Σταύρος Λαγκαδιανός, Οι δικές μου λέξεις –Εκδόσεις Γαβριηλίδη, σελ.85
Η κρίση του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου για το βιβλίο
όπως την παρουσίασε στο ‘Poems and Crimes’ – 05/02/2020
ΑΠ’ ΤΟ ΕΝ ΔΥΟ ΚΑΤΩ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Αγαπητοί φίλοι χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι απόψε εδώ, έτοιμος να υπερασπίσω την αλήθεια του τελευταίου βιβλίου του Σταύρου Λαγκαδιανού. Ευχαριστώ την Άντα που μου έδωσε αυτή την ευκαιρία, μα και τον Σάμη Γαβριηλίδη που ανέλαβε να το εκδώσει.
Σε τούτο το βιβλίο, παρότι είναι ένα έργο γραμμένο απλά σε μορφή ποιητικής πρόζας, οπότε φαίνεται να αρκεί κάποιος να το αποτιμήσει ως γραπτό κείμενο και μόνο, διαβάζοντας, δεν αποφεύγεις να νιώσεις γνήσιο θαυμασμό για τα πολυεπίπεδα παρακλάδια τού ταλέντου τού Σταύρου· είναι τέτοια η μουσικότητα τής γραφής, τέτοια η ισχύς τής απεικόνισης, που φαίνεται σαν να προκύπτει -από την επέκταση μιας ενεργητικής ιδέας- ένα τρισδιάστατο ιδιότυπο καλλιτέχνημα πάνω σε ένα απειρομήκες τελάρο φτιαγμένο από ρυζόχαρτο όπου η ποίηση αποτυπώνεται διατεταγμένη, απαστράπτουσα, μα και διάφανη, πάνω στα κεντίδια της, γεμάτη ιστορίες, γεμάτη σοφία, γεμάτηπόνο, εμπειρία, βίωμα, διδάγματα, όνειρα μα και -το κυριότερο- ελπίδα. Αυτή η καθαρότητα και η σαφήνεια που πυκνώνει σε απλές λέξεις, έχει σαν αποτέλεσμα να γεννάει την ποίηση, με τα πιο απλά υλικά, και για τον αναγνώστη. Ας πάρουμε για παράδειγμα, την υποενότητα, λέξεις των λιμνών, όπου λέει :
Λέξεις των λιμνών, το κορίτσι λούζεται στα νερά τους. Σηκώνει τα μακριά μαλλιά και αρπάζει τις ηλιαχτίδες. Θα γίνει η μητέρα του κόσμου. Θα γεννήσει κοντά στα ζεστά νερά των λιμνών. Τα στήθη της πιτσούνια που τιτιβίζουν και περιμένουν το φιλί και το δάγκωμα του άντρα. Το κορίτσι πλένεται, τα ρούχα της πιάνουν φωτιά. Ο ήλιος θρασεύει το προτεταμένο εφηβαίο της. Ο γιος της όπου να ’ναι, γονιμοποιημένος απ’ τον γαλαξία, θα γεννηθεί. Λέξεις των λιμνών, χρυσόμαλλον δέρας.
Τέτοια λέει ο Σταύρος, κι εγώ σκέφτομαι τη λίμνη ΜοντΖέε, το φως της που αναβόσβηνε σαν φάρος πλάι στην καμπίνες της ελάτης κάποια βραδιά του Αυγούστου κατεβαίνοντας προς τις όχθες, τη λίμνη του Μόρνου έπειτα από τις Φυλακές του Μαλανδρίνου και το πώς βυθίζονταν τα σύννεφα στο κορμί της ένα γεναριάτικο μεσημέρι, την Κασταλία, την Παμβώτιδα, το Νέκερσπουλ του Μέχελεν της Φλάνδρας, από όπου επιδράμουν τα πνεύματα των ασίγαστων Νεκρών, την Κερκίνη και την αξέχαστη Γαλάζια Λίμνη της δροσερής μου εφηβείας. Αυτό το απαράμιλλο χάρισμα έχουν οι Λέξεις. Να γεννούν στον καθένα μας, τη δική του ποίηση.
Διαβάζω τις Λέξεις, πρωτίστως, ως μια Ελεγεία του Θανάτου. Ο Θάνατος είναι –φυσικά- πρωταγωνιστής. Η γραφή του Σταύρου σε συνθλίβει, σε υπνωτίζει, αισθάνεσαι πως βλέπεις την απόγνωση, τη συνείδηση της φθοράς, τη ματαιότητα, τον ασίγαστο τρόμο του. Πολύ θα ήθελα να μην είχε γραφτεί ετούτο το βιβλιαράκι, αντ’ αυτού να είχαμε εδώ τον άνθρωπο Σταύρο, με όλη του την απόλυτη ποιητική σάρκα, μα ο άτιμος ο θάνατος φυλάει διπλά καραούλια, και μας στερεί από τους άριστους και τους αγνούς. Στις Δικές μου λέξεις, λέει:
Περιμένω να κοιμηθώ, ο χρόνος να μην υπάρχει, αυτός που μετρώ με αγωνία και κατήφεια. Να μπω στο μυαλό της νύχτας θαμπός, μες στην ομίχλη γαλάζιος καπνός και λίγα ίχνη.
