✤
Γυρισμός
Μετά από χρόνια απουσίας
επιστρέφω στον τόπο μου ξένος
στην ίδια πόλη, στο ίδιο σπίτι,
στην ίδια μάνα που σβήνει αργά
δίπλα στο ραδιόφωνο
μικραίνω δίπλα
σε γερασμένους φίλους
παίζω μ’ ένα μάτσο ποιήματα
που χοροπηδούν στο κρεβάτι μου
και μου γλείφουν το πρόσωπο
σαν ανυπόμονα ζωηρά κουτάβια
τα βγάζω βόλτα βράδυ – πρωί
στα πάρκα και τις πλατείες
ξαμολημένα χωρίς λουρί
ανάμεσα σε βλοσυρά βλέμματα
και παρατηρήσεις »αυτό που κάνεις
δεν είναι σωστό καθώς μπορεί
τα σκυλιά να επιτεθούν..»
τους ησυχάζω λέγοντας πως μόνο
χαίρονται το παιχνίδι και κανέναν
ποτέ δεν δαγκώνουν εκτός από μένα..
στο σπίτι η μάνα μου
με το αυτί κολλημένο στο ραδιόφωνο
σβήνει αργά με τη μουσική.
*
Η μπαλάντα του πείσμονος φωτός
Όμως εγώ που τόσο σε αγάπησα φως
γιατί πάντα έβρισκες χαραμάδες
να τρυπώνεις στον ερμητικό μου θάλαμο
καίγοντας τα κρατούμενα του χρόνου
προτού απ’ τις σκιές και τις λευκές κηλίδες
ξεπεταχτούν φιλιά και πρόσωπα και ματαιώσεις
για να γεμίσουν κούτες και συρτάρια
με αναθέματα με βόγκους και λυγμούς
Ώσπου μια μέρα αξιώθηκα το θαύμα
που αποτύπωσε την ψυχή μου
έπειτα την τσάκισε και τη δίπλωσε ξανά και πάλι
φτιάχνοντας ένα χάρτινο καραβάκι
ένα καράβι θαυμαστό αφημένο στην τύχη του
που παράδερνε μπρος πίσω ακυβέρνητο
απ’ τον αχέροντα στο πράσινο ακρωτήρι
με αναθέματα με βόγκους και λυγμούς
Όμως εγώ που τίποτα δεν μου έλαχε να μισήσω
που χώρισα το φως να μη σε αρνηθώ
και ζω με το πικρό το κίτρο στο αίμα
και στην πλάτη μου ένα νεκρό παιδί
του ψιθυρίζω ησύχασε δεν έχεις φόβο πια
είναι ο θάνατος γλυκός και ανονείρευτος
κι αν δεν μου σάλεψε ο νους ακούω τη φωνή του
με αναθέματα με βόγκους και λυγμούς
Πως είν’ εκείνο που με κουβαλά στη ράχη
κι όσο μου λείπεται η ψυχή το βάρος το λυγάει
πως στα σβηστά μου μάτια έχει βουλιάξει
το χάρτινο το θαυμαστό καράβι
με αναθέματα με βόγκους και λυγμούς.
*
ΜΑ ΕΛΑ ΠΟΥ Μ’ ΑΡΕΣΕΙ
Ακολουθώντας το ξόδι της ιστορίας
κάτω από τρύπιες ομπρέλες
κάτω από εύθραυστα κελύφη
εκστρατεύουν στη χλωρίδα των βράχων
κρέμονται στην άκρη των φύλλων
εγκαταλείπουν τις τούντρες
ιχνηλατώντας τη μοίρα τους
από τροφή σε τροφή
από ξεκλήρισμα σε ξεκλήρισμα.
Θα τους αφανίσουν
όσοι χτίζουν σπίτια ριζωμένα στη γη
θα γίνουν βορά στα αρπακτικά
στην απληστία των εποίκων
εξωτικές γεύσεις στα ντελικατέσεν.
Εξαντλήθηκαν οι χώροι της περιπλάνησης.
Στους δρόμους δεν ακούγονται τραγούδια
παιδιών ή γλεντοκόπων
μόνο σέρνονται ψίθυροι από διχαλωτές γλώσσες.
