Αργύρης Κόσκορος, τέσσερα Μπονζάι

Στον Παναγιώτη Γέροντα

Σύνοψη

Όσο πελώρια κι αν φάνταζε στους θνητούς η ασπίδα του Αινεία όταν ξεπρόβαλε μπροστά στο λαό του, και πάλι φαινόταν μικρή στα μάτια του Ήφαιστου για να χωρέσει την ιστορία του Λατίου.

Αποφάσισε λοιπόν ν’ απεικονίσει σ’ αυτή μόνο τις πιο σημαντικές απ’ τις μέλλουσες περιπέτειες του τόπου: την ίδρυση της Ρώμης, τους πύρινους λόγους του Κικέρωνα, το θρίαμβο του Ακτίου. Άλλωστε, το χέρι το θνητό του Αινεία πόσο βάρος να βαστούσε ακόμα για μερικά ανάγλυφα παραπάνω, για κάποιον Αλάριχο, κάποιον Γεζέριχο, κάποιον άξεστο βάρβαρο επιπλέον; Κι οι στίχοι του Βιργιλίου πόσο να πλάτειαζαν ακόμα στην περιγραφή της ασπίδας δίχως να κάνουν τον Αύγουστο να χασμουριέται;

^ * ^

Σκιᾶς ὄναρ

Είδε την πατρίδα του σαν πολιτεία απέραντη, με αγάλματα, θέατρα, στάδια κι ακαδημίες. Κι απ’ όλες τις πλατείες, τους πολύβουους δρόμους και τους επιβλητικούς ναούς, ίχνος απ’ το αρχέγονο δάσος δεν είχε απομείνει. Πόλεις αχανείς, ενωμένες με λεωφόρους, υδραγωγεία κι αποχετεύσεις, καθώς και με νόμους, διατάξεις κι εντάλματα· και οι αρχαίοι θεοί νεκροί σ’ αυτή την τόσο αγία και ρωμαϊκή Γερμανία· και τα παλιά της όπλα είτε να σκουριάζουν στο χώμα είτε, ακόμα χειρότερα, στη στοά κάποιου μουσείου. Μη αντέχοντας άλλο ο Αρμίνιος τον αφανισμό της χώρας με τα κρύα ποτάμια και τους αρειμάνιους καβαλάρηδες, στάθηκε πάνω στη γέφυρα του Ρήνου, σύμβολο υποταγής, έβγαλε απ’ τα ρούχα το εγχειρίδιό του και, λίγο πριν το βυθίσει στο στήθος του, ευχήθηκε να είναι όλα ένα όνειρο, κάτι σαν φάρσα των θεών· και, ξυπνώντας, να βρεθεί πάλι στη σκηνή του ως ο επικεφαλής των επικουρικών στρατευμάτων του Βάρου· αυτός που απεργάζεται την καταστροφή των λεγεώνων της Ρώμης και τη σωτηρία του αρχαίου δρυμού απ’ τα μιαρά της σχέδια.

***

Είδε τις στρατιές του πνιγμένες στο αίμα. Είδε την προδοσία. Είδε να γίνεται το παίγνιο του εχθρού στην ταπείνωση της πατρίδας του. Κι ούτε έλεος μπορούσε να ζητήσει απ’ τους θεούς αυτός, ο ανελέητος Βάρος, ο σταυρωτής. Άλλο δεν του έμενε λοιπόν παρά να υπερασπιστεί το τελευταίο υπόλειμμα της τιμής του. Και, λίγο πριν βυθίσει το ξίφος στο στήθος του, ευχήθηκε να είναι όλα ένα όνειρο, κάτι σαν φάρσα των θεών· και, ξυπνώντας, να βρεθεί πάλι στη σκηνή του ως ο αρχιστράτηγος των λεγεώνων της Ρώμης· αυτός που μοχθεί για το μέλλον του άγριου τούτου μέρους και τη μετατροπή του από αφιλόξενο δρυμό σε χώρα πολιτισμένη.

^ * ^

Το πάρκο

Γενιές πολλές μετά τον πρώτο Αυτοκράτορα, στις αχανείς εκτάσεις της Ρώμης τα πάντα είχαν καλυφθεί από πολύβουες πόλεις, δρόμους, χωράφια, λιμάνια. Ο πολιτισμός είχε εισβάλει παντού αναμιγνύοντας γλώσσες, θρησκείες, έθιμα και κάνοντάς τα κουβάρι.

Το μόνο μέρος που ‘χε κρατήσει όπως παλιά ήταν η Λακωνία. Μη έχοντας αφήσει ποτέ τις παλιές δωρικές τους συνήθειες, οι αγέρωχοί της κάτοικοι, απόγονοι λιονταριών, βρυχούνταν όπως παλιά και κάθε χρόνο, στις γυμνοπαιδιές, συνέρρεε πλήθος κόσμου απ’ όλα τα μέρη που οι αριστοκράτες Λατίνοι είχαν αποικίσει. Είχαν ξεχάσει βέβαια να κυνηγούν, όμως, αφού το κρέας τους δεν το προμηθεύονταν πια οι ίδιοι, δεν τους συνέφερε να δαγκώνουν το χέρι που τους τάιζε.

^ * ^

Εάλω

Όταν ακούστηκε η τρομερή ιαχή που σήμανε το πάρσιμο της Πόλης, το πήραν επιτέλους απόφαση οι Πενάτες πως η πορεία τους στη γη είχε πια τελειώσει. Και οι ίδιοι εξάλλου, γεμάτοι πληγές και ρυτίδες, είχαν κουραστεί, κι απ’ την παλιά πολιτεία του Λατίου ούτε η γλώσσα ούτε ο τόπος ούτε η λατρεία είχαν μείνει, παρά μονάχα το όνομα· κι αυτό όμως, δίχως τα σκήπτρα της εξουσίας να του προσδίδουν κύρος, θα κατέρρεε.

Γυμνοί και ξυπόλητοι λοιπόν, γέροι και ξεχασμένοι, έφτασαν με τα πόδια μέχρι τον Αχέροντα για να βρουν το βαρκάρη που θα τους οδηγούσε στα Τάρταρα. Ο Χάροντας στεκόταν εκεί, κρατώντας δρεπάνι αντί για κουπί και πάνω σε άτι αντί σε βάρκα. Δεν τους αναγνώρισε.

*

©Αργύρης Κόσκορος

φωτο: Στράτος Φουντούλης