Στέλιος Ροΐδης, Το ποτάμι

Αρχείο 20/12/2017

Ένα βράδυ έγινε αυτό.
Έγινε ένα βράδυ αυτό, για αυτούς που δεν το περιμένανε αυτό.Ένα βράδυ οι όμορφοι άνθρωποι σταμάτησαν το ποτάμι.Λίγο αργότερα το ποτάμι χάθηκε και δεν ξαναβρέθηκε. Το ίδιο και οι όμορφοι άνθρωποι. Χαθήκαν. Στην αρχή σαστίσαμε, μετά υποθέσαμε πως χαθήκανε στο ποτάμι. Τους γυρέψαμε παντού μα ο τόπος είχε στεγνώσει, το στόμα μας είχε στεγνώσει, ο αέρας δεν σήκωνε κύματα, η θάλασσα είχε γεμίσει γλάρους που όμως αποφεύγανε τις ακτές, εμείς αφθονούσαμε και συζητάγαμε για τις εξελίξεις, τώρα που ούτε ένας όμορφος άνθρωπος δεν είχε μείνει πια, εμείς καθόμασταν και παρατηρούσαμε προσεκτικά τα χαρακτηριστικά μας και ύστερα λυπημένοι κοιτούσαμε εκεί που το ποτάμι είχε σταματήσει, κοντά πολύ κοντά στο σημείο που είχε ειδωθεί ο τελευταίος όμορφος άνθρωπος. Μετά στειρώσαμε όλες τις γυναίκες και τα παιδιά και τους αναγκάσαμε να συνομιλούνε για το νερό. Με την μέθοδο αυτή το ποτάμι ξαναεμφανίστηκε. Από εκεί και πέρα δεν ασχοληθήκαμε. Μετά είχαμε αρχίσει και να ξεχνάμε πως είναι οι όμορφοι άνθρωποι, πως έρεε το ποτάμι. Πλέον του είχαμε αλλάξει και όνομα. Δεν το λέγαμε δηλαδή ποτάμι. Το λέγαμε το όμορφο ποτάμι. Και όλοι μας ξέραμε, αυτό τι πήγαινε να πει. Κάποια στιγμή μια μέρα κάτι πανηγυριτζήδες πήγανε να το περάσουνε. Πνιγήκανε όλοι. Ανάμεσα τους βρήκαμε κουτσές χορεύτριες και νάνους παιδιά. Όχι δεν ήταν κανονικά παιδιά. Ήταν νάνοι παιδιά. Το καταλάβαινες από τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Την μέρα που πνιγήκανε δεν κάναμε τίποτα. Ούτε την δεύτερη. Περιμέναμε να τους ξεβγάλει στις όχθες το ποτάμι. Τελικά αφού βλέπαμε ότι αυτή η πιθανότητα όλο και απομακρυνόταν αποφασίσαμε να εκπαιδεύσουμε ζώα, ζώα ικανά να μπούνε στο ποτάμι και να τους τραβήξουν στις όχθες. Τα ζώα εκπαιδευτήκαν εντατικά, και με ζήλο που αρμόζει στο είδος τους επιτελέσανε το έργο. Όταν στοιχίσαμε τα πτώματα στην όχθη, ξεχωρίσαμε ανάμεσα τους, τους νάνους παιδιά και τις κουτσές χορεύτριες και κανά δύο μασίστες. Εώς που κάποια στιγμή εκεί που ξεδιαλέγαμε τα πτώματα αντικρίσαμε μπροστά μας ένα θέαμα που θα μας άφηνε άφωνους. Ανάμεσα στα πτώματα υπήρχε ένας όμορφος άνθρωπος, πανέμορφος. Αμέσως σαστίσαμε. Προσωπικά αναρωτήθηκα από μέσα μου τι δουλειά είχε στο το τόπο μας ένας τέτοιος άνθρωπος. Τον κοιτούσα εκεί πεθαμένο και ένοιωθα από μέσα μου προσβεβλημένος. Όλοι ξέραμε τι άνθρωποι είναι αυτοί. Μετά από μακρά σιωπή μίλησε ένας νέος, απεχθής στην όψη από παιδί, και είπε να τον πετάξουμε πίσω στο ποτάμι. Μετά ένας γέρος ναυτικός είπε ότι θα τον έπαιρνε μαζί του στα καράβια, και θα τον πετούσε στον ωκεανό. Αν σταματούσε ο ωκεανός είπε ο γέρος θα είχε βρει επιτέλους ένα λιμάνι για πάντα. Δεν μπορούσα να τον καταλάβω τον γέρο. Εγώ από την άλλη πρότεινα κάτι άλλο. Άφού είχαμε εργαλεία και ξέραμε από τέχνες να του αλλάζαμε εντελώς το πρόσωπο. Αμέσως όλοι συμφωνήσαν και μάλιστα οι περισσότεροι ήταν διατεθειμένοι να παραστήσουν το μοντέλο στην μεταμόρφωση αυτή. Μια γριά μάνα έσπρωχνε μπροστά το δειλό παιδί της για να φωνάξει, οι γυναίκες σπρώχνανε τους άντρες τους να έρθουν στα χέρια αφού δεν αποφασίζανε, και όσο για τους γέρους εκείνοι ψηλαφίζανε με τα χέρια το πτώμα και κάνανε σχέδια.
Όμως η νύχτα πλησίαζε και εμείς έπρεπε να αποφασίσουμε, ανάψαμε έτσι μια μεγάλη φωτιά, κάψαμε άρον άρον τα υπόλοιπα πτώματα και ύστερα μείναμε μόνο με το επίμαχο. Μετά ο γιατρός μας είπε ότι για λόγους υγιεινής έπρεπε να αποφασίσουμε απόψε τι θα κάναμε τελικά με το πτώμα. Σκεφτικοί και καταπονημένοι από αυτήν την κουραστική ημέρα κάναμε το πρώτο πράγμα που μας ήρθε στο μυαλό.Το φυλάξαμε μέσα στην εκκλησία. Εκεί δεν θα το πείραζε κανένας. Ότι και αν γινόταν κανείς δεν θα πήγαινε μέσα στο ιερό. Μετά θυμηθήκαμε ύστερα από τόσα χρόνια, να φιληθούμε μεταξύ μας. Και μετά το ξαναβγάλαμε από την εκκλησία. Το βγάλαμε γιατί δεν υπήρχε ιερό. Ύστερα βάλαμε τα καλά μας και κοιμηθήκαμε δίπλα του.

*

©Στέλιος Ροΐδης

φωτο: Στράτος Φουντούλης