Αρχείο 31/10/2017
Είναι οι ήρωες
άγνωστα λήματα,
φαράγγια,
σκάλες πάνω
από χάσματα
και γκρεμούς
Για τον χαμένο ανθυπολοχαγό
Το 1945 η κοινή γνώμη βιώνει το ανυπολόγιστο δράμα του χαμένου ανυπολοχαγού. Έχει προηγηθεί ένα έπος και μια καταστροφή. Εμπρός μετέωρος λαμπραίνει το στερέωμα ο πίνακας του Ν. Εγγονόπουλου. Ο Οδυσσέας Ελύτης, σημαδεμένος από τις δοκιμασίες του πολέμου, ζωγραφίζει μια ολόκληρη τοιχογραφία για τον θάνατο, για το ωραίο και το ιδανικό που καθόρισε τούτο τον τόπο. Ολόκληρη ζωή περνά σαν ρεύμα ηλεκτρικό μέσα από τον σπαραχτικό θάνατο ενός αξιωματικού του μετώπου που πλανάται σήμερα στην ανυπαρξία, που κλείνει μέσα του ιδανικό, ένα είδος ομορφιάς πνευματικής. Καθώς εξαντλεί όλο του το φως μαζί του πεθαίνει και γεννιέται απ΄την αρχή αυτός ο τόπος. Την ώρα που όλα τα μέσα αυτού του κόσμου διαλύονται μες στην ανθρώπινη ενάργεια, με το αίμα του ο νεαρός αυτός αξιωματικός, αυτός ο Αχιλλέας των ταρσανάδων που φυλλομετρά τη ζωή και τ΄αμετάφραστό της ζωντανεύει τον κεραυνό που κατοικεί βαθιά τη γη. Μαζί του πονούν όλα τα πράγματα. Τον στολίζουν οι μνήμες μιας Ελλάδας που έρχεται από έναν θορυβώδη δρόμο, τον πλένουν οι φωτιές που σφυρηλατούν τ΄ανείπωτο αυτού του διαχρονικού κόσμου, τον διηγούνται όσα θα καταστήσουν την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου στίγμα της λαλιάς και της παρουσίας μας μερικά χρόνια νωρίτερα. Μαζί με τους χιλιάδες άλλους ανθυπολοχαγούς που κοιμούνται στ΄ανοιχτά του Αργυροκάστρου, κείτεται η μυστική αξία που προικίζει όλες τις εποχές. Σ΄αυτές τις κιβωτούς που αντέχουν μες στους ανέμους και τις ανατροπές αντλεί τη δόξα και την παρηγοριά της αυτός ο χειμαζόμενος τόπος που κρατεί όμως μέσα του όλες τις απαντήσεις. Η δαχτυλιά της μοίρας, οι μητέρες που είναι για να κλαίνε, σηματοδοτούν τις αρχές και τα θεμέλια της ζωής. Πίσω απ΄τη ρωγμή, απάνω στο δάκρυ της Υδρίας, φθάνουν ιαχές πολεμικές και παιδιά που προστίθενται στο δέος της ιστορίας. Φθάνουν κιάλια, τηλέμετρα και όλμοι, ροπές του ηρωικού που είναι τ΄άλλο όνομα τούτης εδώ της φυλής. Φθάνουν συντρίμια και σάρκες φλεγόμενες, φωτογραφίες του λευκού χιονιού στην ανηφοριά του παλιού αιώνα, παραμονές του χαλασμού.
Το ποίημα του Ελύτη, που απόψε στέκει πλάι πλάι μ΄έργα βαθιά αντιπολεμικά, όπως η Γκουέρνικα, πρέπει να διαβαστεί στις χαράδρες εκείνου του κόσμου. Να ακουστούν λέει οι στίχοι στους γκρεμούς ως τα πουλιά της νύχτας, να φθάσουν σινιάλα ηχητικά στα φαράγγια που κοιμίζουν ολόκληρες ίλες ποιητών. Το Άσμα θα πρέπει να διαβαστεί νύχτα στις σκοτεινές γειτονιές του Σαραντάρη, έξω απ΄τα κλειστά παράθυρα που ονειρεύτηκαν τον Περατάρη, παραμονές της αυγής. Θα ΄πρεπε να κρέμεται απ΄τα χείλη των παιδιών που αύριο θα διαφεντέψουν τούτο τον κόσμο. Σημαίνει το ναι ενός ποιήματος που κάποτε πρέπει να ειπωθεί. Βλέπεις, όπως εκείνος ο ανθυπολοχαγός, όπως ο κόσμος που στερεύει απ΄τα ρεύματα θέλει για μια στιγμή μες στην τόλμη του για να νιώσει το πώς και το τι μιας απαράμιλλης φωνής. Επτά δεκαετίες τώρα, σαν να ζωντανεύουν και οι επτά θαμένες πόλεις της Κορίνθου ο ίδιος θάνατος, η ίδια γέννα.