(βλέπεις εδώ και την τεχνική, που είναι μια κρυμμένη αρμονία της γλώσσας, κυρίως το παιχνίδισμα με τις λέξεις θαμπός – καπνός, και το γλίστρημα του συμφώνου από την ομίχλη στα ίχνη. Πάντα όμως, μα πάντα η επωδός του είναι προς το Φως). Λέει παρακάτω:
Αυτά να μη μ’ απασχολούν, μα η ουράνια πόρπη και το ανήμερο θεριό που τρώει την ψυχή μου, αυτό για πάντα μη και στομωθεί και φύγει από τη ζωή μου. Είθε οι ουρανοί να μου δώσουν το μέγα έλεος, χερουβικά Σεραφείμ και φτερά αγγέλων για να πετάξω μοναχός όπως γεννήθηκα, μοναχός όπως θα πεθάνω, μα λίγο πριν τον άνεμο μια λευτεριά ν’ ανασάνω.
Στις Λέξεις των Νεκρών, ο Θάνατος γίνεται ένα εκκρεμές που ακροβατεί στην ράχη της Ζωής με μια περιοδικότητα που μοιάζει με την περιοδικότητα των τρένων. Λέει:
Λέξεις των νεκρών τα τρένα. Ό,τι ξεμακραίνει, περιττό και φεύγει, επανέρχεται κρυφά και πάντα μένει. Λέξεις των νεκρών, πάνω στις πλάκες γραμμένα ονόματα κι ημερομηνίες, της πρόσκαιρης ζωής ματαιοδοξίες. Λέξεις των νεκρών μνημόσυνα και δείπνα, μαύρα πανωφόρια και κόλλυβα σαν ναν’ τα λύτρα. Το θάνατο αδύνατον να τον αποφύγεις, τη ζωή αδύνατον κι αυτήν να αποφύγεις.
Εδώ ακουμπά τον Θάνατο πάνω σε έναν λυρισμό σπουδαίας μαστοριάς, λες κι ακροπατεί ο Ρίτσος στην αιχμή του Εγγονόπουλου, τον παγιδεύει μέσα σε πίνακες σαν του Ντελβώ, γεμάτους τρένα και σιδηροτροχιές, γεμάτους χέρια από αιθέρια κορίτσια που επίτηδες ζωγραφίζονται έτσι ώστε να ακυρώνουν στην πράξη την πραγματεία περί προοπτικής του Αλμπέρτι. Ας μην παρεξηγηθώ. Η ποίηση του Σταύρου είναι μια σπουδή πάνω στην ανατροπή και στην αφαίρεση όμως η αφαίρεσή της δεν υποκύπτει ποτέ σε υπερρεαλιστικά θέλγητρα. Αναγνωρίζει το μοιραίο, το σκιαγραφεί, το βιώνει αλλά πάντα διατηρεί την μπέσα της και παραδίδει νοήματα καθαρά στον αναγνώστη, παραμερίζοντας για να επιτρέψει την είσοδο του φωτός. Εκεί, μέσα στις στάχτες του Θανάτου, βρίσκεται κρυμμένος ο φώλος της Νέας Ζωής. Λέει:
Λέξεις των λυγμών κάντε πέρα, ο πατέρας πέθανε, ο βράχος έτριξε, μα πού θα πάει; εκεί στα πέρα, ελεύθερη πιότερο ζωή ο Θεός του τάζει.
ενώ στις Λέξεις του ματιού:
Λέξεις του ματιού, σαν το βλέμμα πεθάνει κοιτά το όραμα από την άλλη, αιώνια κρυμμένα μυστήρια των νεκρών ματιών που άλλο φως τα περιμένει. Μάτια της θάλασσας, νήματα βλοσυρά, λέξεις όρασης, μυστικές διαθλάσεις, μάτια και λέξεις που βλέπουν σε κάθε στιγμή την αιωνιότητα ν’ ανθίζει στο παιδί.
