Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Στα δυο μέτρα

πράξεις ακατέργαστου
αιώνα

(Ένας άνδρας, γύρω στα σαράντα, κάπως κουρασμένος, με κολλαρισμένο γιακά και εμφανή τα σημάδια μιας παράξενης αρρώστιας μιλά με φόντο κάποια γωνία των προαστίων. Η υπόλοιπη πολιτεία απλώνεται πίσω του, γεμάτη υψικαμίνους, γυάλινα, θηριώδη κτίρια, βασιλικές με αναμμένους σταυρούς, θορύβους, φόνους, τηλεγραφήματα. Κάποιος ρωτά και ο άνδρας απαντά, γυρεύοντας τις κατάλληλες λέξεις, την καταλληλότερη πόζα.)

ΦΩΝΗ: Πείτε μας την δική σας ιστορία, οι θεατές θα ήθελαν να γνωρίζουν με πόση καρδιά και θάρρος βιώνετε την ατυχή σας θέση. Λοιπόν, δυο λόγια κύριε Μαξ για τους θεατές μας.

ΜΑΞ : (αμήχανος, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ισιώνοντας τον γιακά και την άκρη του σακακιού του με τις λεπτές, λευκές του ρίγες) Εγώ, ξέρετε, νόσησα πριν από μερικούς μήνες. Στην αρχή ήταν τόσο δύσκολο, ω πιστέψτε με, η αρρώστια με είχε καταβάλλει, τριγυρνούσα τους διαδρόμους του νοσοκομείου, ζητώντας απαντήσεις και θεραπείες. Θα έμεινα μερικές εβδομάδες στην τέλεια απομόνωση. Κάθε τόσο οι ιατροί έρχονταν με τις λευκές τους στολές, έστεκαν κάπως μακριά μου και όλο ρωτούσαν για τις μέρες και τις νύχτες μου. Οι νοσοκόμες πίσω από τις μάσκες τους με κοιτούσαν με λίγο έρωτα και μια ιδέα θαυμασμού ή λύπησης, δεν ξέρω, μην με ρωτάτε, δεν ξέρω. Βύθιζαν τις βελόνες τους στο δέρμα μου, με άγγιζαν τρυφερά στο σημείο της αιμοληψίας και χτένιζαν τα μαλλιά μου με θέρμη και αφοσίωση, όσο οι ιατροί συμπλήρωναν το ημερήσιο δελτίο εξηγώντας στους νεαρούς φοιτητές τις διακυμάνσεις ενός παράξενου δείκτη που όταν καταρρέει στοιχίζει ακριβά στο κουράγιο μου και όταν πάλι συνέρχεται και επιστρέφει στα γνώριμα επίπεδα, τότε νιώθω μια κάποια ευεξία, μια αδικαιολόγητη αισιοδοξία που μου επιτρέπει να ελπίζω πως ίσως κατορθώσω να ξεπεράσω αυτήν την ατυχή συγκυρία. Καταλαβαίνετε;

(χαλαρώνει τον λαιμοδέτη του, ο γιακάς του τον πνίγει. Μια μέρα θα του στοιχίσει την ζωή.)

Όμως, τις αμέσως επόμενες μέρες οι δείκτες καταρρέουν από την αρχή και η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή, κύριε. Παλεύω με τους θανάτους χίλιες φορές, παλεύω σημαίνει πως τινάζομαι τις νύχτες κάθιδρος με τα χείλη μου διψασμένα, ζητώντας έναν κήπο για να αφήσω την τελευταία μου πνοή. Εκείνες οι ώρες μοιάζουν δύσκολες και αν κανείς δεν έχει φτάσει στο απόκρημνο σημείο να μετρά τις νύχτες με πεθαμένα άστρα, τότε δεν μπορεί να νιώσει για τι πράγμα σας μιλώ.

ΦΩΝΗ: Πείτε μας για τις καλύτερες σας μέρες.

