✤
Δε διάλεξε τυχαία αυτό το σώμα ο Δίας για να το κυριεύσει. Δεν ήταν μόνο το δέρμα του, ντυμένο στο σεληνόφως, δεν ήταν μόνο τα μαλλιά του, λουσμένα με μαύρη νύχτα, ούτε το περίγραμμά του, σμιλευμένο απ’ τα νιάτα. Τα είχε γευτεί αυτά, σαν άρχοντας του κόσμου που ήταν, και τα είχε γλεντήσει άπειρες φορές, τα είχε σχεδόν μπουχτίσει.
Ήταν που η Δανάη, ακόμα και με τα μάτια σφαλιστά, ήξερε, χωρίς κανείς να της το έχει μάθει, πώς να κουμαντάρει το χρυσάφι. Κανείς δεν της το ‘χε, καθώς ποτέ δεν της άρεσαν τα κοσμήματα ούτε και τα ακριβά ρούχα, κι ακόμη περισσότερο τα παζάρια στις αγορές για μπιχλιμπίδια και υφάσματα. Δεν το ‘χε πει σε κανέναν (αν κι όλοι το ‘ξεραν, και προπάντων ο πατέρας της), μα θα μπορούσε να περνά όλη της τη μέρα φορώντας πάνω της τον ήλιο για φόρεμα και όλη τη νύχτα τ’ αστέρια για στολίδια. Κι οι εραστές τη μυρίζονταν όπως το αίμα τα τσακάλια. Κι αλυχτούσαν έξω από τα σφαλισμένα μάνταλα του σιδερένιου της φρουρίου.
Η Δανάη ήξερε, ακόμη και με τα μάτια σφαλιστά, να ξαπλώνει με τέτοιο τρόπο στο βασιλικό της κρεβάτι, να παίρνουν τέτοια κλίση οι καμπύλες του νεανικού της κορμιού, που το χρυσάφι να κυλάει απαλά πέφτοντας απ’ το λαιμό, να σχηματίζει ρυάκια στο στέρνο, να ποτίζει τα στήθια κάνοντας τις θηλές να καρπίζουν, να ανακατεύεται με το φρέσκο αλάτι του πυρωμένου ιδρώτα από τ’ ακροδάχτυλα των ροδαλών χεριών μέχρι των απαλών πελμάτων και να ρουφιέται από τη δίνη που σχηματιζόταν στην ένωση των σμιλευμένων της μηρών.
Αργότερα οι άλλες αρχόντισσες θα τη ζήλευαν γι’ αυτό το σμίξιμο με το θεό, για το γιο της που γίνηκε δρακοφονιάς. Μα απ’ τα δικά τους υγρά έλειπε η θέρμη κι η αλμύρα, αυτή που γίνεται κράμα με το χρυσό σπέρμα ενός θεού για να σαρκωθεί ένας ήρωας.
*
©Αργύρης Κόσκορος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
✤
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.