Εκτός από ένα εγχειρίδιο ποιητικής υπέρβασης ετούτο το γλωσσάρι είναι και μια αποτίμηση κάθε πολιτικής φενάκης που έχουμε βιώσει τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ο δημιουργός του ήταν ένας ευαίσθητος κοινωνικά άνθρωπος ένα πολιτικό ον. Λέει ο Σταύρος στις Λέξεις των τοίχων (διότι ως γνωστός, ο τοίχος είχε την δική του Ιστορία)
Λέξεις των τοίχων, το αίμα γράφει πάνω τους “ζω”, το αίμα απ’ τη γέννα τους. Λέξεις των τοίχων που μένουν ορφανοί απ’ των τσιγάρων τη βαφή. Λέξεις των τοίχων, από δεξιά η ανθρώπινη οσμή, απ’ τ’ αριστερά η θανατερή τριβή. Λέξεις μπερδεμένες, ανάποδες λέξεις, μαυροντυμένες, για επαναστάσεις, θριάμβους, περάσματα αυτοκτονίας, συνθήματα πολιτικών νταβάδων.
Ενώ στις λέξεις των λατομείων, αυξάνει τη σκίαση και πλησιάζει τον εξπρεσιονισμό μιας ταινίας του Μούρναου ταυτίζοντας την σχηματική ανέχεια και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, με τον Άδη:
Των λατομείων λέξεις σκοτεινές, γεμάτες σκόνη· λέξεις των λατομείων, βαρείς εκσκαφείς τρύπες ανοίγουν να μην ξέρει κανείς. Ο Άδης έριξε τις επτά ζαριές. Κι όπως τους βλέπεις είναι οι εργάτες που τη τύχη τους μάζεψε με μια του ζαριά ο μοχθηρός αναβάτης. Σιδηροδέσμιοι τραβούν στη μοίρα τους, μέσα δεν έχει δροσιά.
Στις λέξεις της ανθρώπινης ράτσας, σκιαγραφεί τη ματαιοδοξία που καταλήγει σε δεσμούς κοινωνικών συμβάσεων, που δεν ολοκληρώνουν τα όνειρα της τρυφερότητας του έρωτά τους.
Λέξεις αγοραίες, λέξεις κομψές γυναικών χλαμυδοφόρων που την αντρική αλκή λαχταρούν πίσω από μισόκλειστες γρίλιες παραθύρων. Και λέξεις κουφέτα γάμου υποσχόμενες μιαν αλλιώτικη ζωή και άλλες λέξεις κομμάτια φεγγαριών που ράφτηκαν και κόλλησαν σε υποσχέσεις αρραβώνων.
και επίσης:
Λέξεις μιας αλητείας συνήθεια ζητιάνων που πέφτουν λιγόθυμοι στα σκαλοπάτια. Λέξεις δραχμοβόρες κι ειρωνικές ενός πολιτισμού που παραπαίει. Λέξεις. ωστόσο, ευγενικές μιας κυράς από την Αμοργό με άγιο κέφι.
και καταλήγει:
Λέξεις αναρχικές των βουερών επαναστάσεων κι ανατροπών για μια μεταλλική π’ αστράφτει πανοπλία, των κόκκινων λάβαρων και των ιδεολογιών την κούφια παρωδία.
Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό του βιβλίου το οποίο θα ήθελα να μεγεθύνω είναι η συνέπεια προς την αισιοδοξία που τηρείται σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια. Τούτη η θετική συνέχεια καθώς και η διαρκής ροή αναγνωρίζονται παντού και υπογραμμίζουν, θα έλεγε κανείς μια ηρακλείτεια φιλοσοφική αρχή του τύπου «τα πάντα ρει», η οποία ορίζει τα πάντα και κινεί τα πάντα. Είναι μέσα σε αυτήν που θα βρει ο αναγνώστης την παρηγορία που οφείλει σε τούτο το μνημόσυνο βιβλίο. Λέει στις Λέξεις του νερού
Νερό, πού στρέφεις τη ροή σου; Αυλάκια χαρακώνεις, η γη είναι η πνοή σου. Νερό η φύτρα μου απ’ τους δικούς σου σπόρους, η πλάση απ’ τους δικούς σου πόρους.
Ενώ στις Λέξεις του αίματος:
Λέξεις του αίματος, σπόροι βαθιά ριζωμένοι στο χώμα, η βροχή του χειμώνα θ’ ανθίσει το δέντρο των ακατάλυτων δεσμών, το δέντρο του αίματος. Εκείνο που οι καρποί του είναι μπάλες πηχτού αίματος και τα φύλλα του άλικα χείλη κοριτσιού που πρωτοφιλιέται. Με κείνο το δέντρο ο πατέρας δένει το γιό και η μητέρα σπαργανώνει τη κόρη.
Τελειώνοντας με το βιβλίο, και κρατώντας μέσα στην καρδιά, ως γλυκιά παρακαταθήκη, το γλωσσάρι της ποίησης που μας δώρισε post mortem, θα ήθελα να μιλήσω λίγο για τον ίδιο τον συγγραφέα.