Η κρίτικη δόξασε το Άσμα. Πλήθος μελετητών και ακαδημαϊκοί ταύτισαν το έργο με τη στιγμή της θαυμάσιας εξωστρέφειας της ελληνικής λογοτεχνίας. Η γλώσσα, έξω απ΄τον εαυτό της, πρεσβευτής ενός άλλου κόσμου, ελεύθερη να τυρανηθεί ως τ΄όνειρο, υπήρξε διαθέσιμη για την πιο φρενήρη ακροβασία. Η μικρή υδρία που ζει σ΄εκείνα τα ερείπια τυλίγεται στο φως. Τίποτε το μουσειακό, το σημάδι της ανάμνησης δεν θα της το αφήσει ο καιρός. Το μόνο της χουσούρι είναι πως αποκάλυψε τον θάνατο σ΄όλο του το μυστήριο. Γιατί είναι πράξη συμπαντική, μια απ΄τις εκφορές του κόσμου, η αναπνοή που χύνεται ατόφια στ΄όλο. Η παράβαση είναι άλλο πράγμα απ΄έναν θάνατο απλό. Εδώ συναντιώνται τα όνειρα. Και τα τηλέμετρα είναι ηχεία που περνούν τα ρεύματα και όσα θα ζωντανεύουν θυελλώδη και ερωτικό πάντα τον νεαρό ανθυπολοχαγό της ίλης των οραμάτων. Η χορωδία της ζωής που τυλίγει μ΄αγάπη εκείνον τον νεκρό νέο, τα ρούχα σαν άδειες μορφές ζωγραγισμένες, μ΄ανύπαρκτα κεφάλια, στο περιθώριο της αίσθησης που ανεμίζουν για τώρα και για τους αιώνες, συνοψίζουν την παρασημαντική εκείνου του κόσμου. Και αν η λύπη του έχει κάτι απ΄τους μεγάλους, ελληνικούς εσπερινούς όταν σκαρφαλώνουν στις κορφές για να σκοτωθούν μένει στην ιστορία να καθορίσει τη σημασία της απώλειας που γίνεται πράξη και λόγος. Σ΄όλους τους δρόμους ν΄ανεμίζουν οι τιμές των ευζώνων. Αγαλματένιοι νέοι απ΄τη γενιά της Στυγός, ευχές σφαίρες στη νύχτα, μ΄αναμμένους εξώστες ξανά και ξανά στο γύρισμα που κάνει η ζωή με τον πόλεμο. Τόσα αισθήματα πονταρισμένα στ΄αδύνατο να βρίσκουνν καταφύγιο σε κάτι στίχους πελασγικούς, σε κάτι παιδιά προορισμένα να γίνουν άγγελοι, να υποφέρουν.
Κάπου μυστικά, στο λευκό που ερημώνει με τους χειμώνες, ζει μια μυστική λεπτομέρεια. Αυτό το κάτι αθροίζεται σαν απόσταγμα από κόσμους ποιητικούς. Σύμπαντα του Εγγονόπουλου, του Εμπειρίκου, της Αμοργού μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας που θέλει παιχνίδι τον κόσμο, τ΄αταίριαστο παντρεμένο με το αναπάντεχο, τις λέξεις θύσανους στο φόρεμα του καιρού που λερώνεται σε δρόμους, σε κλειστές αυλές του επίκαιρου. Ο ωραίος ανθυπολοχαγός που φορά το κλωνί της άνοιξης, ήσυχος και ειρηνικός όπως το φαράγγι και το βουνό, είναι η πιο ακλόνητη απάντηση στις προσταγές του καιρού, στην φαντασία που καταστρέφεται στέκει οδόφραγμα, μια ευθεία παράβαση στους μονόδρομους, άνοιξη απ΄το προπαρασκευασμένο που κατακλύζει όλα τα σύμβολα. Αυτός που πεθαίνει προικίστηκε με μια ειδική χάρη, δίχως ρυτίδα λέει ν΄ακολουθεί όλους τους καιρούς σαν παρήχηση. Αυτός ο ανθυπολοχαγός, ο μικρός πρίγκηπας της ελληνικής λογοτεχνίας.
*
©Απόστολος Θηβαίος
φωτογραφία: «Τετράδιο Πολέμου 1940», από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.