιές τους, μ΄ανθοστήλες, με λεπτούς, μαγικούς λαιμούς και μάτια από χαλκό, νερένια Είπαν, τράβα εκεί που ορίζει η ψυχή σου, είπαν στεφάνωσε τα μαλλιά σου μ΄άχραντους ουρανούς και αχερουσίες.
Τον άκουγαν σκαρφαλωμένοι στις πολεμίστρες, μ΄ένα σκληρό κίτρινο δρεπάνι γι΄απειλή, με ψυχή σπαραγμένη, σαν των ποιητών.
Τ΄όνομά του ήταν Φεντερίκο, ήταν το νεύρο του κόσμου, ήταν οι πιο θερμές του κλίμακες.
III.
Στο Φουέντε Βακέρος πρόβαλε ασημένιο το φεγγάρι. Ξεχύθηκαν οι παραμάνες, οι θύσσανοι, φωτίστηκαν τα σπίτια και οι καρδιές. Απόψε γεννιέται ο Φεντερίκο των ποιημάτων και των ποταμών η προσευχή, έλεγαν και φιλιόντουσαν στα χείλη. Όλη νύχτα θα παραστέκουν το παιδί, πλέκοντας τη μοίρα του με τα υφαντά της Αμοργού.Απ΄τα χείλη του θα πετάξουν, θα δεις ξέφρενα αηδόνια, μες στα μαλλιά του πλεγμένες κιθάρες και αρένες. Δώσε η φαντασία του να γαληνέψει τ΄όνειρό μας που είναι ατόφιο από άργυρο και χλωρό τριφύλλι. Τα κορίτσια με τα ξέπλεκα μαλλιά, τα ξυπόλητα κορίτσια της Γρανάδα σκύβουν και φιλούν το μέτωπό του. Νύχτες μαυριτάνικες, ωραίες θα τον ταξιδέψουν, γαλάζιοι ουρανοί θα ακούσουν τις προσευχές του σαν χαμογελάσει, σαν μαρτυρήσει τους κήπους βαθιά στην καρδιά του θεού.
Όποιος δεν αντίκρισε εκείνη τη νύχτα στην Ανδαλουσία, τίποτε δεν αντίκρισε, τίποτε.
(Σβήνουν οι φωτισμοί και όλα τα ποιήματα. Πέφτουν παραβάν το ένα μετά το άλλο. Αλάμπρα, Γρανάδα, Μαδρίτη, Κόρδοβα. Πόλεις που κατακτήθηκαν για τώρα και για πάντα. Στη σκηνή λάμπει το μεσημεριάτικο φως. Μ΄ασπρη πέτρα και προβολείς εκτυφλωτικούς που τίποτε δεν θα κρύψουν, τίποτε, αφήνω πίσω μου αυτό το θέατρο. Ακούω που θρηνούν τα τραγούδια και περνούν στη ζωή οι στίχοι σου Φεντερίκο.)
Στις πέντε τ΄απόγευμα,
ήταν ακριβώς πέντε,
όταν πια πέρασε
το παιδί κουβαλώντας
τ΄ολόλευκο σάβανο
στις πέντε τ΄απομεσήμερο,
ένας κόσμος σκουριασμένος
χάρισμα στον χρόνο
των πουλιών.
Μαζί του
φεύγει
κάποιος
ολομόναχος
προς τον θάνατο.
Ο άνεμος σηκώθηκε
μέσα απ΄τις φυτείες
στις πέντε τ΄απόγευμα
οξείδιο του ουρανού
από κρύσταλλο και
από λάμψη
στις πέντε τ΄απόγευμα
Τώρα στ΄αλώνια
παλεύει η παρθένα
με τη λεοπάρδαλη
στις πέντε τ΄απόγευμα,
σε μια έρημη κορυφή
καρφωμένο
στις πέντε τ΄απόγευμα
ξεχύνεται
το ρεφραίν του τραγουδιού
στις πέντε τ΄απομεσήμερο
όταν χτυπούν τα σήμαντρα
μες στ΄αρσενικό και τις ομίχλες.
Στις πέντε τ΄απόγευμα
σιωπηλά θα μαζευτούν
στις γωνιές
στις πέντε,
όμορφα θα πέφτουν
οι θόρυβοι
σαν το καλό χιόνι
στις πέντε
σε μια αρένα
από ιώδιο
στις πέντε.
Εκείνο το απομεσήμερο
γεννά ο θάνατος
πάνω στις πληγές του,
ακριβώς
στις πέντε.
©Απόστολος Θηβαίος
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.