Αισθάνομαι απέραντη ευγνωμοσύνη προς τον Σταύρο. Αφορμή για να τον «γνωρίσω» ως γραφιά, διότι δια ζώσης ουδέποτε ανταμωθήκαμε, στάθηκε το πρώτο βιβλίο του, το Εν Δυο Κάτω, ένα μυθιστόρημα εξαιρετικά επιδραστικό για τη γενιά μου, το οποίο είχε θέμα τη στρατιωτική θητεία. Το πρωτοδιάβασα σχεδόν είκοσι χρονών και ενώ βρισκόμουν προ των πυλών της δικής μου θητείας. Υπ’ αυτήν την έννοια, και αυτό ισχύει για τους περισσότερους φίλους μου από εκείνα τα φοιτητικά χρόνια οι οποίοι διάβασαν επίσης το βιβλίο, ο Σταύρος λειτούργησε πάνω μας αποκαλυπτικά, περιγράφοντας τις λεπτομέρειες, με μοναδικό τρόπο όπως θα λειτουργούσε ο «παλιός» στρατιώτης της μονάδας, που κατάφερε όμως να αντέξει τα καψόνια και που στη διαδικασία δεν άλλαξε το τομάρι του, αλλά παρέμεινε ένας δοτικός άνθρωπος που θα ήθελε να ανακουφίσει κάθε συνάνθρωπό του που θα βρισκόταν ζεμένος στον ίδιο ζυγό. Το βιβλίο εκείνο, για μας, μετατράπηκε σε ένα εγχειρίδιο επιβίωσης στο στράτευμα. Η χρονιά είναι το μακρινό 1986, δώδεκα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, όπου ήταν ακόμη νωπά και κυρίαρχα τα στραβοχυμένα χνάρια της δικτατορίας στους θεσμούς, στους ανθρώπους και στις συνειδήσεις. Διάβαζες το βιβλίο και είχες την εντύπωση ότι έβλεπες τον Απόλυτο Φασίστα να μεγαλώνει πόντο πόντο μες στο ανθρωπάκι που ήταν ο λοχαγός Πολυφήμου, πολύ πιο έντονα, πιο γήινα και πιο κοντινά σου από όλα τα υπόλοιπα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που είχες διαβάσει για το φαινόμενο, ως εκεί. Μάλιστα συνειδητοποιούσες ότι όλο αυτό δεν ήταν καθόλου φαινόμενο, αλλά μια κατάσταση του ανθρώπινου μυαλού, από την οποία δεν γλιτώνει κανείς απλά κάνοντας την πάπια. Διότι, από πάπια γρήγορα γινόσουν χήνα με ψαλιδισμένα τα ακρόφτερα, ώσπου κατέληγες μια στρουθοκάμηλος που καταχώνιαζε το κεφάλι της στην άμμο με την πρώτη ευκαιρία. Κι ουέ κι αλίμονο αν ήσουν απ’ την αρχή διαφορετικός, πχ. κάποιος κύκνος, που περνιότανε για πάπια. Κι αν συνεχίσουμε τούτη την αναλογία, ίσως καταλάβετε γιατί συγκινήθηκα τόσο, όταν στο εξώφυλλο είδα στη φωτογραφία – που όπως έμαθα είναι του ίδιου του Σταύρου – δυο κορμοράνους που ξαποσταίνουν σε μια εξέδρα μες στη θάλασσα. Κι αυτό διότι, όπως έμαθα πρόσφατα, ο Κορμοράνος – άλλως πώς Φαλακροκόραξ – ταυτίζεται με κάποιες ιδιαιτερότητες, που εύκολα μπορούν να αναχθούν σε σύμβολα καθαρά και αδιαπραγμάτευτα. Για παράδειγμα, είναι εξαιρετικά συντροφικός, κοινωνικός και ανταποδοτικός. Μεγαλώνει τα μικρά του με απεριόριστη στοργή. Από απόσταση, το χρώμα του μοιάζει τελείως μαύρο, όσο όμως κάποιος πλησιάζει αρχίζουν να διακρίνονται μες στο μαύρο χρώμα, μια γαλάζια και μια πράσινη απόχρωση. Το ράμφος του ενώ είναι ανοιχτό γκρι, κοντά στη βάση του γίνεται κίτρινο. Κι όπως γερνάει, ασπρίζει στην κεφαλή και μεγαλύνεται, ενώ αναγνωρίζεται όλο και πιο σεβάσμιος ανάμεσα στους ίσους. Τέτοιος ήταν κι ο Σταύρος· ένα ουράνιο τόξο με χρώματα καλά κρυμμένα, που δεν άφηνε λόγω σεμνότητας, να διαφανεί σε όλη του την έκταση, το μεγαλείο της ψυχής και του ταλέντου του. Όπως λέει κι ο ίδιος:
Βαρύ το μπαούλο κι ο θησαυρός αμύθητος
*
©Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος
05/02/2020
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.