ΜΑΞ : (χαμογελά, ανάβει ένα τσιγάρο, σφίγγει τον λαιμοδέτη του, κάποιος πλανόδιος περνά με το καρότσι του φορτωμένο δεκάδες παλιοσίδερα, σκραπ, ατέλειωτα χιλιόμετρα αδιάθετου καλωδίου. Ο άνδρας τρομάζει, σκύβει κοιτάζει και κάπως πιο ήσυχος επιστρέφει στην κουβέντα του.) Οι καλύτερες μέρες μου ξοδεύονται στα ποτοπωλεία του κέντρου. Φορώ τα ακριβότερα ρούχα μου και ένα ζευγάρι δεύτερα μάτια, πολύ ευτυχισμένα. Ντύνομαι το δεύτερο δέρμα μου, σκληρό, φολιδωτό δέρμα που δεν πληγώνεται. Και ξεχύνομαι στην έρημη πόλη, με τους κλειστούς σταθμούς, τα κλειστά λούνα παρκ, τις παρατημένες αναπαλαιώσεις, τους γέρικους γερανούς που πεθαίνουν, πεθαίνουν, πεθαίνουν. Περνώ από τα κλειστά μαγαζιά, τα καπλάνια με κοιτούν απαρηγόρητα, μια κούκλα κυκλωμένη με πολύχρωμα ρετάλια μου κλείνει το μάτι πίσω από την βιτρίνα με τα ενοικιάζεται και έτσι μπορώ να ξέρω πως κάποιος με αγαπά εκεί έξω. Όμως ο δρόμος μου είναι ατέλειωτος, ο δρόμος μου είναι όλη η πόλη.

Κάτω από ένα αρχαίο επιστύλιο βγάζω το σακάκι μου και το φορώ στον ώμο. Και δίχως τον σάλο της ζωής, μονάχα με το ολόδικό μου τραγούδι πίνω από την καινούρια νύχτα. Σε μια γωνιά του δρόμου συναντώ συρμάτινες κούκλες, κορίτσια από πεπιεσμένο χαρτόνι και μουσαμά που μισογελούν μες στην ερημιά τους. Στέκομαι και κοιτάζω, τηρώντας τον κανόνα των δύο μέτρων. Πάει να πει πως όταν συναντώ ένα κορίτσι που μπορώ να αγαπήσω, βαδίζουμε μαζί, λέγοντας λίγες λέξεις, αποφεύγοντας να σφίξουμε τα χέρια μας, γιατί οι αρχές δήλωσαν ρητώς και δίχως αμφιβολία πως όποιος ή όποια καταργήσει τον κανόνα των δύο μέτρων θα πρέπει να απομονωθεί. Έπειτα με το κορίτσι μου επιστρέφουμε στο μικρό μου διαμέρισμα, πίνουμε μερικά ποτά ακόμη και ύστερα κάνουμε έρωτα. Πάντα σε απόσταση των δύο μέτρων, δίχως αγγίγματα, βάζοντας στην θέση μας τα πρόσωπα που ποθήσαμε περισσότερο. Και ύστερα ανταλλάζουμε τα στοιχεία μας γρήγορα, αγχωμένα, πάντα σε απόσταση δύο μέτρων, την αποχαιρετώ, τώρα τα μέτρα γίνονται περισσότερα. Κάποιος είπε, αν κάποτε το θελήσεις βάλε ανάμεσα στα πράγματα μια θάλασσα. Αφήνω το μικρό μου κήπο και δίνομαι ξανά στην πόλη. Απέχω από όλους τους ανθρώπους και όλα τα πράγματα δυο ολόκληρα μέτρα. Κάποιος που ρωτά, η φωνή μου που σπάει την σιγαλιά σε χιλιάδες ποτήρια, που χτυπά στους χάλυβες των έρημων κτιρίων και επιστρέφει ξανά εντός μου αφήνοντας βαθιά σημάδια. Κάποιος πεθαίνει, κύριε παρακαλώ τηρείται τον κανόνα των δύο μέτρων, κάποιος που παίζει μουσική στην γωνιά του δρόμου βυθίζεται στην θέση του. Θα ήθελα να τον αγκαλιάσω, να του σφίξω το χέρι επειδή κάνει καλό στην πικρή μου νύχτα, όμως κάποιοι από τις αρχές πληροφορήθηκαν για την πρόθεσή μου και έχουν ακροβολιστεί σε εξώστες, ταράτσες και γωνιές, σαν αρπακτικά που καραδοκούν τους κυνηγούς στην όχθη κάποιου ποταμού. Διστάζω και ανοίγω το βήμα μου προς μια άλλη κατεύθυνση, όλα απέχουν δυο μονάχα μέτρα από την καρδιά μου, όμως εκείνοι οι τύποι από τις ειδικές υπηρεσίες έχουν αντιληφθεί πως άγγιξα τα όριά μου και με ακολουθούν. Η νύχτα γέμισε σπουδαία ρίσκα, είναι μια υπέροχη νύχτα. Ο πυρετός μου ανεβαίνει, οι καινούριοι μου φίλοι καπνίζουν και ακολουθούν. Σταματούν μαζί μου και έπειτα σαλεύουν σαν παράξενο ζώο, γυρεύοντας την κατάλληλη στιγμή. Και έπειτα…