Νοικοκυριά αδημονούν στις οθόνες
για προαναγγελθείσες εκατόμβες
καθώς η ξυπόλυτη αλητεία βραδυπορεί
φορτωμένη ζώντες και νεκρούς.
Καλά μου τα ’λεγες εσύ:«ένα σπιτάκι
μια δουλίτσα κι ο μισθός να τρέχει.
Αυτή ’ναι η πραγματική ζωή»
Πάει καλά, το παραδέχομαι!
Μα έλα που μ’ αρέσει να πετάω
γαντζωμένος έστω σαν λεία
στα γαμψά των χιμαιρών τα νύχια.
.
[Από τη συλλογή «Τ’ αδέσποτα σκυλιά τρώνε ό,τι βρουν», 2003]
*
Κατόψεις
Σάρωσαν τη χλωρίδα οι νεκροπόλεις.
Τείχη κρυσταλλικά παράσιτα κατάπιαν
τα λιβαδοχώραφα, έφαγαν τα ρουμάνια
ως τη ρίζα. Μια πινελιά γυαλιού και χάλυβα
πέρασε στο αστάρι του φωτός γκρίζα χολή.
Μάταια ψάχνω το πατρικό μου σπίτι.
Δεν έχει σπίτι πατρικό κανένας πια,
ούτε πατέρα, ούτε μάνα, ούτε φύτρα.
Θάλασσες, δέντρα και πουλιά
και ουρανό ανοιχτό, μάτι δεν βλέπει.
Λουφάξανε οι σύντροφοι της νιότης
στους ερηπιώνες του Σινά και της Λατόγκας.
Ω κτίσι, προς τι η αποκαραδοκία σου;
Γδέρνομαι σε οστράκινα δέρματα, σε χείλη
από τραχύ κανάβι, πλασμάτων που ξερνούν
τα όνειρα τρελών παραμυθάδων.
Το σάρκινο χάδι αμυχή στην ενθύμηση —
ανεκτέλεστη ποινή η ζωή. Έξω γοούν σκιές
παλιών σωμάτων, ίδιο θανάτου φρένιασμα
που ανημπορεί τα τείχη να διαβεί, να ελεήσει.
Καμιά κερκόπορτα.
*
Ειμαρμένη
Κατά κάποιον γελοίο τρόπο
η ζωή μου αποτυπώθηκε σε πανιά.
Απ’ τις φασκιές που με στρίμωξαν βρέφος,
στα τρύπια πανό που ξεθώριασε η βροχή,
στις οθόνες συνοικιακών κινηματογράφων
όπου το ίδιο έργο παιζόταν με άλλο τίτλο•
από κουρελιασμένα στις σπιλιάδες καραβόπανα,
στα καναβάτσα που έτρωγα τα μούτρα μου.
Ό,τι αγάπησα με πήρε κατόπι ως τις σημαίες
που κρέμονταν μεσίστιες στην άπνοια
ή ανέμιζαν στις βάρκες των εμιγκρέδων.
Όλες οι ήττες μου
μπαλώθηκαν με ρετάλια περηφάνιας,
ξάπλωσαν σε δροσερά στρωσίδια
θνησιγενών μα κραταιών ερώτων,
στέγνωσαν στις ευρύστερνες ακρογιαλιές
πάνω στα δίχτυα των ψαράδων
μαζί με κοχύλια και χρυσαφένια λέπια,
τρύπωσαν στα εσώρουχα ποθητών γυναικών,
σε σάβανα προσδοκιών,
σε πάνινα παπούτσια εποχιακής χρήσης…
Με τον ίδιο γελοίο τρόπο,
στο νου μου αμέτρητες τα πρόδωσα φορές,
τα τσαλαπάτησα, τους έβαλα φωτιά,
μα κάθε τόσο, με πάθος που άγγιζε την παράνοια,
πόνταρα πάνω τους στα γεμάτα,
τα’ παιζα, τα’ χανα κι έμενα ρέστος πανί με πανί.
[Από τη συλλογή «Τ’ αδέσποτα σκυλιά τρώνε ό,τι βρουν», 2003]
*
©Δημήτρης Νικηφόρου
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.