Από τις εκδόσεις Gutenberg
✤
[ΙΙ. Πολίτης Κάιν – Κάτεργα, Ἡμέραι]
είναι το χώμα μου μια σούμα έργα, ergo sum, χέρι χασάπη και μπαλτάς
στου χειρουργού τα δάχτυλα νυστέρι, θεϊκή αγάπη, μια εμμονή κατάβαθα στο φάσμα, είναι άσμα αυτιστικού ασθματικού θεού, σαράντα δύο χρόνια ποδαρόδρομος προς––
προς ένα νενικήμεθα, προς μια σειρά ματ[αι]ωμένες κατανύξεις, στο κυνήγι ενός thesaurus κι η υπεροψία με τραβά στον πυθμένα, [ποιον; εμένα!] και το βένθος με κοιτά γεμάτο μάτια, ποιο πένθος, το πένθος θέλει μνήμη, η μνήμη αγάπη ή φήμη,
σιβυλλαίνω τε καὶ πρόφημι,
μένει η μέθη αντίδωρο, που πια μου γλίστρησαν για τα καλά οι λέξεις, π’ απέμειναν κουτάκια με ταμπέλες για τα χάπια, π’ απέξω ο θάνατος στημένος σ’ ένα φιατάκι κάθεται και σιγοπίνει Λουξ, που φίλοι σαν οχτροί την κάνουν σαν τα φύλλα, που κατακάθι η γνώση ότι οὐ πολλόν ἀμείνων, πως πήγαν όλα στράφι και
σιβυλλαίνω τε καὶ πρόφημι,
καλούμαι να κατευναστώ με την καταστροφή μου, ⟨αίσθημα ευκολότερο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, απ’ την αναμονή⟩, να παρατήσω και τις τρεις διαστάσεις πριν με λειώσει ο χρόνος, ελπίζοντας πως σαν τετράγωνα και κύβοι αθροιστούν στη στάχτη, πως θα μπορώ πια να πλαγιάσω, σαν πρώτα σαν παιδί, ανήξερος, ξερός,
αφασικός του τύπου Wernicke, χαμένος στα εδάφια του κόσμου,
μες στες πολλές ασκήσεις κι ικεσίες, όσο μπορώ ελπίζοντας,
ωσότου γίνω ένας ξένος φορτικός, δικός μου,
πως αν μ’ ανοίξουνε τον θώρακα θα βρούνε ψαύοντας,
μια βυθισμένη Guernica———–καμένη μια Ατλαντίδα.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.