ΦΩΝΗ: Έπειτα;

ΜΑΞ : Έπειτα, ένας λοχίας φωνάζει κύριε, κύριε δεν πρέπει, μην πλησιάζετε, κύριε για το καλό σας, τελευταία προειδοποίηση, όμως εγώ χάνω κάθε τόσο την όρασή μου και με ελαφρύτερο βήμα μαθαίνω από την αρχή να πλησιάζω τα πράγματα και τους ανθρώπους. Ο πάταγος των μαλλιών της, το παιδί που χτύπησε και δακρύζει, κάποιοι που αγαπήθηκαν και τώρα οι δρόμοι τους χωρίζουν, ο τρελός του καφενείου που αραδιάζει ιστορίες στις γωνιές του δρόμου, μια άξια και θαρραλέα γυναίκα που χαμογελά από το απέναντι πεζοδρόμιο και τα μάτια της φαντάζουν αμυγδαλωτά σαν ενός νεαρού Τηλέμαχου από τα νησιά, οι καινούριοι μου φίλοι με τα αρπακτικά μάτια που λάμπουν για πάντα ακροβολισμένα κατά μήκος του δρόμου. Κάποιος φωνάζει, οι στρατιώτες με πλησιάζουν και κλείνουν τον δρόμο μου. Δεν τηρήσατε τον κανόνα των δύο μέτρων, κύριε λένε με αυστηρές φωνές και προτάσσουν τα οπλοπολυβόλα που σε απόσταση δύο μονάχα μέτρων μπορούν να γίνουν αληθινά επικίνδυνα σαν παίξουν την μουσική τους.

(Σφίγγει τις γροθιές του, όλη του η ένταση πυκνώνεται στα χέρια του. Αυτό είναι το μόνο σημάδι. Η εποχή μας θέλει πρωτόκολλα, στέρεες πόζες, τυποποιημένες πρόζες.)

ΦΩΝΗ: Εκ μέρους των θεατών μας σας ευχαριστούμε για την αποψινή σας συνέντευξη.

(οι δυο τους κοιτάζονται για λίγο και δεν ανταλλάζουν χειραψίες. Θα ήθελαν βαθιά να φιληθούν και έτσι αφοπλισμένοι αφήνονται όπως άδειες υπάρξεις μες στον άνεμο. Αν δεν ήταν αυτή η λύπη και αν μπορούσαν να ξεγελάσουν τους καινούριους του φίλους που μετρούν με ακρίβεια πάντα τα δυο μέτρα, τότε θα πλησίαζε το κορίτσι που στέκει απέναντί του και μες στα όρια της πιο φοβερής περιμέτρου θα γίνονταν οι δυο τους παρανάλωμα, χιλιάδες χρόνια από εκείνη την τελευταία φορά. Όμως, συλλογίζεται πως οι καινούριοι του φίλοι δεν διαθέτουν ίχνος συναισθηματισμού και έτσι μπορεί να σταθούν απέναντί του σε απόσταση δυο μέτρων, αφήνοντας ριπές από τα προηγμένα τους όπλα.

Ο άνδρας κάνει να σηκωθεί, όμως το κορίτσι χάνεται γρήγορα από κοντά του. Οι ρίγες του σακακιού του δεν είναι άλλο από συρμάτινες, επικίνδυνες χορδές που τραυματίζουν την καρδιά του. Όμως ο Μαξιμίλιαν γνωρίζει το πώς και το γιατί των πραγμάτων και δεν λυπάται, μονάχα ονειρεύεται πως με ένα του βήμα θα μπορούσε όποτε το ήθελε να κάνει κομμάτια εκείνα τα δυο μέτρα. Ο άνδρας γελά και καρφώνεται στο μπαλκόνι του γυρεύοντας κάποιον ή κάτι σε εκείνους τους έρημους δρόμους. Ας πούμε, τον ήχο του πλανόδιου καροτσιού.

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→