✤
ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ
(ή ένα ποίημα για «τον χρόνο που περνά και χάνεται κι η στιγμή ποτέ δεν πιάνεται…»)
Σε ένα τραπέζι παχυλό
Καλπάζοντα τοπία χρόνου
Μαχαιροπήρουνα
Ποτήρια από κρύσταλλο
Και βλέμματα αεικίνητα
Έτσι που οι καλεσμένοι
Άπαυστα καταπίνουν
Στο χείλος του οινοπνεύματος
Εύκολο να ξεγελαστούνε
Πώς με το φαγοπότι τους
Την τόση ευωχία
Υποτάσσουνε και ένα χναύμα χρόνο
Πάντα ήτανε κατακτητές
οι ευσυνείδητοι συνδαιτυμόνες
δοκιμάζει ο οικοδεσπότης
Η ποικιλία των γεύσεων
δεν έχει λήξη- λέει
σερβίροντας ροδόνερο
στην αλλαγή των πιάτων
Και αν θέλουμε πειστήρια
εμπιστευτείτε το κυνήγι των εικόνων
φωτογραφίζει τη συνεύρεση
ένας ερασιτέχνης επί τόπου
Μήπως το άροτρο
χωμένο μες τα γήινα καπούλια
διασφαλίζει μία γόνιμη συνέχεια
πετάγεται ένας σε αγαπητικό της γης
μασκαρεμένος αναγνώστης
Κι ήταν κι εκείνοι που άχνα
Μα ανάσαιναν με βρόντο
Οι σερπαντίνες χορευτές
Τα κομφετί των ποιητών
Και οι ζογκλέρ των ήχων
Έφτανε λες να δείξουνε δίχως να πούνε
Όσο πιο άποροι τόσο πιο αλαζόνες
Εγώ και αυτή
στα στήθια της κρυφομιλούν αιώνες
βγήκε για λίγο απ’ τον λαιμό της
ο ερωτευμένος ενώ εκείνη έστρωνε
στη σάρκα της με περισσή φροντίδα
μια αποικία ολόκληρη με χάδια
Είμαι βέβαιος διέκοψα την προθυμία
Όσοι είμαστε τόσες οι εκδοχές
Δικαιούμαι ένα κομμάτι λόγο
(Και με μια τρίπλα)
Τα κρέατα, τα τυριά κι οι λέξεις
Σφάζονται στην τάβλα
Εγώ θα ζωγραφίσω
Ένα ελάφι ξεκινώ
Μόλις γεννήθηκε για μας
Προσέξτε το χαρτί μου
Άφησαν όλοι τα πηρούνια κάτω
Σχηματίζω ένα δάσος μήτρα
Με μάτια της στιγμής
Πάνω στο ζώο
Αυτής εδώ, μίας και μόνο
(Έβλεπαν όλοι τη δική τους)
Έκοψε λίγο λίγο η λαιμαργία
Χάιδεψε τα αποφάγια των στιγμών
Ένα αεράκι ακινησίας
Με μάτια της στιγμής λοιπόν
Βλέπετε όλοι;
Αυτής εδώ, μίας και μόνο
Έτοιμο το ελάφι
Όλα τα βλέμματα στραμμένα στο ελάφι
Οπλίστηκε με απόλυτη πυγμή το τώρα
Κι υπήρξαμε όλοι μια στιγμή
όσο γνωρίζω
Στον αθώο κύκλο των ματιών του ζώου
Κι ύστερα;
Ύστερα όλα τέλειωσαν, τους είπα
Ύστερα ξάπλωσα
Καθώς ζωγράφιζα
Ένα οριζόντιο κορμί μου
Να περάσει από πάνω μου
Ορμητικά σα ζώο
Ο αιώνια χαμένος χρόνος
*
ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ (ΜΑΪΟΣ 2020)
Είπε εκείνος:
Ένα φίλτρο υπόθεση
Η ψυχρή μέρα
Λίγη σπασμένη ώχρα
Στην απουσία του φιλιού
Την μεταμόρφωσε κιόλας
Σε Μνήμη
(Για το κορίτσι της Πρωτομαγιάς
Δε φτάνουνε οι λέξεις)
Κι είπε:
Κι έβαψε έπειτα γενναιόδωρα
Ο μάγος με χρωστήρα
Κόκκινο πράσινο και θαλασσί
Το δέρμα ανήμπορο
Το στόμα ερημωμένο
Τα χέρια άπραγα
Να ξεφλουδίζονται στο πρώτο χάδι
(Για το κορίτσι της Πρωτομαγιάς
Δε φτάνουνε οι λέξεις)
Και πάλι μίλησε:
Ορθάνοιχτες οι προσμονές
Φτερούγισαν οι ώρες
Οι πόρτες δείλιασαν μα
Ξεπροβόδισαν τον φόβο
(Όμως για το κορίτσι της Πρωτομαγιάς
Δε φτάνουνε οι λέξεις)
Ακούς;
Είναι ωραία η υπόσχεση
Αγγελοκαμωμένη
Έκανε σαματά ευτυχίας
Στα άρμενα σώζει
Μια ανθισμένη μέρα
Όμως για το κορίτσι της Πρωτομαγιάς
Δε φτάνουνε οι λέξεις
Και είπε εκείνη:
Μια υποψία χαύνωσης
Πείθει πιο εύκολα
Από ένα ρωμαλέο θέλω
Μια ευωδιά από λησμοσύνη
Στο χαλί με τα αρχαία άνθη
Ξεγελάει τους αγρούς
Και είπε ακόμη:
Μη με λησμόνει όμως
Μάτια μου μη με λησμόνει
Κάποιος θα τάζει πάντα πετραχήλια
Στους βυθούς πνιγμένα
Μα ο λαιμός μου –κοίτα
Γυμνός σαλεύει
Μη με λησμόνει μάτια μου
Ένας αθέατος φακός μας περιπαίζει
Μη με λησμόνει.
*
©Ρία Φελεκίδου
Φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.